Κοντεύουν δύο χρόνια από την καταστροφική πυρκαγιά στη Βόρεια Εύβοια που σημάδεψε τις ζωές των κατοίκων, οι οποίοι ακόμη παλεύουν με τα… φαντάσματα που άφησε πίσω της. Ανάμεσά τους και ο καμένος αμίαντος, ο οποίος ακόμη δεν έχει απομακρυνθεί από τις ιδιωτικές εκτάσεις. Εκεί, πλάκες ελενίτ παραμένουν εκτεθειμένες, σαν υγειονομική βόμβα που έχει απασφαλιστεί.

Τον περασμένο Οκτώβριο, 14 μήνες μετά τις μεγάλες φωτιές, ολοκληρώθηκε από ιδιωτική εταιρεία η αποκομιδή 13 τόνων αμιάντου που βρίσκονταν εκτεθειμένοι σε δρόμους και δημόσιες εκτάσεις στη ευρύτερη περιοχή της Αγίας Αννας. Σε σπίτια και αγροτικές εκμεταλλεύσεις, όμως, οι πλάκες αμιαντοτσιμέντου παραμένουν πάνω σε καμένους τοίχους που χάσκουν ή στο έδαφος «κρυμμένες» ανάμεσα σε εγκαταστάσεις που κατέρρευσαν, με τους κατοίκους να αγωνιούν για τις επιπτώσεις στην  υγεία τους αλλά και στο περιβάλλον.

Η πρόβλεψη του νόμου

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 48 του Ν. 4819/2021) εντός τριών μηνών από μια καταστροφή οι ιδιοκτήτες ακινήτων πρέπει να υποβάλουν αίτημα στην αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης για την απομάκρυνση των επικινδύνων υλικών από την ιδιοκτησία τους, όπως και έκαναν οι πληγέντες της Βόρειας Εύβοιας. Η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας διαβίβασε τα αιτήματα που της υποβλήθηκαν στο Σώμα Επιθεώρησης Νότιας Ελλάδας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), το οποίο προχώρησε και στους ελέγχους (στις 2-3 Δεκεμβρίου 2021 και στις 7-8 Φεβρουαρίου 2022) στις πληγείσες περιοχές του Δήμου Μαντουδίου – Λίμνης – Αγίας Αννας.

Οι «Ράμπο» των περιβαλλοντικών ελέγχων εντόπισαν απόβλητα αμιάντου σε 40 κτίσματα και οικίες που επλήγησαν από τις πυρκαγιές του Αυγούστου 2021, τα οποία πρέπει να απομακρυνθούν καθώς δεν επηρεάζονται μόνο τα συγκεκριμένα σημεία, αλλά και οι γειτονικές ιδιοκτησίες, αφού ο αέρας και οι βροχές μπορεί να παρασύρουν τις καρκινογόνες ίνες του αμιάντου πολύ μακριά.

Έκτοτε, όμως, οι αρμοδιότητες για την υλοποίηση του έργου έγιναν «μπαλάκι» από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση στις υπηρεσίες του ΥΠΕΝ, από εκεί στο γραφείο του πρώην πρωθυπουργού και πίσω στην Αποκεντρωμένη.

Η λύση με τον διαγωνισμό

Τελικά, στα τέλη του 2022 η Γενική Γραμματεία Συντονισμού Διαχείρισης Αποβλήτων, προκειμένου να λυθεί ο… γόρδιος δεσμός, πρότεινε να διερευνήσει την ενδεδειγμένη λύση και να προχωρήσει σε διαγωνισμό για το έργο, ενώ τον έλεγχο υλοποίησής του θα έχει από κοινού με την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας. Η εισήγηση έγινε δεκτή σε κυβερνητικό επίπεδο και έτσι αποφασίστηκε να αναλάβει τη διαγωνιστική διαδικασία για την επιλογή του αναδόχου που θα εκτελέσει τις εργασίες, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν εξασφαλιστεί οι απαιτούμενοι πόροι.

Ετσι, όπως αναφέρει στο «Βήμα» ο Γενικός Γραμματέας Διαχείρισης Αποβλήτων, κ. Μανώλης Γραφάκος, κλήθηκαν τέσσερις εξειδικευμένες εταιρείες, οι οποίες είχαν εκτελέσει αντίστοιχες εργασίες στο Μάτι Αττικής, από τις οποίες ζητήθηκε να πραγματοποιήσουν επιτόπια επιθεώρηση και να εκτιμήσουν το σχετικό κόστος διαχείρισης. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι εργασίες διαχείρισης αμιάντου εκτελούνται μόνο από Επιχειρήσεις Αφαίρεσης – Κατεδάφισης (ΕΑΚ) που είναι εγγεγραμμένες στο μητρώο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.

