Ο Μr. L.A. και η σύγχρονη τέχνη
Ο συλλέκτης Ιλάι Μπρόουντ έβαλε το Λος Αντζελες στον παγκόσμιο εικαστικό χάρτη.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Τη μακρινή δεκαετία του ’60 το Λος Αντζελες είχε διατρανώσει από καιρό τη θέση του ως το σπίτι της πιο κραταιάς βιομηχανίας θεάματος, του κινηματογράφου. Ωστόσο ήταν μια πόλη χωρίς ένα σημαντικό κτίριο για να στεγάσει όπερα, μπαλέτο ή θέατρο και βεβαίως ούτε συζήτηση να γίνεται για κάποιο σημαντικό μουσείο. Κι όμως, είχε μια ιδιαίτερα ενεργητική εικαστική σκηνή, με μέλη της καλλιτέχνες όπως ο Τζον Μπαλντεσάρι, ο Εντ Ρούσα ή ο Ρόμπερτ Εργουιν. Η μόνη προοπτική όμως για μια καριέρα στον χώρο τους μπορούσε να εξασφαλιστεί αποκλειστικά από την έκθεση των έργων τους στη Νέα Υόρκη. Αυτή ήταν η εποχή που ένας όχι ιδιαίτερα ψηλός, αδύνατος και πολύ αποφασισμένος άνδρας έφθανε με τις αποσκευές του στην Πόλη των Αγγέλων. Στόχος του δεν ήταν απλώς να πετύχει, να γίνει άλλος ένας κάτοικός της που κατάφερε να ζήσει το αμερικανικό όνειρο, αλλά και να γράψει το όνομά του στην Ιστορία της με χρυσά γράμματα. Το όνομά του ήταν Ιλάι Μπρόουντ.
Γνώριζε μόνο από λογιστική και μαζική κατασκευή κτιρίων, όμως σύντομα θα μάθαινε πολύ περισσότερα. Oπως για παράδειγμα να μη σοκάρεται (όπως τα μέλη της κομητείας της πόλης) όταν βλέπει έργα όπως το «Back Seat Dodge 38» του Εντουαρντ Κίνχολτζ – μια γλυπτική εγκατάσταση στην οποία ένα ζευγάρι επιδιδόταν σε ερωτικές περιπτύξεις στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου. Γιατί αν θες να συναγωνιστείς την όχι τόσο φωτεινή αλλά αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα των τεχνών, πλην του κινηματογράφου, Νέα Υόρκη, πρέπει να προσπαθήσεις να ακολουθήσεις τα πεπραγμένα της. Για αυτόν τον λόγο εξάλλου δημιουργήθηκε το LACMA (Los Angeles County Museum of Art) το 1965 και παρουσιάστηκε το έργο του Κίνχολτζ την επόμενη χρονιά, ως απάντηση στο επιβλητικό και πολύτιμο Μητροπολιτικό Μουσείο της Πέμπτης Λεωφόρου. Κάπως έτσι θα ιδρυόταν αργότερα το MOCA (The Museum of Contemporary Art) το 1979, ή το Walt Disney Concert Hall το 2003. Μόνο που αυτή τη φορά ο Μπρόουντ θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία τους και θα έφτιαχνε τελικά και το δικό του μουσείο για να στεγάσει τη δική του συλλογή, τη σημαντικότερη σύγχρονης τέχνης στον κόσμο με τα δύο χιλιάδες έργα της.
