Υπήρξαν αχώριστοι επί σχεδόν 45 χρόνια και η συμβίωσή τους ήταν αρμονική και αλληλοσυμπληρούμενη, μια οργανική σχέση που φαινόταν και, από ό,τι αποδείχθηκε, τελικά ήταν όντως από εκείνες που θα διακόπτονταν μόνο από τον θάνατο. Περίπου τέσσερις μήνες αφότου «έφυγε» η γνωστή γλύπτρια Σοφία Βάρη (στις 5/5), νικημένη από την επάρατη νόσο, την ακολούθησε και ο κολομβιανός σύζυγός της Φερνάντο Μποτέρο, στα 91 του χρόνια, από επιπλοκές πνευμονίας ύστερα από μια σύντομη νοσηλεία σε νοσοκομείο του Μόντε Κάρλο.

Εφυγε έχοντας κατακτήσει τη φήμη τού πιο γνωστού και αγαπητού καλλιτέχνη της Νότιας Αμερικής, δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι την απώλειά του ανακοίνωσε ο πρόεδρος της Κολομβίας Γκουστάβο Πέτρο, γράφοντας στην πλατφόρμα X: «Πέθανε ο ζωγράφος των παραδόσεων και των ατελειών μας, ο ζωγράφος των αρετών μας. Ο ζωγράφος της βίας και της ειρήνης μας».

Στον δε τόπο καταγωγής του, το Μεδεγίν, κηρύχθηκε επταήμερο πένθος όχι μόνο επειδή ο Μποτέρο έκανε αυτή την πόλη, που μαστιζόταν κάποτε από ναρκοσυμμορίες, γνωστή στα πέρατα της Γης, αλλά και επειδή την ευεργέτησε ποικιλοτρόπως μέσα από το πλούσιο φιλανθρωπικό του έργο. Για παράδειγμα, έχει δωρίσει έργα από τη συλλογή του στο Museo de Antioquia στο Μεδεγίν αλλά και στην Banco de la República στην Μπογκοτά, στην τελευταία περίπτωση αποτέλεσαν τη βάση για το Μουσείο Botero στην πρωτεύουσα της χώρας. Πρόκειται για έργα σπουδαίων καλλιτεχνών του 19ου και του 20ού αιώνα (Μαρκ Σαγκάλ, Πάμπλο Πικάσο, Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ κ.ά.) που βρίσκονταν στα σπίτια τους σε Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μόντε Κάρλο και Πιετρασάντα.

Πέντε δεκαετίες σε επαφή με την Ελλάδα

Η Σοφία Βάρη πρόλαβε να δει, ή για την ακρίβεια να ενημερωθεί, ότι 12 μνημειακά γλυπτά της θα βρίσκονται στην Park Avenue της Νέας Υόρκης, από την 53η ως την 62η οδό, σε μια δημόσια έκθεση που ξεκίνησε με την αφορμή της Διεθνούς Ημέρας Γλυπτικής και διοργανώθηκε σε συνεργασία με τη Nohra Haime Gallery και την επιτροπή γλυπτικής του Fund for Park Avenue, μεταξύ άλλων δημοτικών φορέων (έως τις 5/11). Εκείνος είχε αποτραβηχτεί εδώ και καιρό από τις μνημειώδεις διαστάσεις των έργων του, από τις δημόσιες εμφανίσεις και από τη συμμετοχή του σε εκθέσεις εμπορικών γκαλερί και από την παραμονή του σε κάποιο από τα πολλά σπίτια τους ανά τον κόσμο και περνούσε όλον τον χρόνο του στο Μόντε Κάρλο ζωγραφίζοντας μικρές ακουαρέλες.

