Για τον πλανήτη από το 2018 ως το 2023 άλλαξαν πολλά. Για τα εκπαιδευτικά του συστήματα δε, ακόμα περισσότερα: Στην πρώτη επίσημη παγκόσμια καταγραφή των επιπτώσεων στην Παιδεία που είχε η πανδημία COVID-19 τα αποτελέσματα σοκάρουν. Το «πέρασμα» της πανδημίας σάρωσε ακόμα και τις πιο προηγμένες οικονομίες του κόσμου, πολλές από τις οποίες αναζητούν ακόμη τρόπους να φέρουν τα παιδιά πίσω στο σχολείο.

Στην Ελλάδα, το «αδίκημα» ήταν ήδη ομολογημένο. Με τις ήδη χαμηλές επιδόσεις των ελλήνων 15άρηδων στην περίφημη εκπαιδευτική αξιολόγηση του PISA του ΟΟΣΑ, που ανακοινώθηκε τις προηγούμενες ημέρες, να πέφτουν ακόμα περισσότερο και να φτάνουν στο ιστορικά χαμηλότερο σημείο της τελευταίας δεκαετίας. «Αδίκημα» για το οποίο οι μόνοι που δεν φταίνε είναι οι ίδιοι οι μαθητές και οι μαθήτριες της χώρας, που ζητούν διαρκώς αλλαγές στο εκπαιδευτικό προφίλ της, περισσότερα projects στο σχολείο, παιδαγωγική προσέγγιση που να τους μαθαίνει τι ακριβώς χρησιμεύει η γνώση που παίρνουν στην καθημερινότητα και στη ζωή τους.

Στα παραπάνω, το υπουργείο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Αλλαγής αναγκάζονται να μελετήσουν ουσιαστικές αλλαγές και φιλοδοξούν να δώσουν μια καλύτερη εικόνα στην επόμενη μέτρηση του PISA το 2025, όπου -συμβολικά- θα αρχίσουν να εφαρμόζονται πλήρως τα νέα προγράμματα σπουδών στα σχολεία με τα νέα βιβλία τους.

Τα βασικά συμπεράσματα της μέτρησης

«Αυτή τη στιγμή καταγράφεται και διεθνώς ο μεγάλος αντίκτυπος της πανδημίας στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι» λέει στο «Βήμα» η εθνική συντονίστρια του προγράμματος PISA και αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Χρύσα Σοφιανοπούλου. «Οι συγκεκριμένες συνθήκες ήταν τόσο ακραίες και έκτακτες που δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι κάποια χώρα ήταν προετοιμασμένη». To γεγονός επιβεβαιώνεται και από το ότι στη λίστα των χωρών που συμμετείχαν υπάρχουν αρκετές στις οποίες σημειώθηκαν δυσκολίες στη διεξαγωγή του διαγωνισμού λόγω του κορωνοϊού.

Το δεύτερο συμπέρασμα, σύμφωνα με την κυρία Σοφιανοπούλου, είναι πως η συνύπαρξη πλειονεκτούντων και μειονεκτούντων μαθητών είναι κάτι που βοηθά και τις δύο ομάδες: τους μεν μαθητές χαμηλών επιδόσεων να ξεπεράσουν τις δυσκολίες μάθησης, αλλά και τους άλλους να είναι περισσότερο… προσγειωμένοι και συνεργάσιμοι.

Κύριο γνωστικό αντικείμενο το 2021 ήταν τα Μαθηματικά. Η καινούργια διάσταση των Μαθηματικών (αν και υπήρχε υποτυπωδώς τις προηγούμενες χρονιές) ήταν ο μαθηματικός συλλογισμός, κάτι που δεν διδάσκεται στη χώρα μας. Και αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη μας όταν μελετάμε τα αποτελέσματα των 15χρονων μαθητών μας στα Μαθηματικά (η βαθμολογία είναι χαμηλότερη κατά 21 μονάδες – 430 το 2022 από 451 το 2018).

Ο αθλητής και η θερμοπληξία

Ενα βασικό συμπέρασμα, το οποίο θα πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα σχετικά με τον προσανατολισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος, προκύπτει από τη συνειδητοποίηση του τι εξετάζει το PISA. «Δεν εξετάζει τις μαθηματικές γνώσεις» τονίζει η κυρία Σοφιανοπούλου. «Το PISA διερευνά το πώς οι μαθητές μπορούν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απέκτησαν στο σχολείο για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις της καθημερινής ζωής».

Και αναφέρει ένα παράδειγμα από τον τομέα των φυσικών επιστημών. «Δείξαμε μια προσομοίωση, ένα animation με έναν αθλητή που τρέχει μέσα στη ζέστη. Τα παιδιά είχαν τη δυνατότητα να αυξομειώσουν την ταχύτητά του, να καθορίσουν πόσα ποτήρια νερό θα πιει για να αποφύγει τη θερμοπληξία.  Θερμοπληξία ήξεραν τι είναι, το είχαν διδαχθεί, αλλά το τι σημαίνει για έναν αθλητή που τρέχει μέσα στη ζέστη, πόσο νερό θα πιει κ.λπ. για να την αποφύγει, αυτό δεν το ήξεραν. Δεν είναι ένας μαθηματικός τύπος, είναι κάτι που απαιτεί κριτική και συνδυαστική σκέψη των γνώσεων που ήδη κατέχουν».

