Επτά χρόνια. Τόσος ήταν ο χρόνος που χρειάστηκε να περιμένει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προκειμένου να έρθει η στιγμή για να πάρει μια νέα πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, πριν από την πολυαναμενόμενη επιστροφή του στο Οβάλ Γραφείο, στις 9 Μαΐου όπως ανακοινώθηκε, θα έχει μεσολαβήσει μια ίσως ακόμη σημαντικότερη συνάντηση πίσω στη γειτονιά μας.

Οπως είναι γνωστό, ο τούρκος πρόεδρος ετοιμάζεται να υποδεχθεί στην Αγκυρα τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία η Τουρκία δεν έχει σταματήσει να αναζητεί τρόπους για να διεκδικήσει ρόλο διαμεσολαβητή. Οι διαδοχικές συναντήσεις πρώτα με Πούτιν και στη συνέχεια με Τζο Μπάιντεν γεννούν σίγουρα ερωτηματικά για το εάν ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να μπει σφήνα στις διεργασίες που έχουν δειλά ξεκινήσει για πιθανές ειρηνευτικές συνομιλίες. Οι Αμερικανοί, από τη δική τους μεριά, ενδιαφέρονται να ακούσουν από πρώτο χέρι το τι θα ειπωθεί από το στόμα του Πούτιν στη συνάντηση με τον Ερντογάν. Ο λόγος φυσικά είναι ότι εν μέσω του πολέμου τέτοιες συναντήσεις είναι ιδιαίτερα σπάνιες, καθώς δεν υπάρχουν πολλοί σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ που να επιθυμούν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι μαζί του.

Από εκεί και πέρα, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ βλέπουν με καλό μάτι τον διαμεσολαβητικό ρόλο που μπορεί να παίξει η Τουρκία για την επαναλειτουργία της συμφωνίας για τα ουκρανικά σιτηρά. Το συγκεκριμένο θέμα συζητήθηκε εκτενώς κατά την πρόσφατη επίσκεψη του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στην Ουάσιγκτον.

Οι ΗΠΑ στηρίζουν πλήρως τις προσπάθειες της Τουρκίας για την αναβίωση της συμφωνίας, αλλά υπό ένα διαφορετικό πλαίσιο καθώς τονίζουν την ανάγκη να βρεθεί ένα νέο «modus operandi» που θα διασφαλίζει ότι τα εμπορικά πλοία δεν θα δέχονται επιθέσεις και θα μεταφέρουν με ασφάλεια τα σιτηρά.

Οπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, η πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο ήταν μια από τις βασικές απαιτήσεις που είχε βάλει η τουρκική πλευρά στο τραπέζι του ανατολίτικου παζαριού το οποίο είχε στηθεί για την έγκριση της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Η Αγκυρα είχε πιέσει πολύ έντονα για το συγκεκριμένο θέμα και μάλιστα σε ανώτατο πολιτικά επίπεδο. Οι Αμερικανοί, πάλι, δεν πήραν αυτή την αντισυμμαχική συμπεριφορά προσωπικά. Ετσι, μετά τη συμφωνία με την Αγκυρα για τα F-16, διακρίνουν μια ευκαιρία επαναπροσέγγισης και θεωρούν την επίσκεψη Ερντογάν στον Λευκό Οίκο ως ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Θα έλεγε κανείς ότι παρά τις πολλές παρεκκλίσεις της Τουρκίας, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να πιαστεί από όπου μπορεί για να δημιουργήσει ένα θετικό μομέντουμ στη διμερή σχέση.

