Ποίηση, επανάχρηση, μεταμόρφωση, δημοκρατικοποίηση, προσοχή στη λεπτομέρεια. Πρόκειται για λέξεις που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στον λόγο του Ζαν-Φιλίπ Βασάλ και το νιώθεις ότι δεν είναι κενές περιεχομένου. Ολες αντανακλώνται στη μακρά του πορεία και συνεισφορά στην αρχιτεκτονική μαζί με τη σύντροφό του Αν Λακατόν, με την οποία ίδρυσαν το γραφείο Lacaton & Vassal το 1987 για να φτάσουν τελικά την ιδέα της βιώσιμης επανάχρησης σε άλλα επίπεδα προτού αρχίσει να κερδίζει έδαφος ως η τάση του μέλλοντος. Το διακρίνεις και στην ίδια του την παρουσία όπως και σε εκείνη της Λακατόν, στην απλότητα και στην αμεσότητα της επαφής τους με τους ανθρώπους, κι ας πρόκειται για δύο πολυβραβευμένους αρχιτέκτονες με ύψιστες διακρίσεις, αφενός με Pritzker (2021), αφετέρου με Μies van der Rohe (2019), αλλά και με το Παγκόσμιο Βραβείο Βιώσιμης Αρχιτεκτονικής για την ανακαίνιση κτιρίων κοινωνικής στέγασης.

Maison Latapei (1993) στο Φλουαράκ της Γαλλίας.
© Laurent Chalet / Pritzker Prize

Οταν συναντηθήκαμε το πρωί πριν από την τελετή απονομής του βραβείου Pritzker στον Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, ο Βασάλ δεν είχε προλάβει να δει καλά την ελληνική πρωτεύουσα, μια πόλη που όπως θα πει έχει επισκεφθεί μόνο άλλη μία φορά, καθώς ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τη Λακατόν πριν από περίπου δέκα χρόνια έπειτα από πρόσκληση του φίλου τους Αριστείδη Αντονά, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, για να κάνουν ένα εργαστήριο για την οδό Ευριπίδου.

«Δυστυχώς δεν έχουμε κάνει κάποιο πρότζεκτ στην Ελλάδα, αλλά μας αρέσουν όσα ξέρουμε για τη χώρα, όπως και για την Αθήνα. Δεν αναφέρομαι μόνο στο παρελθόν της αλλά και στο παρόν της, καθώς προσπαθούμε να ενημερωνόμαστε για το τι συμβαίνει στην πόλη και στην κοινωνία της. Είμαστε όλοι Ευρωπαίοι και πρέπει να ενδιαφερόμαστε για ό,τι συμβαίνει στις γειτονικές μας χώρες».

Σπίτι στο Μπορντό (1999).
© Laurent Chalet / Pritzker Prize

Ωστόσο θα δηλώσει γοητευμένος από την Αθήνα, «μια πόλη με μυστήριο», κάτι που θα επικυρώσει όταν θα συναντηθούμε μετά την τελετή, όταν δηλαδή θα έχει περπατήσει στην πόλη, συγκεκριμένα στην περιοχή γύρω από τα Εξάρχεια, μαζί με τον Αντονά. «Η Αθήνα είναι πολύ ιδιαίτερη χάρη στη δομή της πολυκατοικίας, ενός πολύ ενδιαφέροντα κτιριακού τύπου όσον αφορά το πώς δομούνται οι χώροι ή τις πολλαπλές χρήσεις του. Για εμένα αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην αρχιτεκτονική δεν είναι να δημιουργεί κτίρια-αντικείμενα αλλά να λειτουργεί ως ένα ανοιχτό σύστημα που μεγαλώνει, επεκτείνεται. Είναι σημαντικό για μια πόλη να έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται, να είναι ανοιχτή στο καινούργιο και στην εσωτερική αλλαγή. Μπορείς να προσθέσεις ένα επίπεδο, ο χώρος ανάμεσα σε δύο κτίρια μπορεί να μεταμορφωθεί, υπάρχουν μαγαζιά που γίνονται διαμερίσματα που γίνονται μαγαζιά. Υπάρχει δυνατότητα ροής σε αυτό το σύστημα, να αφήνεις τον αέρα και τη ζωή να περνάει εντός του, υπάρχει δυναμισμός, υπάρχει δυνατότητα αλλαγής. Η αρχιτεκτονική δεν πρέπει ποτέ να εμποδίζει ή να διακόπτει τις ζωντανές διαδικασίες που συντελούνται εντός της. Η αρχιτεκτονική πρέπει να είναι μια υποδομή που επιτρέπει τη μεταμόρφωση και στην Αθήνα υπάρχει αυτό το στοιχείο».