Ποια χαρακτηριστικά έχουν τα σχολεία που παρουσιάζουν διαχρονικά καλά αποτελέσματα στο PISA; Η κυρία Σοφιανοπούλου αναφέρει δύο ενδεικτικά. «Οι χώρες στις οποίες τα σχολεία είναι περισσότερο αυτόνομα, δηλαδή οι διευθυντές και οι καθηγητές διαχειρίζονται με πιο μεγάλη αυτονομία τα σχολεία, αυτά φαίνονται να έχουν πιο υψηλές επιδόσεις. Δεύτερον, από τα δεδομένα της έρευνας φαίνεται πως όπου τα παιδιά κάνουν περισσότερες δραστηριότητες εκτός προγράμματος (όπως είναι οι όμιλοι που γίνονται στη χώρα μας στα πειραματικά), εκεί οι μαθητές έχουν καλύτερες επιδόσεις και στα υπόλοιπα μαθήματα. Γιατί αντιμετωπίζουν όλη την εκπαιδευτική διαδικασία και κοινότητα πιο θετικά».

Επιδόσεις και εκπαίδευση

Η ανά τρία χρόνια κατάταξη του PISA είναι το κύριο σημείο αναφοράς για τη σύγκριση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων μεταξύ των χωρών και συχνά έχει δώσει την ώθηση για μεταρρυθμίσεις. Τα τελευταία δεδομένα καθυστέρησαν στην ανακοίνωσή τους έναν χρόνο λόγω της πανδημίας.

Στην κύρια έρευνα PISA 2022 έλαβαν μέρος περίπου 690.000 μαθητές 81 χώρες (38 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και 43 επιπλέον χώρες – ο αριθμός των συμμετοχών κινείται αυξητικά από το 2000).

Στην Ελλάδα στα Μαθηματικά, στα οποία επικεντρώθηκε ο εφετινός διαγωνισμός (με τις φυσικές επιστήμες να ακολουθούν), σχεδόν όλοι οι μαθητές φάνηκαν πιο αδύναμοι, ενώ οι μαθητές με υψηλές επιδόσεις μειώθηκαν περισσότερο από ό,τι οι μαθητές με χαμηλές επιδόσεις.

Τι δείχνουν οι «διαγνωστικές εξετάσεις» στα ελληνικά σχολεία

Τα δύο τελευταία χρόνια διενεργούνται στη χώρα μας σε Δημοτικά και Γυμνάσια «Εθνικές εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα», με άκρως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ο επικεφαλής της επιτροπής για τη διενέργειά τους, πρόεδρος της ΑΔΙΠΠΔΕ κ. Ηλίας Γ. Ματσαγγούρας, διευκρινίζει εξαρχής:

«Οι «διαγνωστικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν στη Γλώσσα και στα Μαθηματικά δεν έχουν καμία σχέση με το διεθνές PISA, καθότι οι διαγνωστικές εξετάσεις εστιάζουν στην αναζήτηση του βαθμού στον οποίο οι μαθητές των σχολείων μας επιτυγχάνουν τους προβλεπόμενους στα Αναλυτικά Προγράμματα στόχους. Προς τον σκοπό αυτόν, αξιοποιούν ερωτήσεις “κλειστού” και “ανοικτού” τύπου διαβαθμισμένες σε τρία επίπεδα δυσκολίας. Τα γενικά συμπεράσματα από την εμπειρία των δύο ετών εφαρμογής τους είναι ότι η πλειονότητα των μαθητών Δημοτικού και Γυμνασίου ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στα δύο πρώτα επίπεδα δυσκολίας.

Αντίθετα, στο τρίτο επίπεδο, τα ποσοστά επιτυχίας είναι αρκετά μικρότερα – ιδίως σε συγκεκριμένους τομείς. Επίσης, μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε ότι τα αποτελέσματα εξαρτώνται από το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας – ιδίως της μητέρας. Βεβαίως, το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να βοηθήσει τα παιδιά οικογενειών χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και αυτό, σε ικανοποιητικό βαθμό, το επιτυγχάνει μέσα από τη φοίτηση στο Νηπιαγωγείο – ιδίως στην προνηπιακή τάξη.Τέλος, δεν επιβεβαιώθηκε το κοινωνικό στερεότυπο ότι «οι μαθήτριες είναι καλές στη Γλώσσα και αδύνατες στα Μαθηματικά» και οι μαθητές το αντίστροφο».

Ρωτήσαμε τον κ. Ματσαγγούρα με ποιον τρόπο αξιοποιούνται τα αποτελέσματα. «Τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων του σχολικού έτους 2020-2021 ήταν διαθέσιμα στις επιτροπές που ασχολούνται τόσο με την οριστικοποίηση των προγραμμάτων σπουδών όσο και με τη συγγραφή των νέων σχολικών βιβλίων. Σε επίπεδο εκπαιδευτικών προσανατόλισαν εκπαιδευτικούς προς τα ήδη διαθέσιμα προγράμματα επιμόρφωσης ενώ λαμβάνονται υπόψη για μελλοντικά προγράμματα. Σε ατομικό επίπεδο, τέλος, κατευθύνουν τους εκπαιδευτικούς στα σημεία που πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή» καταλήγει.