Ο όρος «κόστος ρύπων» μπήκε πρόσφατα στη ζωή μας και όχι με θετική χροιά. Είναι μια απειλή για την τσέπη μας. Πώς ανεβαίνουν οι ρύποι, πόσο κοστίζουν και γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους ρεύματος και κατά συνέπεια των λογαριασμών μας;
Ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι ρύποι είναι όλες οι εκπομπές άνθρακα, όλων των βιομηχανικών μονάδων, των μονάδων παραγωγής ρεύματος, ακόμη και των αεροπλάνων. Πρέπει να ελέγξουμε αυτές τις εκπομπές, ώστε να μην επιβαρύνεται το περιβάλλον και κατ’ επέκταση η υγεία μας; Η απάντηση είναι προφανής. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις, η Ευρώπη απάντησε ότι το κόστος ανήκει σε αυτόν που παράγει τους ρύπους. Με λίγα λόγια, «Ο ρυπαίνων πληρώνει».
Η ιστορία γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 2015. Οταν οι ηγέτες σχεδόν όλων των χωρών αποφάσισαν, ή μάλλον πείστηκαν, ότι πρέπει να κάνουν κάτι για το μέλλον του ανθρώπινου γένους και τη σωτηρία του περιβάλλοντος. Τότε ήταν που υπογράφηκε η Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή, ένα αναλυτικό και μακροπρόθεσμο action plan για τη συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη. Τα κράτη δεσμεύτηκαν να προετοιμαστούν και από το 2020 να εφαρμόσουν δράσεις που θα ρίξουν τη μέση θερμοκρασία κατά τουλάχιστον 2°C. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει μείωση 16% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 σε σχέση με το 2005.
Βασικό όχημα θα ήταν φυσικά η μείωση των εκπομπών. Συμφωνήθηκε τότε να χρησιμοποιηθεί μια βάση που μοιάζει με χρηματιστήριο. Αν θέλεις να ρυπαίνεις, πρέπει να πληρώνεις. Αν θέλεις να ρυπαίνεις πολύ, θα πληρώσεις περισσότερο. Σε αυτή τη βάση, όποιος επιλέγει να μειώσει την εξάρτησή του από τον άνθρακα, αλλά και να επενδύσει σε πιο «πράσινες» επιλογές, φυσικά θα εξοικονομεί και χρήματα, αφού δεν θα χρειάζεται να πληρώνει για τους ρύπους που θα παράξει. Γιατί όμως επιλέχθηκε ένα «χρηματιστήριο ρύπων»; Διότι κρίθηκε πως με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι δεν θα μπορούν πολιτικές και κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν στον στόχο.
Η χώρα μας, αν και κάνει γενναία βήματα προς την εξάπλωση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), ωστόσο εξακολουθεί να εξαρτάται για την ενεργειακή της επάρκεια από τον λιγνίτη, το πιο βλαβερό και ρυπαρό καύσιμο. Και έτσι και οι μονάδες της ΔΕΗ συμμετέχουν αναγκαστικά στο «χρηματιστήριο ρύπων». Και φυσικά αναγκάζονται να πληρώνουν τις εκπομπές τους ακριβά… Ειδικά το τελευταίο διάστημα, το κόστος των ρύπων έχει σχεδόν τριπλασιαστεί, ξεπερνώντας συχνά τα 25 ευρώ τον τόνο. Και παρότι μέχρι σήμερα το κόστος των ρύπων βάραινε εξ ολοκλήρου τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, με την εκτίναξη των τιμών, όμως, και με δεδομένη την οικονομική δυσχέρεια της εταιρείας, το πρόβλημα διογκώνεται.
«Ο ρυπαίνων πληρώνει», αλλά ο ρυπαίνων αδυνατεί… ήταν η απάντηση. Ετσι η πρόταση που έχει τεθεί είναι να μετακυληθεί το έξτρα κόστος στους καταναλωτές, μέσω ρήτρας CO2. Κάτι που θα σήμανε ουσιαστικά μια αύξηση στους λογαριασμούς κατά περίπου 4-5 ευρώ το τετράμηνο. Ακόμη δεν έχουν ληφθεί αποφάσεις. Ο πλανήτης ωστόσο δεν μπορεί να περιμένει.