Σπίτι στο Καπ Φερέ (1998).
© Laurent Chalet / Pritzker Prize

Αρχιτεκτονική και δημοκρατία

Ο Βασάλ και η Λακατόν έχουν αφιερώσει τη ζωή τους, θα έλεγε κανείς, σε τέτοιες πράξεις μεταμόρφωσης και όχι καταστροφής, είναι εξάλλου εκείνες που τους απέφεραν τα κορυφαία βραβεία στον τομέα τους. Για παράδειγμα, γιατί όταν τους δόθηκε η εντολή να γκρεμίσουν εκείνοι επέλεξαν να ανακαινίσουν, ασκώντας μάλιστα πίεση στη γαλλική κυβέρνηση με το μανιφέστο «Plus» (2004), μια επιλογή που βρήκε τρόπον τινά την κορύφωσή της όταν μεταμόρφωσαν τρία κτίρια-μεγαθήρια κοινωνικής στέγασης, συνολικά 530 κατοικίες της δεκαετίας του ’60 στο Μπορντό (2017), σε αξιοζήλευτα περιβάλλοντα για να ζεις (σημειωτέον, τα ενοίκια στα διαμερίσματα δεν αυξήθηκαν).

«Αυτά τα μεγάλα κτίρια κοινωνικών κατοικιών που υπάρχουν σε πόλεις της Γαλλίας χαρακτηρίζονται «άσχημα» κτίρια. Οταν όμως πας στο εσωτερικό τους και δεις τι έχουν κάνει οι κάτοικοι στα σπίτια τους, βλέπεις ότι είναι περιβάλλοντα πολύ χαριτωμένα, γεμάτα ζωή και ενέργεια, γιατί μέρα με τη μέρα έχουν προσπαθήσει να κάνουν το καλύτερο μέσα σε αυτούς τους τοίχους, με τα έπιπλα, τη διακόσμηση. Γι’ αυτό λέμε ότι θέλουμε να ξεκινάμε τον σχεδιασμό από μέσα και όχι από έξω. Να δούμε τι μπορούμε να βελτιώσουμε, πού μπορούμε να δώσουμε περισσότερο χώρο και φως. Προτού καταλήξουμε στο τι είναι όμορφο ή άσχημο πρέπει να είμαστε περίεργοι. Είμαι σίγουρος πως αυτό που συμβαίνει στο εσωτερικό των διαμερισμάτων στην Αθήνα είναι κάτι όμορφο, σε πολλές περιπτώσεις. Γιατί η πολιτιστική κληρονομιά δεν αφορά μόνο τα αρχαία μνημεία, τα οποία βεβαίως πρέπει να προστατεύονται, αλλά και τους χώρους και τα κτίρια που έχουν την ικανότητα να αλλάξουν, να βελτιωθούν. Αν το δεις από κοινωνιολογική σκοπιά, αυτή η προσέγγιση συνιστά μια πράξη καλοσύνης, καθώς η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία έχουν υπάρξει βίαιες και καταστροφικές για πολλά, πολλά χρόνια. Πρέπει να φανταστούμε σύγχρονους τρόπους σχεδιασμού που θα σέβονται το παρελθόν αλλά και το παρόν».

Το κτίριο της Σχολής Αρχιτεκτονικής της Ναντ (2009).
© Laurent Chalet / Pritzker Prize

Αλλα παραδείγματα από την εργογραφία τους είναι και η «μεταμόρφωση» του 16ώροφου Tour Bois-le-Prêtre (1962) στο Παρίσι, όπου βελτίωσαν 96 διαμερίσματα με νέες τυπολογίες, ή η αναμόρφωση του Μουσείου Palais de Tokyo στο Παρίσι, όπου πρόσθεσαν έναν ευμεγέθη υπόγειο χώρο.

Η σχεδιαστική φιλοσοφία των Βασάλ και Λακατόν θα μπορούσε να συνοψιστεί στην «ακρίβεια», τον «σχεδιασμό που ξεκινά από μέσα προς τα έξω», την «επανάχρηση», η οποία είναι «κάτι διαφορετικό από την ανακύκλωση και θα πρέπει να προηγείται», όπως θα εξηγήσει. Επιπλέον, περιλαμβάνει πολύ κόπο που δεν έχει να κάνει με προσχέδια, μετρήσεις και υπολογισμούς.