O Mr. L.A. από το Ντιτρόιτ
Ο Μπρόουντ είχε γεννηθεί στο Μπρονξ τo 1933 από γονείς μετανάστες από τη Λιθουανία. Οταν ήταν έξι ετών η οικογένεια μετακόμισε στο Ντιτρόιτ, όπου η μητέρα του εργάστηκε ως μοδίστρα ενώ ο πατέρας του άνοιξε καταστήματα ποικίλων ειδών (five-and-dime stores). O ιδιαίτερα ευφυής Ιλάι δυσκολευόταν με τα γράμματα, «ακόμη δεν μπορώ να διαβάσω με ταχύτητα αλλά καταλαβαίνω τα πάντα» έλεγε σε συνέντευξή του, εξηγώντας ότι ήταν δυσλεξικός σε μια εποχή που ο όρος ήταν παντελώς άγνωστος. Ηταν όμως πολύ καλός με τους αριθμούς και αυτή ήταν μια βεβαιότητα την οποία μπορούσαν να αναγνωρίσουν όλοι. Οσο πήγαινε σχολείο αλλά και όσο σπούδαζε Λογιστική στο κρατικό πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν φρόντιζε πάντα να δουλεύει, είτε ως πωλητής παπουτσιών είτε ως «ντελίβερι» σε φαρμακείο. Μόλις αποφοίτησε από τη Σχολή του με έπαινο παντρεύτηκε τη 18χρονη Ιντιθ Λόσον και ξεκίνησε να δουλεύει ως λογιστής. Ηταν η εποχή που έβγαζε 67,40 δολάρια την εβδομάδα, όπως αναφέρει συχνά με περηφάνια για να υπογραμμίσει πόσο μεγάλη είναι η διαδρομή που διέγραψε μέχρι να φθάσει στην περιουσία των 6,9 δισ. δολαρίων. Στον δρόμο έγιναν βέβαια κάποιες πολύ κομβικές στάσεις. Οπως ο συνεταιρισμός του με έναν οικοδόμο συγγενή της συζύγου του με τον οποίο ξεκίνησαν μια επιχείρηση κατασκευής σπιτιών αφότου ο Μπρόουντ δανείστηκε το απαραίτητο κεφάλαιο (25.000 δολάρια) από τα πεθερικά του. Η Kaufman & Broad ιδρύθηκε στο Ντιτρόιτ το 1957, και ανέπτυξε ένα μοντέλο οικονομικής κατοικίας που προοριζόταν για μαζική κατασκευή (tract housing), το οποίο σύντομα κατέκτησε την Αμερική ολόκληρη. Οταν αποσύρθηκε ο συνεργάτης του, ο πάντα ανήσυχος Μπρόουντ θέλησε να διευρύνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και μπήκε στον χώρο των ασφαλίσεων. Το 1999 έβγαλε σχεδόν 18 δισ. δολάρια από την πώληση της Sun America, την οποία είχε αγοράσει ως Sun Life στις αρχές των 70s.
Οταν αποφάσισε τελικά να βγει στη σύνταξη αφοσιώθηκε στο φιλανθρωπικό του έργο. Το ζευγάρι έχει δώσει περισσότερα από 2 δισ. δολάρια μέσα από τα ιδρύματά του, με αποτέλεσμα ο Μπρόουντ να γίνει ο νούμερο ένα φιλάνθρωπος του Λος Αντζελες, μιας πόλης η οποία παραδόξως δεν συγκαταλέγεται στις σαράντα πρώτες της Αμερικής που επιδίδονται σε τέτοιου είδους χειρονομίες οικονομικής ενίσχυσης. Στον τομέα του πολιτισμού τουλάχιστον είναι ο απόλυτος άρχων. Μεγάλος δωρητής σε μουσεία και κινητήρια δύναμη των διοικητικών συμβουλίων του MOCA και του LACMA, έβαλε την πόλη στον παγκόσμιο χάρτη της μοντέρνας τέχνης και δεν σταματά πουθενά μέχρι να την καταστήσει τη σύγχρονη πρωτεύουσά της. Και επειδή σε κάθε καλή πράξη υπάρχει πάντα ένα εγωιστικό κίνητρο, ο Μπρόουντ γνωρίζει ότι σε κάθε πολιτισμό αυτοί που μένουν στην Ιστορία δεν είναι οι επιχειρηματίες, οι τραπεζίτες ή οι δικηγόροι, αλλά όσοι ασχολούνται με τις τέχνες. Γι’ αυτό και ο «Λαυρέντιος των Μεδίκων του Λος Αντζελες», όπως τον αποκαλούν, φροντίζει επιμελώς για την υστεροφημία του.