Η εύθραυστη υγεία του δεν άντεξε το πλήγμα της απώλειας της αγαπημένης του γυναίκας, με την οποία διέγραψε σχεδόν πέντε δεκαετίες κοινής πορείας. «Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν στις 27 Ιουνίου. Δεν είχε πλέον θέληση για ζωή, δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο. Ηταν ένα ζευγάρι που υπήρξε αχώριστο όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμα και στη διάρκεια της ασθένειάς της η Σοφία είχε την έγνοια του και τον φρόντιζε η ίδια προσωπικά. Δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο» θα πει στο BHΜΑgazino η Μάγδα Μπαλτογιάννη-Καλλιτσάντση, υπεύθυνη για τη διοργάνωση εκθέσεων της Σοφίας Βάρη στην Ελλάδα, η οποία υπήρξε συνεργάτιδα και στενή φίλη (αλλά και κουμπάρα τους, καθώς το ζεύγος των διεθνών καλλιτεχνών ήταν εκείνο που την πάντρεψε). Οπως επίσης θα πει, «η τελευταία επιθυμία τού Μποτέρο ήταν να τοποθετηθεί η τέφρα του δίπλα στον τάφο της Σοφίας στην Πιετρασάντα». Θα είναι ένα μακρύ ταξίδι που θα ολοκληρωθεί αφότου εκτεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα στην Μπογκοτά αλλά και στο Μεδεγίν.

Η αγάπη για τη ζωγραφική και την Ελλάδα

Ο ίδιος ο Μποτέρο δεν ξέχασε ποτέ ότι ξεκίνησε από το υποβαθμισμένο Μεδεγίν προτού φτάσει να αφήσει στην Ιστορία της Τέχνης του 20ού αιώνα το ιδίωμα τού «boterismo». Αυτό το προσωπικό αποτύπωμα είχε διαμορφωθεί από τη διύλιση των διδαγμάτων των μεγάλων ζωγράφων. Τόσο εκείνων του ισπανόφωνου κόσμου όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Χουάν Γκρις, οι μεξικανοί μουραλίστας Ορόθκο, Ριβέρα, Σικουέιρος ή οι ανώνυμοι δημιουργοί της προκολομβιανής τέχνης και της παράδοσης των Ολμέκων αλλά και των σπουδαίων της ιταλικής Αναγέννησης όπως ο Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα.

Ωστόσο λάτρεψε και την Ελλάδα χάρη στη Σοφία Βάρη, η οποία δήλωνε και ένιωθε 100% Ελληνίδα. Αγαπούσε ιδιαίτερα και το σπίτι τους στην Αμάρυνθο, κοντά στην Ερέτρια της Εύβοιας, στο οποίο βρέθηκαν για τελευταία φορά τον περασμένο Σεπτέμβριο. Εκεί υπήρχε βέβαια και το εργαστήριό του, το οποίο είχε σχεδιάσει ο ίδιος ακριβώς όπως το ήθελε. «Ολα τους τα σπίτια τα αγαπούσαν. Απλώς στην Ελλάδα είχε την ευκαιρία να χτίσει το ατελιέ του, γιατί σε Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μεδεγίν, Πιετρασάντα, Μονακό τα είχε βρει έτοιμα. Στην Αμάρυνθο είχε σχεδιάσει τον τρόπο που θα έμπαινε το φως ώστε να έχει την κατάλληλη δόση που του ήταν απαραίτητη να δημιουργεί δίχως να αποσπάται η προσοχή του από το έργο του. Η ζωγραφική ήταν όλη του η ζωή. Οταν είχαν το σκάφος «Paloma», τη μία καμπίνα την είχε κάνει εργαστήριο και ζωγράφιζε. Εκανε μικρά έργα τα οποία για να στεγνώσουν τα κρεμούσε στην ντουλάπα» θα πει η Μάγδα Μπαλτογιάννη. Ο Μποτέρο, ένας αυθεντικός «Λατίνος» δηλαδή, «ήταν εξωστρεφής και ελεύθερο πνεύμα» και αισθανόταν κοντά στο σπίτι του στην Ελλάδα. «Είχαμε πάει μια κρουαζιέρα στα νησιά και σε καθένα που πηγαίναμε έλεγε: «Μα αυτό είναι ωραιότερο, μου αρέσει πιο πολύ»» θυμάται η ίδια. Η Ελλάδα, από την άλλη, δεν τον τίμησε όπως του άξιζε, σύμφωνα με την κυρία Μπαλτογιάννη: «Οταν έγινε η αναδρομική έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2006, ο κατάλογος εξαντλήθηκε αμέσως και δεν επανατυπώθηκε».