Στα τέλη Δεκεμβρίου του 2022 οι τέσσερις εταιρείες σχημάτισαν κοινοπραξία και υπέβαλαν από κοινού οικονομική προσφορά ανά υπηρεσία που θα παρέχουν (π.χ. αποξήλωση αμιάντου, συλλογή, συσκευασία, σήμανση, μεταφορά). Μετά την αυτοψία που πραγματοποίησαν στις πληγείσες περιοχές ενημέρωσαν στα τέλη Μαρτίου 2023 το ΥΠΕΝ ότι εκτός από τα 40 σημεία που είχαν εντοπίσει οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος υπάρχουν και επιπλέον περιπτώσεις και εκτίμησαν το συνολικό κόστος εργασιών σε 550.000 ευρώ. Σύμφωνα με τον κ. Γραφάκο, το έργο συλλογής των επικίνδυνων υλικών εκτιμάται ότι θα έχει διάρκεια έως έξι μήνες από την ημέρα έγκρισης του σχεδίου εργασιών από την Περιφέρεια.

Η χρηματοδότηση και τα επόμενα βήματα

Στις αρχές του περασμένου μήνα το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων δεσμεύτηκε για τη χρηματοδότηση του έργου από πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), ενώ η Γενική Γραμματεία Συντονισμού Διαχείρισης Αποβλήτων υπέβαλε τη σχετική πρόταση πράξης, προκειμένου να ενταχθεί και να χρηματοδοτηθεί το έργο της διαχείρισης των αμιαντούχων αποβλήτων στο πλαίσιο του Ειδικού Προγράμματος Αντιμετώπισης Εκτακτων Αναγκών.

Τα επόμενα βήματα, σύμφωνα με τον κ. Γραφάκο, είναι η πρόσκληση από το ΥΠΕΝ το επόμενο διάστημα, η επιλογή προσωρινού αναδόχου έως τα τέλη Ιουλίου και η υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του υπουργείου και εταιρειών έως το τέλος Αυγούστου ώστε η έναρξη των εργασιών από τους αναδόχους να γίνει εντός του ερχόμενου Σεπτεμβρίου. Αφού τα απόβλητα αμιάντου συλλεχθούν, θα πρέπει να διατεθούν σε κατάλληλα αδειοδοτημένους χώρους υγειονομικής ταφής επικίνδυνων αποβλήτων σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (κυρίως στη Γερμανία), καθώς στην Ελλάδα ακόμη δεν υφίστανται αντίστοιχες υποδομές.

Σχέδιο ανασυγκρότησης

Τα μεγάλα projects με επίκεντρο το δάσος

Το περίφημο σχέδιο ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, το οποίο έχει έναν πολυετή ορίζοντα υλοποίησης, προχωρά με όραμα το δάσος να γίνει ξανά το κέντρο της ζωής. Εως σήμερα από τα συνολικά 71 projects έχουν ολοκληρωθεί τα 10, κυρίως πολιτιστικού χαρακτήρα, ενώ αναμένεται να ξεκινήσουν οι εργασίες σε 14 έργα και να προκηρυχθούν άλλα 8.
Επίσης, σε διαδικασία υλοποίησης βρίσκονται ακόμη 5 έργα.

Από αυτά, τα 3 αφορούν τα μεγάλα έργα του νέου κεντρικού οδικού άξονα και των διακλαδώσεών του, τα οποία έχουν ορίζοντα ολοκλήρωσης στα τέλη του 2030. Για το τμήμα Ψαχνά – Στροφυλιά, προϋπολογισμού 230.000.000 ευρώ, η μελέτη θα χρηματοδοτηθεί από το τομεακό ΕΠ «ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ 2021-2027» με 5,5 εκατ. ευρώ και αφού ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2024 αναμένεται το έργο να δημοπρατηθεί στις αρχές του 2025.

Οσο για το τμήμα Στροφυλιά – Ιστιαία, η μελέτη εκτιμάται ότι θα έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη του έτους, όπως και εκείνη που αφορά τις νέες διακλαδώσεις του κεντρικού οδικού άξονα Βόρειας Εύβοιας προς τις παράκτιες ζώνες των οποίων η προσβασιμότητά τους είναι σήμερα περιορισμένη. Για τα υπόλοιπα 34 έργα δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει οι διαδικασίες ένταξής τους σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα.

Σε κάθε περίπτωση, σταδιακά το μαύρο της καμένης γης αρχίζει σιγά-σιγά να… ξεθωριάζει, είτε με τη φυσική αναγέννηση είτε με αναδασώσεις όπου απαιτείται, αν και θα χρειαστούν δεκαετίες για να επανέλθει στην κατάσταση που ήταν πριν από τη μεγάλη καταστροφή.