Η φάρσα που έγινε εξάρτηση
Ο Μπρόουντ με τις σπουδές λογιστικής και την καριέρα στην κατασκευή σπιτιών και τις ασφαλίσεις δεν είχε έρθει από νωρίς σε επαφή με την τέχνη. Μάλλον η γυναίκα του θα πρέπει να πάρει τα εύσημα για το συγκεκριμένο ενδιαφέρον του, το οποίο όταν αποφάσισε βέβαια να το καλλιεργήσει έφθασε να χτίσει τη σπουδαιότερη συλλογή σύγχρονης τέχνης στον κόσμο. Το ζεύγος Μπρόουντ ξεκίνησε να αγοράζει πίνακες στις αρχές τις δεκαετίας του ’80, αν και η Ιντιθ είχε αρχίσει να επιδίδεται δειλά-δειλά σε αυτή τη δραστηριότητα στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Μπήκαν στο παιχνίδι «συντηρητικά», με έναν Βαν Γκογκ, έναν Μιρό, έναν Ματίς, έναν Μοντιλιάνι. «Συνειδητοποιήσαμε νωρίς ότι οι σπουδαίες συλλογές δημιουργούνται από συλλέκτες που στρέφονται στους καλλιτέχνες της εποχής τους και έχουν προσωπική επαφή μαζί τους» εξομολογούνταν η Ιντιθ στο περιοδικό «The New Yorker». Αυτό και έκαναν λοιπόν. Ο Βαν Γκογκ πουλήθηκε και στη θέση του αγοράστηκε ένας Ράουσενμπεργκ. Ακολούθησε ο Ρόι Λιχτενστάιν, την τέχνη του οποίου ο Μπρόουντ αρχικά θεωρούσε φάρσα, όπως άλλωστε και μεγάλο μέρος της σύγχρονης τέχνης. Επειδή όμως δεν πήγε τόσο μπροστά δίχως να παίρνει τα απαραίτητα μαθήματα στον δρόμο, γρήγορα αναθεώρησε. Σήμερα έχει στην κατοχή του ένα μεγάλο μέρος των έργων του Λιχτενστάιν, ανάμεσά τους και το «I…I’m Sorry», όπως επίσης και του Τζεφ Κουνς (ποιος θα το περίμενε ότι θα αγόραζε το γλυπτό «Ο Μάικλ Τζάκσον με τον Bubbles»), αλλά και της Σίντι Σέρμαν. Μέσω του Broad Art Foundation δανείζουν τα αποκτήµατά τους σε διάφορους πολιτιστικούς οργανισμούς σε όλον τον κόσμο ήδη από το 1984 και μέχρι σήμερα έχουν παρουσιαστεί σε περισσότερα από 500 µουσεία και γκαλερί.
H συλλογή έργων έγινε «ένας ψυχαναγκασμός και μια εξάρτηση» και κυρίευσε τη ζωή του τεχνοκράτη Μπρόουντ. Οπως λένε όσοι τον γνωρίζουν, η τέχνη ήταν για εκείνον το όχημα για μια λαμπερή κοινωνική ζωή, για ένα κύρος που θα τον διαχώριζε από τους υπόλοιπους (δισ)εκατομυριούχους της δυτικής ακτής. Τι πιο prestigious από το να συναναστρέφεσαι διευθυντές μουσείων, καλλιτέχνες και επιμελητές, αυτό το φαινομενικά ανέμελο και ευχάριστο κύκλωμα ανθρώπων που απαρτίζουν τον κόσμο της τέχνης; Εννοείται ότι θα έμπαινε σε αυτό με τους δικούς του όρους. Οι διαπραγματεύσεις που έκανε για την απόκτηση των έργων ήταν «λες και βρισκόταν ακόμη στο Ντιτρόιτ και έβγαζε 67,40 δολάρια την εβδομάδα», όπως λένε παλιοί συνεργάτες του.
Το αποτέλεσμα από όλη αυτή τη δραστηριότητα είναι τελικά μια συλλογή μεγάλου μεγέθους αλλά άνισης ποιότητας, η οποία δημιουργήθηκε με τη συνδρομή του γκαλερίστα Λάρι Γκαγκόζιαν αλλά και του εμπόρου τέχνης Τζέφρι Ντάιτς, επιμελητή της περίφημης γκαλερί Deitch Projects στη Νέα Υόρκη. «Ο Μπρόουντ έχει ορισμένα αριστουργήματα στην κατοχή του. Ομως ο στόχος του είναι η ποσότητα και να παζαρεύει τις τιμές και πολύ σπάνια αποκτάς σπουδαία έργα κατ’ αυτόν τον τρόπο» αποφαινόταν το περιοδικό «The New Yorker».
