Νομοτελειακή εξέλιξη ήταν η έξαρση νοσηρότητας στην Κίνα, σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα. Η χώρα  που… εξήγαγε το 2019 τον φονικό τότε ιό SARS-CoV-2 ήταν και εκείνη που έλαβε τα πιο αυστηρά και παρατεταμένα μέτρα επιβάλλοντας μία σκληρή πολιτική και μηδενική ανοχή, όχι μόνον στην COVID-19 αλλά και στις διαμαρτυρίες των πολιτών. Συνεπακόλουθα, η κατάργηση της μάσκας, της απομόνωσης και των περιορισμών και η επιστροφή στην κανονικότητα άφησαν… εκτεθειμένο τον πληθυσμό σε κοινούς, πλην όμως ξεχασμένους, ιούς που ανέκαμψαν μετά την αποδυνάμωση του κορωνοϊού.

Πέρα όμως από το προφανές, οι ειδικοί ανά τον κόσμο βρίσκονται σε επιφυλακή αναζητώντας τεκμηριωμένα δεδομένα για όσα εκτυλίσσονται στην Κίνα, καθώς η απόκρυψη κρίσιμων δεδομένων από τους αξιωματούχους εκεί κατά το πρόσφατο παρελθόν είναι η αιτία που σήμερα έxει μπολιάσει η καχυποψία.

«Συναγερμός αν…»

«Η μυστικοπάθεια και η περιορισμένη πληροφόρηση της χώρας αυτής ήταν από τα βασικά αίτια της διασποράς της πανδημίας του κορωνοϊού. Σε όλους έρχεται στο μυαλό το τι ζήσαμε το φθινόπωρο του 2019 και στις αρχές του 2020. Για αυτό τον λόγο νομίζω η παρέμβαση του ΠΟΥ και η απαίτηση για ακριβή πληροφόρηση της κατάστασης είναι αναγκαία. Αν από την πληροφόρηση αυτή προκύψουν κρίσιμα επιδημιολογικά δεδομένα όπως γεωγραφική ή χρονική συσσώρευση των περιστατικών, δυσκολία απομόνωσης των αιτιολογικών παθογόνων κ.λπ.,  τότε πρέπει να σημάνει συναγερμός» σημειώνει στο «Βήμα» ο καθηγητής Πνευμονολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Τζανάκης.

Εν τούτοις, ο ίδιος συνιστά ψυχραιμία, καθώς τα όσα διαδραματίζονται σήμερα στην Κίνα συντελούν στο επικρατέστερο συμπέρασμα πως πρόκειται για ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. «Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η παρατηρούμενη έξαρση δεν είναι ανησυχητική ή μάλλον ότι είναι αναμενόμενη αν δεν επρόκειτο για μια χώρα με δείγματα αδιαφάνειας στην πληροφόρηση στα θέματα υγείας. Πιθανότατα όμως πρόκειται για την γνωστή αυξημένη επίπτωση λοιμώξεων του κατώτερου αναπνευστικού από γνωστά παθογόνα που ακολουθεί πάντα περιόδους αυστηρής καραντίνας όπως αυτή που ακολουθήθηκε στην Κίνα τα προηγούμενα τρία χρόνια» αναφέρει.

Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη πέρυσι τον χειμώνα και στη χώρα μας: Τα νοσοκομεία, με έμφαση στις παιδιατρικές παθολογικές κλινικές, κατέγραφαν πληρότητα που άγγιζε το 100%. Ασφυκτικές ήταν οι συνθήκες και στα ιδιωτικά ιατρεία των παιδιάτρων ανά τη χώρα, με τα παιδιά να εκδηλώνουν λοιμώξεις του αναπνευστικού σε συμπυκνωμένο χρονικό διάστημα.

Υψηλά κρούσματα στις ΗΠΑ

«Η ανάκαμψη των κοινών αναπνευστικών ασθενειών κατά τη διάρκεια του πρώτου χειμώνα μετά τη χαλάρωση των πανδημικών μέτρων – όπως η υποχρεωτική χρήση μάσκας και οι περιορισμοί στα ταξίδια – είναι ένα καταγεγραμμένο μοτίβο σε άλλες χώρες. Τον Νοέμβριο του 2022 ο αριθμός των ατόμων που νοσηλεύτηκαν με γρίπη στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο υψηλότερος που είχε σημειωθεί για εκείνη την εποχή του έτους από το 2010» υπογραμμίζεται σε σχετικό δημοσίευμα του έγκριτου επιστημονικού περιοδικού «Nature».

