Το καλαίσθητο σπίτι του Βασίλη Θεοχαράκη και της συζύγου του Μαρίνας δεν είναι ένας απλός τόπος κατοικίας, αλλά ένας χώρος δημιουργικότητας στον οποίο κάθε γωνιά συνδέεται με τον κόσμο της τέχνης. Από τα περίτεχνα γλυπτά που έχει συλλέξει ο ίδιος στη διάρκεια των αμέτρητων ταξιδιών του στην Απω Ανατολή – το οφείλει κυρίως στην πολυετή και στενή επαγγελματική του σχέση με την Ιαπωνία –, τα οποία φωτίζουν με τα έντονα χρώματά τους τα έπιπλα και τις βιτρίνες του σαλονιού, έως τους επιβλητικούς πίνακες που κρέμονται στους τοίχους, κάθε δωμάτιο, κάθε διάδρομος αποτελεί και μια μικρή γκαλερί με έργα τέχνης διαφορετικών περιόδων και τεχνοτροπιών. Αν και στους τοίχους κρέμονται και σημαντικές δημιουργίες άλλων σπουδαίων ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του δασκάλου του, Σπύρου Παπαλουκά (1892-1957), πρόδρομου της γενιάς του ’30, του Αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967), εκ των πιο σημαντικών εκπροσώπων της ζωγραφικής τέχνης της μεταπολεμικής Ελλάδας, και του μαθητή του, του Υδραίου Παναγιώτη Τέτση (1925-2016), τα περισσότερα από τα έργα είναι φιλοτεχνημένα από τον ίδιο τον κ. Θεοχαράκη, ο οποίος εκτός από επιτυχημένος επιχειρηματίας είναι και ένας αεικίνητος ζωγράφος, απολύτως αφοσιωμένος στην τέχνη του.

Επί τουλάχιστον επτά δεκαετίες, όσες μετρά η στενή σχέση του 93χρονου επιχειρηματία με τη ζωγραφική, της αφιερώνει καθημερινά 4-5 ώρες. Είτε απομονωμένος στα ατελιέ του που βρίσκονται στις οικίες του στη Φιλοθέη και στο Λαγονήσι, είτε μέσα στο φουσκωτό tender του – δεμένο σε μια βραχώδη ακρογιαλιά –, ακόμη και στο πολυτελές σκάφος του στα ανοιχτά της θάλασσας που τόσο αγαπά, ο Βασίλης Θεοχαράκης παραμένει συνεπής στο ραντεβού του με τη ζωγραφική, όπως μας περιγράφει ο ίδιος: «Το πρωί πάω στη δουλειά μου νωρίς. Αν και πλέον έχει αναλάβει τη διοίκηση των επιχειρήσεών μου η κόρη μου Ντένη, πηγαίνω κι εγώ καθημερινά (εκτός από το μικρόβιο της επιχειρηματικότητας, η κόρη του έχει κληρονομήσει και το ταλέντο του στη ζωγραφική, αφού και η ίδια είναι ζωγράφος, απόφοιτη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, με ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό). Οταν τελειώσω έρχομαι, τρώω και ξαπλώνω λιγάκι. Εν συνεχεία πηγαίνω στο ατελιέ μου και μένω από 4 έως 5 ώρες. Η μέρα μου είναι γεμάτη. Ετσι είναι ο χαρακτήρας μου, δεν κάθομαι με τίποτα, και αυτή η αφοσίωση στην τέχνη με γεμίζει σαν άνθρωπο, σαν μυαλό. Νομίζεις ότι οι επιχειρήσεις μένουν; Τον Μποδοσάκη ποιος τον ξέρει; Τον Παρθένη τον θυμούνται όλοι».

Οπως μας πληροφορεί, στο ίδρυμα που δημιούργησε ο ίδιος ως προσφορά στους Ελληνες και το οποίο φέρει το όνομά του, δεν προλαβαίνει να πάει (Ιδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη, το οποίο «έχει στο κέντρο των ενδιαφερόντων του τις εικαστικές τέχνες και τη μουσική στην Ελλάδα και παγκοσμίως, με κύριο άξονα την εμφάνιση και εξέλιξη του μοντέρνου στον 20ό και τον 21ο αιώνα»), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παραμένει δραστήριο. Μέχρι και την επόμενη Κυριακή, 22 Οκτωβρίου, θα φιλοξενείται εκεί η αναδρομική παρουσίαση του έργου του Γιάννη Γαΐτη με τίτλο «Η ουσία του απρόσωπου», που τιμά τα 100 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου δημιουργού.