«Πρέπει να πάμε μέσα στην κατοικία να γνωρίσουμε τους ανθρώπους, να τους ακούσουμε, να πιούμε καφέ μαζί τους και από αυτή τη θέση να βελτιώσουμε τις συνθήκες ζωής τους και κατ’ επέκταση της πόλης. Δεν νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον να διοργανώνουμε μεγάλους διαγωνισμούς, νομίζω ότι οι πόλεις είναι γεμάτες μικρά ερωτήματα και υπάρχουν πολλοί αρχιτέκτονες που περιμένουν δουλειά και την ευκαιρία να τα απαντήσουν. Εχετε τόσους φοιτητές-μελλοντικούς αρχιτέκτονες, καθένας και καθεμία μπορεί να πάει σε ένα συγκεκριμένο σημείο της Αθήνας και να δουλέψει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι πολύ σημαντικό, γιατί έτσι επιτυγχάνεται η δημοκρατικοποίηση της αρχιτεκτονικής. Ενα ερώτημα που πρέπει να θέσουμε σε αυτά τα παιδιά είναι αν πρέπει να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την ίδια ποσότητα από τσιμέντο, γυαλί, ατσάλι ή πρέπει να επαναχρησιμοποιούμε».

Άλλο ένα παράδειγμα από την επανάχρηση πρώην εργατικών κατοικιών.
© Laurent Chalet / Pritzker Prize

Μικρές χειρονομίες, τεράστιος αντίκτυπος

Οπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η φιλοσοφία του Βασάλ και της Λακατόν απέχει παρασάγγας από την εντυπωσιακή (συχνά εντυπωσιοθηρική) προσέγγιση του κτιρίου-μνημείου και κράχτη τόσο της σπουδαιότητάς του όπως και της υπογραφής που το έχει σχεδιάσει.

«Δεν είμαι σίγουρος ότι χρειαζόμαστε νέα, μεγάλα μνημεία στις πόλεις, νομίζω ότι η άποψη πως η αρχιτεκτονική πρέπει να εντυπωσιάζει είναι μια τάση του παρελθόντος. Δεν λέω ότι έχει εξαφανιστεί τελείως, αν όμως κτίρια τέτοιου τύπου βρίσκονται παντού τότε τελικά κανείς δεν τα βλέπει πραγματικά. Η αρχιτεκτονική και η πόλη δεν είναι μια συλλογή από κτίρια-αντικείμενα σαν πάστες στο ράφι ενός ζαχαροπλαστείου. Πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να φτιάξουμε χώρους που θα κάνουν χαρούμενους τους ανθρώπους, με αρκετό φως, αέρα και ελευθερία. Δεν πιστεύω στις μεγάλες χειρονομίες. Η συσσώρευση πολλών μικρών πρότζεκτ, σχεδόν αόρατων, θα προκαλέσει μεγαλύτερο impact από ό,τι ένα μεγάλο κτίριο σε κάποιο σημείο της πόλης. Θα υπάρχουν πάντα και τα μεγάλα πρότζεκτ, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να εστιάζουν περισσότερο σε ποιητικές διαστάσεις παρά στην κλίμακα του μνημειακού γιατί η κοινωνία αλλάζει. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με την ενέργεια, τα υλικά που χρησιμοποιούμε, να δίνουμε έμφαση στην ακρίβεια – συχνά βλέπουμε τις πόλεις από απόσταση, δεν εστιάζουμε στις λεπτομέρειες -, ώστε να βρίσκουμε τις κατάλληλες απαντήσεις σε ζητήματα που ανακύπτουν. Και μετά οι λύσεις θα είναι πολύ οικολογικές, οικονομικές».

Προτού σκεφθεί κανείς «για ποιον χτυπά η καμπάνα;», να πούμε ότι ο Ζαν-Φιλίπ Βασάλ δεν έχει δει, όπως είπε, τα σχέδια για το νέο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο που θα φέρει τη σφραγίδα Τσίπερφιλντ. Ούτως ή άλλως η προσέγγιση του έτερου Pritzker είναι διαφορετική, καθώς οι Βασάλ-Λακατόν βρίσκονται πιο κοντά στη σχεδιαστική φιλοσοφία του Φράνσις Κέρε, κατόχου του βραβείου Pritzker για το 2022.

