Οι πιο πολλοί αθλητικογράφοι που έγραψαν κάτι για τη σχέση τους με τον Γιάννη Ιωαννίδη αναφέρθηκαν σε προσωπικές τους στιγμές μαζί του και καλά έκαναν. Για δεκαετίες ήταν παράσημο η φιλία με τον Ιωαννίδη και στην πραγματικότητα πολύ λίγοι είναι αυτοί που ήταν αληθινά φίλοι του. Δεν ήταν και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου. Ωστόσο τα τραπέζια με τον Ιωαννίδη αποτελούν στο μυαλό μου στιγμές απόλαυσης.

Οι μεγάλες παρέες έχουν αρχίσει σιγά-σιγά και χάνονται, μια δική μου αντέχει. Εχοντας αρκετούς κοινούς γνωστούς τα τελευταία χρόνια, είχαμε πολλές φορές τη χαρά να τον φιλοξενήσουμε Δευτέρα βράδυ – συνήθως στους «Ψαράδες» της οδού Ζησοπούλου στο Παλαιό Φάληρο. Εκεί είχα κι εγώ την τύχη να διαπιστώσω πως ο Ιωαννίδης ήταν «περιβόλι» και «ηφαίστειο» συγχρόνως. Πολυπράγμονας όσο λίγοι και την ίδια στιγμή έτοιμος να σε γονατίσει με επιχειρήματα, αν είχες την κακή ιδέα να του πας κόντρα.

Με την ακρίβεια μεγάλου αφηγητή

Με τον Ιωαννίδη μπορούσες πραγματικά να μιλήσεις για τα πάντα: για μπάσκετ ίσως πιο πολύ, αλλά και για ποδόσφαιρο, για πολιτική, για διάσημους που γνώρισε, για ταινίες, για πίνακες – ήταν άλλωστε και συλλέκτης. Το ενδιαφέρον στην περίπτωσή του δεν ήταν ότι πάντα χρησιμοποιούσε στις διηγήσεις του λεπτομέρειες που γνώριζε μόνο ο ίδιος (οι αφηγήσεις του είχαν πάντα κάτι το αυτοβιογραφικό…), αλλά ότι είχε την ακρίβεια στην περιγραφή που χαρακτηρίζει τους μεγάλους αφηγητές. Δεν σου έλεγε, π.χ., «πίναμε καφέ στο ξενοδοχείο», αλλά σου περιέγραφε όλη την αίθουσα. Δεν σου έλεγε «συναντήθηκαν ο Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς και ο Ομπράντοβιτς», αλλά, αν είχε όρεξη, σου εξηγούσε πού έγινε το ραντεβού, ποιος έφτασε πρώτος, πώς αυτός το έμαθε. Ειδικά οι ιστορίες με πρωταγωνιστές τους «εχθρούς» του Σέρβους ήταν πάντα γεμάτες από λεπτομέρειες που θα έκαναν τον Τζον Λε Καρέ να πεθάνει από τη ζήλια του.

Σόουμαν και στις παρέες

Ο Ιωαννίδης μιλούσε πολύ, αλλά είχε μια αφηγηματική ικανότητα που ξεπερνούσε τα συνηθισμένα. Ηταν σόουμαν και στις παρέες. Ξεκινούσε πάντα μια ιστορία με ένα πλατύ χαμόγελο ως εισαγωγή. Ηταν βέβαιο πως την είχε πει δεκάδες φορές, αλλά σε έκανε να πιστεύεις πως θα σου πει κάτι που δεν έχει αποκαλύψει σε κανέναν ποτέ. Μετά απότομα σοβάρευε, σαν να μας μιλούσε σε τάιμ άουτ. Φυσικά ήταν πάντα απολαυστικό να παρακολουθεί κανείς τους υποτιθέμενους καβγάδες του με όποιον φίλο του τού έκανε ενστάσεις. «Μια χάρη σού ζήτησα, κόουτς: να με πάρεις στον Ολυμπιακό. Και δεν το ‘κανες» του είχε πει κάποτε ο Νίκος Φιλίππου, που ήταν αυτός που συνήθως μας τον έφερνε από τη Βούλα όπου έμεινε. «Κοίτα να δεις, είχα τότε να κυνηγάω τον Φασούλα, δεν μπορούσα να κυνηγάω κι εσένα» ήταν η απάντηση.

