Αιώνες της Μικράς Ασίας
Το νέο βιβλίο της Ελένης Γλύκατζη–Αρβελέρ συνοψίζει εύληπτα την τρισχιλιετή πορεία του μικρασιατικού ελληνισμού πριν από την Καταστροφή
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Είθισται η επέτειος ενός μείζονος γεγονότος με διάρκεια στον χρόνο να κινητοποιεί την ιστορική κοινότητα νωρίς, ιδιαίτερα όταν η απήχησή της προβλέπεται έντονη. Το κύμα των έργων για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για παράδειγμα, εμφανίστηκε στη δυτική ιστοριογραφία ήδη από το 2012, δύο χρόνια πριν από τη συμπλήρωση 100 ετών από την έναρξή του. Στην περίπτωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας αυτό δεν συνέβη: ελάχιστα ήταν τα σχετικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2019 και η ροή δεν αυξήθηκε στη συνέχεια, αν και η εκατονταετηρίδα της Συνθήκης των Σεβρών ή της εκλογής του Νοεμβρίου του 1920 και της επανόδου του βασιλιά Κωνσταντίνου αποτελούσαν μια ενδιάμεση σχετική αφορμή. Ενας πιθανός λόγος είναι η έλξη της διακοσιετηρίδας του 1821 προς τον ακαδημαϊκό κόσμο η οποία απέληξε σε εκρηκτική ερευνητική παραγωγή.
Ωστόσο, βασικότερο αίτιο αποτελεί η πολιτογράφηση της περιόδου 1919-1922 στην καταληκτική χρονολογία της – «της εθνικής αυτής τραγωδίας που καταγράφεται στη μακραίωνη ελληνική ιστορία ως η κατ’ εξοχήν Καταστροφή», όπως επιγραμματικά σημειώνει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στον πρόλογο του βιβλίου της Μικρασία, καρδιά του ελληνισμού (εκδ. Gutenberg). Εναυσμα αναστοχασμού για τα πεπραγμένα της εποχής, συνεπώς, θα αποτελέσει τόσο για τη δημόσια όσο και για την ακαδημαϊκή ιστορία η λύση του δράματος, η απώλεια και ο ξεριζωμός ως σταθμός της συλλογικής μνήμης του 20ού αιώνα. Εισαγωγικό στην ιστορία, τον πολιτισμό, τη διαμόρφωση της κοινωνίας του μικρασιατικού ελληνισμού, το έργο της Αρβελέρ εκδίδεται στην αρχή μιας εκδοτικής πύκνωσης.
Η βυζαντινή ακμή
Διακεκριμένη ιστορικός, πρώτη γυναίκα πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, όπου δίδαξε επί δεκαετίες, και πρώτη γυναίκα πρύτανής του, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ έχει μελετήσει εκτεταμένα τους βυζαντινούς μέσους χρόνους (Γιατί το Βυζάντιο, εκδ. Μεταίχμιο, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, Σας μιλώ για το Βυζάντιο, εκδ. Ερμής, είναι τρία από τα πιο γνωστά σχετικά βιβλία της που κυκλοφορούν στα ελληνικά). Εξ ου και σημαντικό μέρος του τωρινού της έργου αφορά τη μεσαιωνική περίοδο. Χωρίς να παραλείπει τη σημασία του χώρου ήδη από την εποχή των ομηρικών επών, η Αρβελέρ διεξέρχεται με συντομία το διάστημα της αρχαιότητας ως τον μετασχηματισμό του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ο πλήρης εξελληνισμός και εκχριστιανισμός της περιοχής που παρατηρείται πλέον τον 4ο αιώνα μ.Χ., έκδηλος τόσο στην καταγωγή των σημαντικότερων πατέρων της Εκκλησίας όσο και στην ανάπτυξη ισχυρών αιρέσεων, αποτελεί δείκτη της ζωτικότητάς της για το μέλλον της αυτοκρατορίας: ο υλικός πλούτος και το ανθρώπινο δυναμικό της την καθιστούν πολιτικό και πολιτισμικό επίκεντρο, έτσι ώστε «η βυζαντινή εποχή αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο μεγαλειώδη περίοδο της ιστορίας του μικρασιατικού ελληνισμού».
Πολιτισμική αυτοτέλεια
Κατά τα τέλη της, από τον 13ο αιώνα και στα χρόνια της Λατινοκρατίας, εντοπίζει η συγγραφέας την αρχόμενη ανάδυση της εθνικής ιδέας, την οποία θα ακολουθήσει μετά την πτώση του 1453 η «λαϊκή πεποίθηση» της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης την οποία στη μορφή αυτή ταυτίζει με τη «Μεγάλη Ιδέα». Την ίδια στιγμή ωστόσο οι εξελίξεις προηγούμενων αιώνων μεταβάλλουν την κοινωνική σύνθεση της Μικράς Ασίας: η έλευση των Σελτζούκων και των Οθωμανών Τούρκων απολήγει σε μαζικούς εξισλαμισμούς και σε βάθος χρόνου (τον 15ο-16ο αιώνα) στην προοδευτική υποχώρηση των χριστιανών σε μειοψηφία.
Πολιτισμικά, ωστόσο, το ελληνικό στοιχείο διατηρεί την αυτοτέλειά του μετά την οθωμανική κατάκτηση, ανέρχεται στη διοικητική ιεραρχία και ευνοείται ιδιαίτερα από την εμπορική ανάπτυξη των μέσων του 19ου αιώνα που συνεπάγεται και πληθυσμιακή αύξηση.
Τα διατάγματα του 1839 και του 1856 που ορίζουν την περίοδο του Τανζιμάτ (των Οθωμανικών Μεταρρυθμίσεων) ευνοούν τη μετανάστευση από τα νησιά του Αιγαίου (Χίο, Σάμο, Λέσβο, Ρόδο), την Πελοπόννησο, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Πρόκειται για μια αντίστροφη πορεία σε σχέση με εκείνη του 1821, όταν κάτοικοι των αιγαιακών παραλίων μετέβαιναν στην Ελλάδα ως αγωνιστές της Επανάστασης: η Αρβελέρ υπενθυμίζει τη μεμονωμένη εθελοντική προσχώρηση αλλά και τη συγκρότηση ταγμάτων, όπως της «Ιωνικής Φάλαγγας» η οποία συγκροτήθηκε το 1826 από τον Σμυρνιό Ιωάννη Καρόγλου, πολέμησε κατά του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια και στην Αττική, για να διαλυθεί μετά την ήττα στον Ανάλατο το 1827.
Με την εξέταση της σχέσης Εκκλησίας και κοινωνίας, της παιδείας και του πνευματικού βίου των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου κατά τη στιγμή της τελευταίας ακμής τους, πριν από την καταστροφή και την προσφυγιά, ολοκληρώνεται η εξιστόρηση του βιβλίου. (Επιλογικά, η συγγραφέας προτείνει ως χρέος μνήμης την εντατικοποίηση των μικρασιατικών σπουδών με την ίδρυση εξειδικευμένων πανεπιστημιακών εδρών και κέντρων μελέτης.) Τα γεγονότα και τα αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής θα αποτελέσουν αναμφίβολα το εστιακό σημείο πολλών από τις αναμενόμενες προσεγγίσεις, όμως η εύχρηστη και ευσύνοπτη ιστορική επισκόπηση της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ αποτελεί μια κατάλληλη εισαγωγή στο υπόβαθρό τους για ένα ευρύ κοινό.

