Μια κατασκευή που μοιάζει να αιωρείται λες και πρόκειται για ένα διαστημόπλοιο που ίπταται, όχι σε κάποιο τυχαίο σημείο, αλλά 34 μέτρα πάνω από την πίστα δοκιμών Pista 500 της αυτοκινητοβιομηχανίας FIAT στο Τορίνο. Την έχει σχεδιάσει ο Ρέντσο Πιάνο, ονομάζεται  Lo Scrigno, σαν να λέμε «Το σεντούκι», και βρίσκεται πάνω από το Lingotto, το πρώτο εργαστάσιο του επιχειρηματικού κολοσσού στο Τορίνο.

Η αλήθεια είναι πως κρύβει πολλούς θησαυρούς μέσα του, για την ακρίβεια σπουδαία έργα των μεγάλων της Ιστορίας της Τέχνης, από τον Καναλέτο και τον Πικάσο έως τον Ρενουάρ και τον Ματίς. Αυτή είναι η Pinacoteca Giovanni e Marella Agnelli που περικλείει τη δωρεά του πανίσχυρου, σκιώδους «βασιλικού» ζεύγους της ιταλικής βιομηχανίας και της ιταλικής αριστοκρατίας Τζιοβάνι Ανιέλι (1921-2003) και της σύζυγου του Μαρέλα Καράτσιολο ντι Καστανιέτο (1927-2019) προς τη γενέτειρά του πρώτου, το Τορίνο. Μια προσεκτική επιλογή 25 πινάκων και γλυπτών που χρολογούνται από τον 18ο ως τον 20ό αιώνα, ένα μικρό αλλά σημαντικό δείγμα από τη συλλογή των περισσότερων από 400 έργων τέχνης που συγκέντρωσαν στη διάρκεια της ζωής τους και έφτασε να έχει μια αξία που φημολογούνταν ότι έφτανε τα 2,5 δισ. ευρώ.

Εργα που ήταν διασπαρμένα στις κατοικίες του ζεύγους ανά τον κόσμο, σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Παρίσι, Σεν Μόριτς και Κορσική, και τα οποία μετά και τον θάνατο της «Donna Marella» (όπως ήταν γνωστή η κομψή συμβία του Τζιοβάνι-Τζιάνι Ανιέλι) κληρονόμησε η μοναχοκόρη τους Μαργκερίτα το 2003. Ο αδερφός της Εντουάρντο είχε βρεθεί νεκρός τρία χρόνια νωρίτερα, αλλά το γεγονός ότι είχε αποποιηθεί το lifestyle της οικογένειας προς μεγάλη δυσαρέσκειά τους μάλλον δεν τον καθιστούσε έναν πιθανό διάδοχο.

Η Πινακοθήκη πρωτάνοιξε το 2002 για να στεγάσει αυτή τη δωρεά και τα έργα τοποθετήθηκαν βάσει των επιθυμιών του ζεύγους. Περιλάμβαναν και εξακολουθούν να περιλαμβάνουν έξι πίνακες του Τζοβάνι Αντόνιο Κανάλ, του βενετού ζωγράφου της εποχής του Ροκοκό που έμεινε γνωστός ως Καναλέτο (1697-1768), αλλά και επτά έργα του «πατέρα» του φωβισμού Ανρί Ματίς. Τη μικρή συλλογή συμπληρώνουν ο πίνακας του Εντουάρ Μανέ «La negresse» (περ. 1862), δύο δημιουργήματα του Πάμπλο Πικάσο – ένα δείγμα από τη Μπλε Περίοδο («L’ hetaire», 1901) και ένα από εκείνη του κυβισμού («Homme appuye sur une table», 1915-16) -, ένα έργο του Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ («La bagneuse blonde», 1882), πίνακες των θεμελιωτών του φουτουριστικού κινήματος Τζίνο Σεβερίνι και Τζιάκομο Μπάλα, του Αμεντέο Μοντιλιάνι καθώς και δυο όψεις της Δρέσδης φιλοτεχνημένες από τον ζωγράφο του αστικού τοπίου Μπερνάντο Μπελότο (1721-1780), αλλά και έργα του γλύπτη και σημαντικότερου εκπροσώπου του νεοκλασικισμού Αντόνιο Κανόβα (1757-1822).