Το θησαυροφυλάκιο και το βέλο
Ο δύσκολος, έως και σκληρός με τους εργαζομένους του επιχειρηματίας Μπρόουντ ήθελε από την αρχή να μοιραστεί τη συλλογή του με τον κόσμο. «Τι θα τα κάναμε δύο χιλιάδες έργα; Θα ήμασταν σαν μια από εκείνες τις κυρίες που έχουν υπερβολικά πολλά παπούτσια» έχει πει η σύζυγός του Ιντιθ. Ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου των μεγάλων μουσείων της πόλης και υπεύθυνος και για τη δημιουργία τους τουλάχιστον όσον αφορά την περίπτωση του MOCA, ο Μπρόουντ βρισκόταν το δίχως άλλο μέσα στα πράγματα. Αφότου απέσυρε τελευταία στιγμή τη συλλογή του από αυτό που θα γινόταν το BCAM (Broad Contemporary Art Museum) και το οποίο είχε σχεδιάσει ο Ρέντσο Πιάνο ως μια επέκταση του LACMA το 2008, αποφάσισε ότι ήθελε να χτίσει ένα δικό του κτίριο για να στεγάσει τη συλλογή του. Και το ήθελε στην καρδιά της πόλης, στην Grand Avenue, συντροφιά με τους μεγάλους χώρους πολιτισμού της πόλης όπως το ΜOCA και το Walt Disney Concert Hall. Το όραμά του ήταν ευρύτερο. Ο σχεδόν απρόσιτος για τους πεζούς δρόμος θα μετατρεπόταν στα Ηλύσια Πεδία του Λος Αντζελες και το δικό του κτίριο θα ήταν η Αψίδα του Θριάμβου.
Ποιος αρχιτέκτονας θα το αναλάμβανε; Σίγουρα όχι ο Φρανκ Γκέρι. Οχι επειδή δύο κτίρια Γκέρι στον ίδιο δρόμο θα τύφλωναν τους περαστικούς με τη λάμψη τους (ο Γκέρι έχει σχεδιάσει το Walt Disney Concert Hall), αλλά διότι ο starchitect και ο συλλέκτης δεν έχουν την καλύτερη σχέση. Ας αναφέρουμε ενδεικτικά ότι το σπίτι του Μπρόουντ θυμίζει το ιδίωμα του αρχιτέκτονα αλλά δεν φέρει τη σφραγίδα του καθώς το σχεδίασε μεν, αλλά ολοκληρώθηκε από κατασκευαστές σύμφωνα με τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη του. Λέγεται, και μάλλον δεν πρόκειται για αστικό μύθο, ότι ο Γκέρι του είχε πει να φύγει από το γραφείο του και ότι δεν ήθελε να τον ξαναδεί μπροστά του. Το Μουσείο Broad σχεδιάστηκε τελικά από τους Νεοϋορκέζους Diller Scofidio + Renfro.
Το παρατσούκλι του είναι «Το θησαυροφυλάκιο και το βέλο» (the vault and the veil) καθώς ο σχεδιασμός του επικεντρώθηκε στην αποθήκη των έργων του, ένα μέρος που συχνά βρίσκεται όχι μόνο μακριά από τις αίθουσες των εκθέσεων αλλά και εκτός του κτιρίου. Ο όγκος του «θησαυροφυλακίου» γίνεται αντιληπτός εξωτερικά μέσα από μια οπή και παίζει κομβικό ρόλο στην εμπειρία του επισκέπτη στο μουσείο. Εξωτερικά, μια διάτρητη κατασκευή από φάιμπεργκλας (το βέλο) αγκαλιάζει το κτίριο με την πορώδη επιφάνειά του που θυμίζει κηρήθρα και λειτουργεί ως φίλτρο για το φυσικό φως που μπαίνει στο κτίριο. Απ’ όταν άνοιξε τις πόρτες του το 2015 το μουσείο έγινε talk of the town σε κλίμακα που θύμιζε την αίσθηση που είχε προκαλέσει η δημιουργία του Μουσείου Γκετί πριν από περίπου δύο δεκαετίες. Από τότε περισσότεροι από 1,7 εκατ. επισκέπτες έχουν περάσει το κατώφλι του. Οι Μπρόουντ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βελτιώσουν την πρόσβαση καθώς διαμόρφωσαν μια δημόσια πλατεία 2.200 τ.μ. και βελτίωσαν τον περιβάλλοντα χώρο. To μουσείο στοίχισε γύρω στα 140 εκατ. δολάρια συν τα 200 εκατ. που έδωσε το ζευγάρι ως «προίκα» για να καλυφθούν λειτουργικά έξοδα της τάξεως των 12 εκατ. τον χρόνο. Ετσι κατακτάται η υστεροφημία.