Η Λίβερπουλ και οι αλατιέρες

Ο Ιωαννίδης ήταν κάθε φορά σαν να περιμένει μια αφορμή για να μας καταπλήξει. Κάποτε εξηγούσε ένα πρόβλημα του Ολυμπιακού στο ποδόσφαιρο – ένα πρόβλημα στην επίθεση, μετά τη φυγή του Μήτρογλου. Ενας φίλος δεν τον παρακολουθούσε με την προσοχή που έπρεπε. «Τα λέω λάθος;» τον ρώτησε ο «Ξανθός»; «Οχι, αλλά εγώ είμαι Λίβερπουλ και δεν ξέρω το θέμα» του απάντησε ο συνομιλητής του. «Λίβερπουλ; Πολύ ωραία. Θα σου πω και για αυτή» είπε ο κόουτς και λάμψανε τα μάτια του. Κι άρχισε να του εξηγεί γιατί έχει αμυντικό πρόβλημα και τι πρέπει να αλλάξει ο Κλοπ.

Φυσικά και στο τραπέζι έπρεπε να προσέχεις. Επρεπε, π.χ., να κρατάς το μπουκάλι με το κρασί σωστά όταν του γεμίζεις το ποτήρι και ποτέ να μην κάνεις κόλπα κρατώντας το ανάποδα. Μακριά έπρεπε να είναι και οι αλατιέρες, μη σπάσει καμία και μας βρει συμφορά. Ολα αυτά ήταν γρουσούζικα πράγματα: όφειλες να τα ξέρεις. Και όφειλες και να ακούς.

Η πειθώ του με τους ιδιοκτήτες

Ο Ιωαννίδης όταν εξιστορούσε τα κατορθώματά του σπανίως αναφερόταν σε ματς που κέρδισε. Τον ένοιαζε να σου εξηγεί τι μυαλά κουβαλούσαν διάφοροι παίκτες με τους οποίους συνεργάστηκε. Αλλά και πώς έπειθε τους ιδιοκτήτες των ομάδων να τον ακούν. Κάποτε είχε πει πως αυτός έπεισε τον τότε αντιπρόεδρο του Ολυμπιακού Γιώργο Σαλονίκη να μπουν καρέκλες μέσα στο ΣΕΦ (τα περίφημα «court side baseline seats» που λένε και οι Αμερικάνοι). «Ο Σαλονίκης μου είπε «άσ’ το, Γιάννη, θα μείνουν άδειες και θα εξευτελιστούμε». Του είπα βάλε τριακόσιες και θα τις πουλήσω εγώ. Εχω δυο χιλιάδες φίλους, εύκολα θα βρω τρακόσιους να τις πάρουν για μένα. Και πουλήθηκαν τελικά πεντακόσιες» έλεγε.

Του αρκούσαν οι Σέρβοι

Ποτέ δεν τον άκουσα να λέει κακό για κανέναν έλληνα αντίπαλό του. Του αρκούσαν οι Σέρβοι – ιδανικοί «κακοί» στις μπασκετικές συζητήσεις του. Κι ήταν βέβαια ωραίο να ακούς τι έλεγαν και οι άλλοι για αυτόν παρουσία του. «Κάθε φορά πριν τα Αρης – ΠΑΟΚ διέδιδε στη Θεσσαλονίκη ότι με έχει κλείσει και θα με πάρει στον Αρη. Εχανα μια βολή σε ντέρμπι και το Αλεξάνδρειο «έβραζε»» είχε πει ένα βράδυ ο Παναγιώτης Φασούλας.

Κι ο «ξανθός» με ένα ποτήρι άσπρο κρασί στο χέρι απλά χαμογελούσε…