Ο Τζον Ελκάν, πρωτότοκος γιος της Μαργκερίτα Ανιέλι και προσωπική επιλογή του Τζιάνι για να ηγηθεί της αυτοκρατορίας της FIAT, ξεκαθάριζε τις προθέσεις του ζεύγους όσον αφορά τη δωρεά τους στα θυρανοίξια της Πινακοθήκης το 2002: «Για πολύ καιρό ο παππούς μου σκεφτόταν ότι ήθελε να κάνει κάτι για την πόλη του, κάτι που θα έδειχνε πόσο ισχυρός είναι ο δεσμός του με τη γενέτειρά του. Και ήθελε να είναι κάτι που θα έκανε ο ίδιος προσωπικά, με τον δικό του τρόπο, θα είχε διάρκεια στον χρόνο και θα ενδυνάμωνε τη διεθνή ορατότητα και το πρεστίζ του Τορίνο. Σε όλη του τη ζωή τροφοδοτούσε το πάθος του για την τέχνη, κάτι που μοιραζόταν με τη γιαγιά μου και μετέδωσε σε όλη την οικογένεια». Το πάθος συνoδευόταν και από γούστο, άλλωστε τα έργα αποκτήθηκαν ύστερα από έρευνα και μελέτη. Οπως υποστήριζε εξαρχής το ζευγάρι, οι επιλογές τους δεν γίνονταν βάσει προγραμματικού πλάνου αλλά με γνώμονα την περιέργεια, την αγάπη για την τέχνη και τη χαρά που βίωναν μέσα από την εμπειρία της.

Aπό εργοστάσιο, πολιτιστικό τοπόσημο

Η ιδιαιτερότητα της Πινακοθήκης είναι βέβαια ότι βρίσκεται πάνω από το σύμπλεγμα κτιρίων που ήταν κάποτε πρώην εργοστάσιο αυτοκινήτων της FIAT και αποκαλείται Lingotto, όνομα δανεισμένο από την περιοχή στην οποία χτίστηκε στο Τορίνο. Εγκαινιάστηκε το 1923 και μετατράπηκε σε αρχιτεκτόνημα πολλαπλών χρήσεων από τον Ρέντσο Πιάνο στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Είχε ξεκινήσει να κατασκευάζεται το 1916 πάνω σε σχέδια του νεαρού τότε αρχιτέκτονα Τζιάκομο Ματέ-Τρούκο (1869-1934) και θεωρήθηκε το μεγαλύτερο εργοστάσιο αυτοκινήτων της εποχής του. Hταν ένα ασυνήθιστο, πρωτότυπο πενταώροφο κτίριο μήκους 500 μέτρων από οπλισμένο σκυρόδεμα και σπειροειδείς διαδροµές για να εκτίθενται τα αυτοκίνητα τα οποία έφταναν µέχρι την οροφή, όπου υπήρχε και υπάρχει µια πίστα δο- κιµών µήκους ενάµισι χιλιοµέτρου – η λεγόµενη La Pista 500. Hταν ένα κτίριο τόσο πρωτοποριακό για την εποχή του που ακόµα και ο ίδιος ο ανατρεπτικός ελβετός αρχιτέκτονας Λε Κορµπιζιέ το είχε αποκαλέσει ένα «από τα πιο εντυπωσιακά αξιοθέατα στη βιοµηχανία». Οταν άνοιξε το ιστορικό πλέον εργοστάσιο Mirafiori στην οµώνυµη περιοχή, το 1939, το Lingotto θεωρήθηκε ξεπερασµένο.