Οσο για την προσωπική του δουλειά, τον περασμένο Σεπτέμβριο εγκαινιάστηκε στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Υδρας από την υπουργό Τουρισμού Ολγα Κεφαλογιάννη η ατομική του έκθεση με τίτλο «Γλαυκή θάλασσα» (έως τις 16 Νοεμβρίου). Η θεματική αυτή έκθεση, την επιμέλεια της οποίας έχει ο κ. Τάκης Μαυρωτάς, υπεύθυνος των εικαστικών προγραμμάτων του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη, περιλαμβάνει τριάντα και πλέον αντιπροσωπευτικές ελαιογραφίες και υδατογραφίες των τελευταίων χρόνων δουλειάς του κ. Θεοχαράκη, ο οποίος δηλώνει ότι είναι η αγαπημένη του: «Μου ζήτησαν από το Μουσείο να κάνω την έκθεση. Αν και είναι η μικρότερη που έχω κάνει, με ευχαρίστησε περισσότερο από όλες. Ηταν διαλεγμένα πολύ ωραία τα έργα και ο κόσμος έχει δείξει πολύ ενθουσιασμό. Αυτό δεν το έχω δει και σε πολύ μεγαλύτερες εκθέσεις». Στην ερώτηση ποιο από τα έργα του είναι το αγαπημένο του, η απάντησή του είναι ότι δεν ξεχωρίζει κανένα και εξαιρετικά σπανίως τα χαρίζει, καθώς δεν θέλει να τα αποχωρίζεται.

Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο Σπύρος Παπαλουκάς και οι πατρικές ενστάσεις

Αναμφισβήτητα, τη μεγαλύτερη επιρροή στη ζωγραφική του Βασίλη Θεοχαράκη την άσκησε ο Σπύρος Παπαλουκάς. Επί πεντέμισι χρόνια, και παράλληλα με τις απαιτητικές σπουδές του στη Νομική Αθηνών, ακολουθούσε μαθήματα από τον μεγάλο έλληνα ζωγράφο στην Κυπριάδου στα Ανω Πατήσια: «Ηταν ένας γαλήνιος άνθρωπος που απέφευγε να σου μιλήσει. Δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής του. Με πολύ ευγενικό τρόπο σού υπεδείκνυε πού έκανες λάθος και τι θα έπρεπε να διορθώσεις. Τα πρώτα μου έργα έμοιαζαν πολύ με εκείνα του Παπαλουκά. Ηταν μια φάση που πέρασε. Οσα έργα απέμειναν στο ατελιέ του, η κόρη του μου τα έδωσε και τα έχω κλειδωμένα στο Ιδρυμα. Γιατί έναν Παπαλουκά για να τον αγοράσεις σήμερα θα πρέπει να δώσεις και 5 εκατομμύρια».

Ο πατέρας του, από την άλλη, δεν ήταν το ίδιο υποστηρικτικός τα πρώτα εκείνα χρόνια της ενασχόλησής του με την τέχνη. «Ο πατέρας μου δεν με ήθελε ζωγράφο. Θυμάμαι μια μέρα που ζωγράφιζα στον Πειραιά και με είδε. Καθόμουν κοντά στον σιδηρόδρομο, από την άλλη μεριά, σε κάτι σκαλάκια που υπάρχουν ακόμη εκεί. Ο πατέρας μου ήταν στον Πειραιά, καθώς είχαμε μαγαζί και εκεί εκτός από την Αθήνα, όπου πουλούσαμε ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Καθόμουν και ζωγράφιζα και είχε σχηματιστεί μπουλούκι γύρω μου. Περνάει ο πατέρας μου με την κουρσάρα του και σταμάτησε να δει τι γίνεται. Βλέπει εμένα μπροστά του και θυμωμένος έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου με δύναμη και έφυγε. Η μητέρα μου όμως είχε και εκείνη ταλέντο. Ζωγράφιζε βεντάλιες και άλλα αντικείμενα. Της έκανα εγώ μαθήματα, τη δίδαξα όσα είχα μάθει και ήταν αρκετά καλή. Δεν έχουν μείνει όμως πολλά έργα της καθώς, σε αντίθεση με εμένα, εκείνη τα χάριζε δεξιά και αριστερά».

Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Το ατελιέ

Κατεβαίνοντας στον κάτω όροφο της οικίας συναντούμε ίσως τον πιο προσωπικό χώρο του κ. Θεοχαράκη, εκείνον που περισσότερο εκφράζει τον ίδιο και σου δίνει να καταλάβεις ποιος είναι. Την ημέρα της επίσκεψής μας σε περίοπτη θέση έστεκαν τρεις πίνακες, οι τελευταίοι που είχε δουλέψει. Τα έργα τραβούν αμέσως την προσοχή μας με τη ζωντάνια τους. Μας δείχνει τον έναν εκ των τριών, που απεικονίζει τη θάλασσα τη νύχτα λέγοντάς μας ότι ήταν εκείνος που τον παίδεψε περισσότερο: «Εκτός του ότι είναι δύσκολο να ζωγραφίσεις ένα καλό φεγγάρι, παιδεύτηκα πολύ να αποτυπώσω και όλα τα κύματα».

Οπως φαίνεται και σε πολλά από τα έργα του, η τρικυμιώδης θάλασσα ανέκαθεν γοήτευε τον καλλιτέχνη, ο οποίος έχει κινδυνέψει προκειμένου να βρεθεί μπροστά της και να την αποτυπώσει στο χαρτί. Τα βράχια και τα επικίνδυνα σημεία της το ίδιο. Οντας κυρίως τοπιογράφος, με τον ίδιο τρόπο αγαπά και τα βουνά και μαγεύεται από όλες τις ομορφιές της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών, όπως του Μαρόκου, που τον έχουν εμπνεύσει πολύ για τις δημιουργίες του.

Επίσης, σε δεσπόζουσα θέση στο ατελιέ, για να ξεχωρίζει από τους άλλους πίνακες, βρίσκεται το πορτρέτο της αγαπημένης του Μαρίνας, με την οποία έχει ζήσει τα τελευταία 60 χρόνια της ζωής του και έχει δημιουργήσει την οικογένειά του, τις δύο του κόρες, τα έξι εγγόνια και τη δισέγγονή του. Η ίδια είναι πάντοτε στο πλευρό του, υποστηρικτική σε κάθε του προσπάθεια, επιχειρηματική και καλλιτεχνική. Αλλο πορτρέτο που ξεχωρίζει είναι εκείνο του Καβάφη: «Δεν με ενθουσίαζε ποτέ η ποίηση μέχρι που διάβασα Καβάφη. Διάβαζα ξανά και ξανά τα ποιήματά του μέχρι που τα έμαθα απ’ έξω. Εως πολύ πρόσφατα μπορούσα και να τα απαγγέλλω».

Κρεμασμένοι στους τοίχους αμέτρητοι ακόμη πίνακες, μερικοί εκ των οποίων έχουν φιλοτεχνηθεί από τη μητέρα και την κόρη του. Ο αριθμός τους τόσο μεγάλος που αναγκαστικά πολλοί από αυτούς είναι προσεκτικά ακουμπισμένοι ακόμη και στο πάτωμα, στον διάδρομο. Για τον καθένα όμως έχει να σου διηγηθεί μια ιστορία, να σου πει πού ακριβώς βρισκόταν όταν τον δημιούργησε και γιατί. Θυμάται με μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια τη συμμετοχή του σε ομαδική έκθεση που έκανε τον γύρο του κόσμου προς τιμήν του Τζόρτζιο ντε Κίρικο (1888-1978), του σπουδαίου ιταλού ζωγράφου, συγγραφέα και γλύπτη, ο οποίος γεννήθηκε στον Βόλο.

Τον ρωτάω αν θεωρεί ότι η τέχνη ήταν εκείνη που τον βοήθησε να διαπρέψει στη ζωή του, ακόμη και στις επιχειρήσεις: «Σε όλα βοήθησε. Και στην αγάπη βοηθάει. Είναι μια διέξοδος για όλα αυτά που αισθάνεσαι. Η τέχνη σού έρχεται σαν κεραυνός. Ξαφνικά και αναπάντεχα και δεν μπορείς να αντισταθείς. Απλώς την υπηρετείς». Οπως ακριβώς κάνει και ο ίδιος με συνέπεια σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του.