Η έμφαση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Αφρική

Η επανεμφάνιση της ρωσικής απειλής σίγουρα βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς έχει ενεργοποιήσει αντανακλαστικά που είχαν να φανούν από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Υπό αυτό το πρίσμα, ακούμε όλο και συχνότερα από αξιωματούχους στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι η Τουρκία μπορεί να παίξει κάποιον ευρύτερο ρόλο σε περιοχές όπως η Κεντρική Ασία και η Αφρική, όπου οι ΗΠΑ είναι απρόθυμες πλέον να εμπλακούν. Μάλιστα, στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην Αφρική, θεωρώντας ότι είναι μόνο θετικό ένας νατοϊκός σύμμαχος να έχει ρόλο και να λειτουργεί ως αντίβαρο στις δράσεις της Κίνας και της Ρωσίας.

Ωστόσο, τα προβλήματα που ταρακουνούν ανά διαστήματα τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν είναι λίγα και δεν πρόκειται να εξαφανιστούν εύκολα. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στις πρόσφατες συζητήσεις που έγιναν στο πλαίσιο του Στρατηγικού Μηχανισμού, όπου καμία από τις δύο χώρες δεν έκανε ούτε ένα βήμα στο θέμα των Κούρδων της Συρίας – τους οποίους οι Αμερικανοί επιθυμούν να υποστηρίξουν επειδή «έβαλαν πλάτη» στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους στη χώρα, ενώ οι Τούρκοι θέλουν να τους εμποδίσουν από το να αποκτήσουν δικό τους αυτόνομο «κρατίδιο» στη Βόρεια Συρία.

Φυσικά ο Ερντογάν γνωρίζει ότι το κοστούμι του καλού και προβλέψιμου συμμάχου δεν του ταιριάζει. Και από ό,τι φαίνεται δεν τον ενδιαφέρει να το φορέσει. Αντί, λοιπόν, να συμμορφωθεί, κοιτάζει να γίνει χρήσιμος, θεωρώντας ότι αυτή η στρατηγική θα του επιτρέψει να διατηρήσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, χωρίς όμως να θυσιάσει κανένα από τα βασικά θέματα.

Οι Αμερικανοί πάλι δεν τον έχουν χρίσει ως μεσάζοντα ή κάποιου είδους αγγελιοφόρο στο Ουκρανικό. Συγχρόνως, όμως, δεν πρόκειται να τον αποθαρρύνουν και να μη χρησιμοποιήσουν τις «καλές υπηρεσίες» του όπου και όταν αυτές μπορούν να φανούν χρήσιμες.

«Καλωσόρισμα» από Κούρδους και Αρμένιους

Παρ’ όλα αυτά, η άφιξη του τούρκου προέδρου στην Ουάσιγκτον δεν θα είναι τόσο ανέφελη. Οπως πληροφορούμαστε, οι αρμενικές και κουρδικές οργανώσεις ετοιμάζονται ήδη να του προσφέρουν ένα «θερμό καλωσόρισμα» έξω από τον Λευκό Οίκο, ενώ και σε πολιτικό επίπεδο θα υπάρξουν αντιδράσεις. Ειδικότερα, δεν έχει διαφύγει την προσοχή του Κογκρέσου ότι η Τουρκία δεν έχει ακόμη απολογηθεί για την επίθεση που έκαναν οι άνδρες της ασφάλειας του Ερντογάν εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών κατά την τελευταία επίσκεψη του τούρκου προέδρου στην Ουάσιγκτον το 2017.

Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, που ήδη βρίσκεται στα σκαριά, θα εστιάζει στις πρακτικές διεθνούς καταστολής (transnational repression) που χρησιμοποιεί η Τουρκία και θα επιδιώκει να φέρει σε άβολη επικοινωνιακά θέση τον πρόεδρο Μπάιντεν, ο οποίος μέσα σε μια δύσκολη προεκλογική περίοδο βλέπει το προφίλ του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να τσαλακώνεται στα μάτια της προοδευτικής του βάσης.

Αλλά όλα αυτά μάλλον είναι ψιλά γράμματα για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οπως άλλωστε είπαμε, ο τούρκος πρόεδρος θέλει οι Αμερικανοί να τον βλέπουν περισσότερο ως «απαραίτητο» παρά ως «καλό» σύμμαχο.