Η εξήγηση είναι κοινή για τη συντριπτική πλειονότητα των επιστημόνων ανά τον κόσμο: Οι πανεθνικοί αποκλεισμοί και άλλα μέτρα που εφαρμόστηκαν για την επιβράδυνση της εξάπλωσης της COVID-19 εμπόδισαν την κυκλοφορία εποχικών παθογόνων, δίνοντας στους ανθρώπους λιγότερες ευκαιρίες να αναπτύξουν ανοσία έναντι αυτών των μικροοργανισμών. Το φαινόμενο αυτό, όπως δήλωσε στο βρετανικό «Science Media Centre» ο Francois Balloux, υπολογιστικός βιολόγος στο University College του Λονδίνου (LCE), είναι γνωστό ως «χρέος ανοσίας».

Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως εκτός από τους κοινούς ιούς, οι αξιωματούχοι στην Κίνα απέδωσαν τις πνευμονίες και στο (επίσης κοινό) βακτήριο μυκόπλασμα. Εν τούτοις προβληματισμό προκαλεί το γεγονός πως αύξηση κρουσμάτων πνευμονίας από μυκόπλασμα καταγράφεται το τελευταίο διάστημα σε έξι ευρωπαϊκές χώρες, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Νοσημάτων (ECDC), αλλά και στις ΗΠΑ. Οπως σημειώνουν οι ειδικοί του Κέντρου, η αύξηση αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες, όπως η πτώση της πληθυσμιακής ανοσίας λόγω των μέτρων στο πλαίσιο της πανδημίας.

Παρ’ όλα αυτά, οι επιδημιολόγοι επισημαίνουν πως υπάρχει μια «κόκκινη γραμμή» που διαχωρίζει τις τεκμηριωμένες από τις αβάσιμες ή συγκεχυμένες θεωρίες, που μπορεί να οδηγήσουν σε… ολισθηρά μονοπάτια και συμπεράσματα, όπως ότι τα περιοριστικά μέτρα ευνοούν εν τέλει τη μετάδοση των ιών.

«Το ανοσιακό χρέος δεν συνέβη μόνο λόγω των μέτρων, αλλά επειδή ο SARS-CoV-2 μεταδίδεται με τον ίδιο τρόπο όπως οι λοιποί αναπνευστικοί ιοί, δηλαδή, μέσω των σταγονιδίων του αναπνευστικού, και επιπρόσθετα κατά τα πρώτα χρόνια της πανδημίας ήταν πολύ πιο μολυσματικός από τους υπόλοιπους ιούς του αναπνευστικού. Το αποτέλεσμα ήταν να τους εκτοπίσει», διευκρινίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Παρασκευής.

Και συνεχίζει: «Στους ιούς ο κανόνας που ισχύει είναι ότι ο ανταγωνισμός αυτός που υπερτερεί στα χαρακτηριστικά, δηλαδή στην ικανότητά του να μεταδίδεται, είναι και αυτός που θα επικρατήσει στην κούρσα – αυτός που θα καταφέρει να προσβάλει τα περισσότερα άτομα. Aξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και απουσία μέτρων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η κυκλοφορία των υπόλοιπων ιών του αναπνευστικού θα ήταν σχεδόν μηδαμινή». Ο κορωνοϊός θα κυριαρχούσε, εξοστρακίζοντας προσωρινά τους άλλους αναπνευστικούς ιούς από την κοινότητα.

«Αντίστροφα, συνέβη τον χειμώνα του 2022-2023, όπου η γρίπη και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) υπερτερούσαν σε μολυσματικότητα έναντι του SARS-CoV-2, να μας απασχόλησαν περισσότερο σε σχέση με τον τελευταίο. Συμπερασματικά, η ικανότητα ενός ιού να μεταδίδεται αποτελεί μια σύνθετη παράμετρο που περιλαμβάνει την ικανότητα του ιού να μολύνει τον άνθρωπο και την ανοσία στην κοινότητα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο» καταλήγει ο κ. Παρασκευής. Και συμπληρώνει με νόημα πως αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως η άρση των μέτρων (τόσο στην Κίνα όσο και σε άλλες χώρες τον περασμένο χειμώνα) δεν είναι η μοναδική ούτε η κύρια παράμετρος εμφάνισης των άλλων αναπνευστικών ιών. «Επίσης αξίζει να τονίσουμε ότι τα μέτρα ελήφθησαν ως αναγκαία κατά την πανδημία, για να αποτρέψουμε νοσηλείες και θανάτους από έναν νέο ιό, για τον οποίο δεν υπήρχε ανοσία αλλά ούτε διαθέσιμα μέσα, όπως εμβόλια και φάρμακα, για την αντιμετώπισή του».