Παρ’ όλα αυτά έκλεισε τελικά το 1982, οπότε άρχισαν οι συζητήσεις για πιθανή διαφορετική χρήση του. Ο Τζοβάνι Ανιέλι και ο οικονομολόγος και εκτελεστικός διευθυντής της FIAT Τσέζαρε Ρομίτι προσκάλεσαν είκοσι αρχιτέκτονες, εννοείται τους πιο διάσημους του κόσμου, προκειμένου να τους παρουσιάσουν τις προτάσεις τους για τη νέα ζωή του κτιρίου Lingotto. Τελικά ήταν ο Ρέντσο Πιάνο εκείνος που θα εμφυσούσε νέα πνοή στο κτίριο και θα του προσέδιδε περισσότερες χρήσεις φροντίζοντας να διατηρηθεί η αρχιτεκτονική του ταυτότητα. Με τις εξωτερικές του όψεις να παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτες, πλέον διαθέτει συνεδριακό κέντρο και αμφιθέατρο, δυο ξενοδοχεία, γραφεία και καταστήματα. Στην πορεία στο κτίριο επέστρεψαν τα κεντρικά γραφεία του ομίλου FIAT και εγκαταστάθηκαν τμήματα του Πανεπιστημίου του Τορίνο. Διαθέτει επιπλέον και μια καινούργια προσθήκη ονόματι «Bubble», ήτοι «Φούσκα», όνομα και πράγμα καθώς πρόκειται για μια φουσκωτή κατασκευή από γυαλί, ένα meeting room στην οροφή του κτιρίου.

H Πινακοθήκη πλέον θέλει να πραγματοποιήσει ένα άνοιγμα σε μεγαλύτερο κοινό, να γίνει δηλαδή ένα ενεργό πολιτιστικό κέντρο στο οποίο θα μπορεί να προσφέρει περισσότερα από τη θέαση των έργων της δωρεάς.

Ανέκαθεν διοργανώνονταν σε αυτή μικρές εκθέσεις: για τον αρχιτέκτονα Ζαν Προυβέ, για τους βρετανούς εικαστικούς Gilbert & George, για τον βιομηχανικό σχεδιαστή Μαρτίνο Γκάμπερ, για τον ζωγράφο της Αναγέννησης Ραφαέλο, για έργα από άλλες ιταλικές συλλογές. Από πέρυσι όμως διαθέτει μια νέα διευθύντρια, την ιταλίδα ιστορικό τέχνης και επιμελήτρια Σάρα Κόζουλιτς, η οποία έχει αναλάβει την αποστολή να φέρει την Πινακοθήκη στη σύγχρονη εποχή και να την καταστήσει ένα κέντρο παραγωγής πρωτότυπων εκθέσεων σύγχρονης τέχνης – πάντα βέβαια σε επαφή και συνάρτηση με την υπάρχουσα συλλογή αλλά και την ιστορία και τον χαρακτήρα του κτιρίου Lingotto.

Ολα αυτά σε συνεργασία με ιδρύματα τέχνης της χώρας και του εξωτερικού, αλλά και μέσα από αναθέσεις εικαστικών πρότζεκτ φιλοτεχνημένων ειδικά για τους χώρους του κτιρίου – συμπεριλαμβανομένης και της εντυπωσιακής Pista 500 – από ιταλούς και διεθνείς καλλιτέχνες. Η 14μελής, αμιγώς γυναικεία, ομάδα που βρίσκεται πίσω από την Πινακοθήκη με σταθερή πρόεδρό της την εγγονή του ζεύγους Τζιάνι – Μαρέλα, Τζινέβρα Ελκάν, είναι αποφασισμένη να τα καταφέρει. Πρόσφατα διοργανώθηκε στην Πινακοθήκη, για παράδειγμα, ένα αφιέρωμα στην αμερικανίδα εννοιολογική καλλιτέχνιδα Λι Λοτζάνο (1930-1999), μια έκθεση που θα φιλοξενηθεί για κάποιους μήνες (αρχής γενομένης από τις 20 Σεπτεμβρίου) και στο Bource de Commerce της συλλογής Πινό στο Παρίσι.