Το κοινωνικόκαι τομεταφυσικόπάθος
Εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Παραβιάζει κανείς ανοιχτές θύρες όταν λέει πως ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) ανήκει στους κορυφαίους ποιητές του Μεταπολέμου. Καθώς συμπληρώνονται εφέτος εκατό χρόνια από τη γέννησή του, το τεράστιο έργο του παραμένει μια πρόκληση. Οχι μόνο γιατί δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε αλλά – κυρίως – γιατί παραμένει πολύπλευρο, ανοιχτό και ικανό να κινητοποιήσει την ευαισθησία και τον ψυχισμό της νεότερης γενιάς των αναγνωστών.
Τα χρόνια της εξορίας
Ο Λειβαδίτης παρουσιάστηκε νέος στα γράμματά μας (το 1946 με το ποίημά του «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη»). Στο μεταξύ, ως νεαρός αριστερός είχε αναπτύξει έντονη πολιτική δράση, με αποτέλεσμα δύο χρόνια αργότερα να συλληφθεί και να εξοριστεί πρώτα στον Μούδρο, στη συνέχεια στη Μακρόνησο και κατόπιν στον Αϊ-Στράτη, κι από εκεί στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα από όπου απελευθερώθηκε το 1951. Τελικά, το 1955 απηλλάγη από το Πενταμελές Εφετείο λόγω αμφιβολιών.
Από το 1952 είχε αρχίσει να εκδίδει ασταμάτητα τη μία ποιητική συλλογή μετά την άλλη, που τις αποτελούσαν πολύστιχα συνήθως ποιήματα, όπου αποτυπώνεται η περιπέτεια της εποχής με πάθος κι έναν ιδιότυπο ρομαντισμό. Οπως και σε πολλούς της γενιάς του που συνέδεσαν τη ζωή τους με τη μοίρα της Αριστεράς, τα βιώματά του τον σφράγισαν ανεξίτηλα. Εζησε τη φυλακή, την εξορία, την καταστροφή και την ήττα και τα αποτύπωσε στην πρώτη φάση της ποίησής του, που διήρκεσε ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σ’ αυτή την περίοδο, μολονότι η δική του φωνή είναι ευδιάκριτη, ο ίσκιος του Γιάννη Ρίτσου πέφτει κάποτε βαρύς πάνω στα ποιήματά του. Λ.χ. ο ενημερωμένος αναγνώστης δεν θα δυσκολευτεί να βρει τις ομοιότητες ανάμεσα στη δική του ποίηση και στην αντίστοιχη του Γιάννη Ρίτσου της ίδια εποχής. Υπάρχουν βέβαια και οι διαφορές. Στον Λειβαδίτη, για παράδειγμα, το ερωτικό στοιχείο είναι πολύ εμφανέστερο.
Στη δεκαετία του 1960 ο Λειβαδίτης έγραψε τους στίχους για μερικά από τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη: τη «Δραπετσώνα», το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», το «Σαββατόβραδο», το συγκλονιστικό «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ» (που μοιάζει με πρόκριμα της μεγάλης ποίησης που θα έγραφε από τη δεκαετία του 1970 και εξής) – και τόσα άλλα.
Οι δρόμοι της ποίησης
Στα πέτρινα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους δημοσίευε εκτενείς περιλήψεις κλασικών μυθιστορημάτων στο περιοδικό «Φαντάζιο», που διηύθυνε ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. Ηταν για τον ίδιο η εποχή όχι μόνο της καταστολής αλλά και της περισυλλογής. Ο εσωτερικός και ο πνευματικός του κόσμος μοιάζει να διευρύνεται απότομα.