Η ίδια είχε, όπως θα πει, καθημερινή επικοινωνία με τη Σοφία Βάρη «σε όλα τα μέρη του κόσμου» όπου την έφερναν οι υποχρεώσεις του ζευγαριού. Είχαν γνωριστεί τη δεκαετία του ’90 στην Ιταλία. «Ηταν το 1997 στη Ρώμη, όπου είχα βρεθεί για μια έκθεση στην γκαλερί Il Gabbiano που παρουσίαζε έργα του Τσαρούχη. Οταν τελείωσε η έκθεση θα εγκαινιαζόταν μια καινούργια με κοστούμια που είχε σχεδιάσει ο Μποτέρo για την όπερα του Ντονιτσέτι «Το Κορίτσι του Συντάγματος». Τους γνώρισα, τους θαύμασα, αλλά η σχέση μας δεν είχε συνέχεια. Μετά μού σύστησε ξανά τη Σοφία η Μαρίνα Καρέλλα στη FIAC (σ.σ.: Foire Internationale d’Art Contemporain) του Παρισιού και αμέσως έγινε το «κλικ» μεταξύ μας. Της πρότεινα να της οργανώσω την έκθεση με τα μνημειακά γλυπτά της στην πλατεία Κοτζιά, όπως και έγινε. Η Σοφία ήταν εκείνη που μου είπε: «Θα ήταν ωραίο να φέρεις και τη δουλειά του Φερνάντο στην Ελλάδα, να διοργανώσεις μια έκθεση». Και έτσι βρεθήκαμε το 2006 με την έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Δεν είχα ποτέ θεσμικό ρόλο, αλλά εγώ έκανα τις επαφές για να καταφέρει να γίνει η έκθεση. Γίναμε πολύ φίλοι. Κάθε χρόνο άνοιγαν το σπίτι στην Ερέτρια και έκαναν πάρτι για τα γενέθλιά μου».

Ο ζωγράφος της πληθωρικότητας

Γεννημένος το 1932, ο Μποτέρο βρέθηκε ορφανός από πατέρα στα τέσσερά του χρόνια, όταν εκείνος, ένας περιπλανώμενος πωλητής, πέθανε ξαφνικά στα 40 του αφήνοντας πίσω τη μοδίστρα γυναίκα του με τρία παιδιά να αναθρέψει. Ενας θείος θέλησε να τον κάνει ταυρομάχο όταν ήταν μόλις 12 ετών, αλλά εκείνος είχε ήδη ανακαλύψει τη ζωγραφική και τον σκοπό του σε μια ζωή που θα τον πήγαινε πολύ πιο μακριά από τον μικρό κόσμο του Μεδεγίν με τις μπαρόκ εκκλησίες. Οι ταυρομάχοι ήταν αναπόφευκτα μία από τις αγαπημένες του θεματικές, μαζί με τις σκηνές από το τσίρκο, τα γυμνά και τους οίκους ανοχής, τις καθημερινές σκηνές στους δρόμους της Λατινικής Αμερικής και τις νεκρές φύσεις, τις προσωπικές αναπαραστάσεις εμβληματικών έργων από την Ιστορία της δυτικής τέχνης ως τα πορτρέτα των πολιτικών προσώπων αλλά και των ανθρώπων που συνδέονται με τη βία των καρτέλ ναρκωτικών της χώρας, όπως ο Πάμπλο Εσκομπάρ, ο οποίος υπήρξε επίσης «παιδί» του Μεδεγίν, ή τα βασανιστήρια σε βάρος των ιρακινών κρατουμένων στο Αμπου Γκράιμπ. Σε κάθε περίπτωση, ο Μποτέρο ζωγράφιζε ή σμίλευε μορφές ευτραφείς, στρογγυλεμένες, ογκώδεις, ένα μέσο για να εκφράσει τον αισθησιασμό της φόρμας με μια καθαρότητα που παρέπεμπε στη ζωγραφική της Αναγέννησης.