Η Αν Λακατόν και ο Ζαν-Φιλίπ Βασάλ.
© Laurent Chalet / Pritzker Prize

«Για εμάς, όπως και για τον Φράνσις, το θέμα του κατοικείν είναι πολύ σημαντικό. Με αυτό δεν εννοούμε μόνο το διαμέρισμα ή το κτίριο, αλλά και τον δρόμο, τον δημόσιο χώρο, την πρόσβαση στη βιβλιοθήκη και τα μουσεία. Λοιπόν θυμάμαι πολύ έντονα μια εικόνα από τον Βόλο, όταν μετά το μάθημα πήγαμε σε ένα μέρος δίπλα στη θάλασσα. Είχε μεγάλα δέντρα που έκαναν πολύ ωραία σκιά. Φυσούσε ένα φρέσκο αεράκι, ο ήλιος έλαμπε και ακούγαμε τον παφλασμό της θάλασσας. Λέει λοιπόν ο Αριστείδης: «Τι παραπάνω χρειαζόμαστε;». Ναι, όλα αυτά είναι μια απίστευτη πολυτέλεια. Αντίστοιχα, πολλές φορές μπορείς να δημιουργήσεις απίστευτους χώρους με σχεδόν τίποτα αλλά με ό,τι υπάρχει ήδη εκεί».

Είναι ένας τρόπος σκέψης ή μια τεχνογνωσία, αν θέλετε, που αποκτήθηκε όταν ο γεννημένος στο Μαρόκο Βασάλ και η γεννημένη στη Γαλλία Λακατόν εργάστηκαν για μία πενταετία στον Νίγηρα αφότου αποφοίτησαν από τη Σχολή Αρχιτεκτονικής και Τοπίου του Μπορντό (ENSAPBx), όπου συναντήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70. «Μάθαμε ότι μπορούσαμε να κάνουμε πολλά με σχεδόν τίποτα, κάποιες φορές αρκούσαν δύο-τρία κλαδιά και μια οροφή από ψάθα. Αυτή η ιδέα τού να δουλεύεις με τα ελάχιστα και ήδη υπάρχοντα υλικά μάς αποκάλυψε τον πλούτο που ανακαλύπτεις όταν κατανοείς ότι ορισμένοι χώροι έχουν ανάγκη μόνο τα απολύτως απαραίτητα».

Ο Βασάλ θα αναφερθεί τέλος και στη στεγαστική κρίση που ταλαιπωρεί την Ευρώπη: «Οι συνθήκες στέγασης είναι χειρότερες από ό,τι πριν από 50 χρόνια. Εχει συμβάλει και το Αirbnb σε αυτή την κατεύθυνση, το οποίο εξυπηρετεί τους τουρίστες και τους πλούσιους. Στο κέντρο της Αθήνας ή του Παρισιού, για να πω για μια πόλη που γνωρίζω καλύτερα, άνθρωποι που μένουν σε μικρά διαμερίσματα χωρίς πολλά ποιοτικά χαρακτηριστικά προτιμούν να τα νοικιάζουν ως Αirbnb και να μένουν στα περίχωρα σε ακόμα χειρότερα διαμερίσματα, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο θα βγάλουν περισσότερα χρήματα. Επειτα, στη Γαλλία υπήρχε για χρόνια ένα πολύ έξυπνο σύστημα κοινωνικής στέγασης και αυτό σταδιακά αποσαθρώθηκε εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που έδωσε χώρο στους επενδυτές. Περισσότερα από 200.000 σπίτια γκρεμίστηκαν για να δώσουν χώρο σε νέες επενδύσεις με νέα κτίρια. Κάθε πόλη ισχυρίζεται ότι θέλει να κάνει affordable housing, όμως στην πραγματικότητα δίνουν χώρο και δύναμη στους επενδυτές που εστιάζουν στο κέρδος. Είναι ένα δύσκολο πρόβλημα το οποίο απαιτεί μια συλλογική απάντηση από πλευράς αρχιτεκτόνων. Από κάπου πρέπει να ξεκινήσει. Γι’ αυτό σας μιλάω για τις μικρές πράξεις. Ακόμα και μία αρκεί για να «μολύνει» σταδιακά όλο το σύστημα».