Και τότε, με τη συλλογή του «Νυχτερινός επισκέπτης» του 1972, η ποίησή του παίρνει άλλους δρόμους – φαινομενικά βέβαια, διότι στοιχεία της που υπήρχαν στα προηγούμενα, στρατευμένα, καθώς λέμε, ποιήματά του τώρα επεκτείνονται και βυθίζονται σ’ ένα απίστευτο υπαρξιακό και μεταφυσικό ρίγος. Κάθε νέα συλλογή του πλέον είναι καλύτερη από την προηγούμενη, με κορυφαία τις «Βιολέτες για μια εποχή» που κυκλοφόρησε το 1985, τρία χρόνια πριν από τον αδόκητο θάνατό του. Ο Λειβαδίτης, που τον αποκάλεσαν ποιητή του έρωτα και της επανάστασης, είχε αναχθεί στο επίπεδο του υπερβατικού. Κι ο έρωτας, που κυριαρχούσε στην ποίησή του από παλιά, ενσωματώνεται πλέον αξεδιάλυτα στο τεράστιο τοπίο των αναμνήσεων μέσα από την ανάκληση και τον φθορισμό εικόνων της παιδικής ηλικίας, την πικρία αλλά και την αθωότητα μπροστά στο φαινόμενο της ζωής και την αναπαλλοτρίωτη ουσία των αισθημάτων.
Δεν πρόκειται για σύνοψη ούτε για φυγή από το παρόν ή το οδυνηρό παρελθόν. Τα αισθήματα αποκτούν τώρα ένα τηλεσκοπικό βάθος και ταυτόχρονα ακούγονται σπαραχτικά οικεία όσο και ανατρεπτικά, λες και τα όσα εξομολογείται αλλάζουν το νόημα του κόσμου και αφορούν όχι τόσο τον ίδιο όσο εκείνους που τον διαβάζουν.
Η οικειότητα και η προφορικότητα είναι βέβαια πολύ χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησής του, όμως τώρα ο Λειβαδίτης μοιάζει σαν να συνομιλεί ενώ εξομολογείται – και το αντίστροφο – στον αναγνώστη του όσα πόθησε και δεν τα έζησε πλήρως στην πραγματική ζωή. Ετσι, οι οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος μεταμορφώνονται σ’ ένα ανεπανάληπτο απόσταγμα αισθημάτων, όπως όταν λέει: «Μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: Εζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σ’ ένα αβέβαιο όνειρο». Το όνειρο αυτό είναι η πραγματική ζωή και απόλυτη έκφρασή της η ποίηση, το βαθύτερο νόημά της.
Ενας «πικρός» ρομαντικός
Το αφηγηματικό στοιχείο είναι βασικό γνώρισμα του συνόλου της ποίησής του, μόνο που τα παλιά τραχιά βιώματα της Μακρονήσου της πρώτης περιόδου του έχουν αποκτήσει ένα νόημα διαφορετικό – ο όποιος ρεαλισμός του παρελθόντος είναι σαν να μην υπάρχει.
Αυτός ο «πικρός» ρομαντικός βυθίζεται πλέον στο υπόστρωμα, το «άλλο», όπως το είχαν συλλάβει οι παλαιοί ρομαντικοί. Μόνο που ο Λειβαδίτης το βλέπει με τα δικά του μάτια, με τη γνώση αλλά και την αθωότητα πια ενός διά Χριστόν σαλού, αν κι ο ίδιος πάντοτε συνομιλούσε με τον δικό του Χριστό και έβλεπε τον κόσμο και τον εαυτό του με τα δικά Του μάτια. Δεν θα τον λέγαμε θρησκευτικό ποιητή, όμως το ανθρωπολογικό βίωμα το μεταμορφώνει – μαγικά – σε άλλοτε συγκρατημένο και άλλοτε παράφορο μεταφυσικό πάθος, με μια οικειότητα που είναι αδύνατον να σε αφήσει ασυγκίνητο. Αυτός ο συνδυασμός δεν υπήρχε ως τότε ούτε στους κοινωνικούς ούτε στους μεταφυσικούς και υπαρξιακούς ποιητές μας. Ο Λειβαδίτης ήταν εκείνος που μετέφερε την εμπειρία από το καθαρό βίωμα στην τεράστια περιοχή της διάρκειας – και τούτο συνιστά το μεγάλο του επίτευγμα που τον κατατάσσει στους κορυφαίους ποιητές μας.

