Η τετραετία που ξεκίνησε απόλυτα ευνοϊκά για την κυβέρνηση με την αρχική τουλάχιστον θετική διαχείριση της πανδημίας, κλείνει τώρα σε αρνητικό κλίμα μετά το δυστύχημα των Τεμπών. Με τη δημοσίευση ενός πρώτου κύκλου (τηλεοπτικών κυρίως) δημοσκοπήσεων, μπορεί ήδη να σχηματιστεί μια εικόνα των εκλογικών επιπτώσεων της εθνικής τραγωδίας, βασικότερο στοιχείο της οποίας είναι η πτώση των ποσοστών της ΝΔ (ως προς την πρόθεση ψήφου) κατά 2,5%-4,5% και σε επίπεδα χαμηλότερα του 30%, που αντανακλά και σε όλους τους συναφείς δείκτες, όπως η καταλληλότητα του πρωθυπουργού. Ακόμα πιο έντονη υποχώρηση (της τάξης του 7%-8%) καταγράφεται στην παράσταση νίκης, αλλά και στον βαθμό θετικής αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου, που μέχρι τώρα αποτελούσαν τους δύο πιο σταθερούς δείκτες υπέρ του κυβερνώντος κόμματος.

Κλείσιμο της διαφοράς

Η μείωση αυτή της ΝΔ μεταφράζεται σχεδόν αυτούσια και στο κλείσιμο της διαφοράς της με τον ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδα 2,5%-4,5% (με εξαίρεση το 5,8% στην έρευνα της Metron Analysis), σε σύγκριση με το 5%-7,7% των μετρήσεων Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου. Στη συγκεκριμένη συγκυρία άλλωστε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν αυξάνει τα ποσοστά του, ενώ σε δύο έρευνες φαίνεται να έχει επίσης πληγεί από τη γενικευμένη διαμαρτυρία και κρίση εμπιστοσύνης, ως μέρος πια του συστήματος εξουσίας. Βεβαίως εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ οι εν λόγω έρευνες καταγράφουν συσσωρευτικά και τις επιπτώσεις αποσυσπείρωσης από τις πρόσφατες εσωκομματικές εξελίξεις (ζήτημα Πολάκη), όπως ίσως και από την καταδίκη του Ν. Παππά στο Ειδικό Δικαστήριο. Κερδισμένο ωστόσο από τη φθορά του κυβερνώντος κόμματος δεν φαίνεται να βγαίνει ούτε το ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ, τα ποσοστά του οποίου επίσης παρουσιάζουν κάμψη κατά 0,5%-1%, διατηρώντας ουσιαστικά την πτωτική τάση της προηγούμενης περιόδου.

Ψήφο στον «Κανένα»

Ετσι, η όποια μετακίνηση ψηφοφόρων κατευθύνεται προς τα μικρότερα (κοινοβουλευτικά ή όχι) κόμματα, καθώς και προς την γκρίζα ζώνη συνολικά, με περισσότερη ίσως έμφαση στην Αποχή. Στοιχείο που ενισχύει τη θεώρηση περί αντισυστημικής ψήφου, με δεδομένη και την επικράτηση της απάντησης «Κανένας» σε όλες τις επιμέρους συγκρίσεις μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ή μεταξύ των αρχηγών τους. Η τάση αυτή ενδεχομένως μάλιστα να είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερη από όσο καταγράφεται, καθώς αφορά σε μεγάλο βαθμό εναλλακτικά και νεανικότερα κυρίως κοινά, τα οποία αποτελούν το «μαύρο κουτί» των δημοσκοπήσεων, ενδεχομένως και από αντίδραση στο εν λόγω (επιστημονικό) εργαλείο, που επίσης αποτελεί αντικείμενο της κρίσης εμπιστοσύνης, σε συνάρτηση με το όλον πολιτικό σύστημα, αλλά και με τα συνεργαζόμενα ΜΜΕ.

Φυσικά, η διόγκωση της γκρίζας ζώνης αποτελεί σε αυτή τη φάση το βασικότερο ερώτημα ως προς την εξέλιξή της, κατά πόσο δηλαδή θα παγιωθεί ή αν πρόκειται να απορροφηθεί με ένα μέρος των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων να επανέρχεται στην πρότερη κομματική προτίμησή του ή αν αποτελεί απλώς μια μεταβατική επιλογή.

Η πιθανότητα αδιεξόδου

Σε κάθε περίπτωση, το παιχνίδι από τα Τέμπη και μετά είναι ανοιχτό προς όλα τα ενδεχόμενα. Η διασπορά των ψήφων που καταγράφεται στις μετρήσεις είναι ένα καινούργιο στοιχείο, που φέρνει το πολιτικό σκηνικό ενώπιον της πιθανότητας του απόλυτου αδιεξόδου εν όψει της αμέσως επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αν και το τελικό της πλαίσιο θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, όπως το ποια κόμματα θα μείνουν εκτός Βουλής και προηγουμένως ποια δεν θα συμμετάσχουν στις εκλογές. Ταυτόχρονα όμως οι παραπάνω συνθήκες αποδυναμώνουν σημαντικά και τον πολιτικό στόχο της αυτοδυναμίας σε ενδεχόμενο δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης, πολύ περισσότερο μάλιστα ως προς την αναγκαιότητα και το περιεχόμενό της, αφού μετά το δυστύχημα των Τεμπών το αφήγημα της «αυτοδύναμης Ελλάδας» έχει υποστεί επίσης καίριο πλήγμα.

Από την άλλη πλευρά, η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αναπαράγει τη διαπιστωμένη εδώ και καιρό αδυναμία του να εισπράξει απευθείας την κυβερνητική διαμαρτυρία, κάτι που είθισται να είναι το απαραίτητο δομικό στοιχείο της πολιτικής ανατροπής, όπως συνέβη και το 2015 και το 2019. Η αιτία πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην ποιοτική (αν και όχι πια στην αριθμητική) αντοχή του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος, που είχε διαμορφωθεί κατά την προηγούμενη τετραετία και φαίνεται ότι εξακολουθεί να αποτρέπει τη μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ΝΔ να αντιμετωπίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως εναλλακτική λύση. Πράγματι, είναι φανερό ότι το διαμορφούμενο (και πλειοψηφικό πλέον) αντι-ΝΔ ή αντικυβερνητικό ρεύμα («θα με ενοχλούσε περισσότερο να κερδίσει η ΝΔ») δεν μετατρέπεται σε «φιλο-ΣΥΡΙΖΑ» («θα ήθελα περισσότερο να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ») από ό,τι εξακολουθεί να συμβαίνει το αντίστροφο.

Ο κ. Παναγιώτης Κουστένης είναι εκλογικός αναλυτής, δρ Πολιτικής Επιστήμης.

Η προϋπόθεση για πολιτική ανατροπή

Ως θετική ένδειξη για τον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να σημειωθεί ότι οι ψηφοφόροι που δεν εκφράζουν προτίμηση υπέρ του ενός εκ των δύο κομμάτων, φαίνεται να ενοχλούνται περισσότερο από το ενδεχόμενο επανεκλογής της ΝΔ. Σε βαθμό τέτοιον μάλιστα που θα μπορούσε να φέρει τον εκλογικό ανταγωνισμό σε απόλυτη ισορροπία, εφόσον στις αμέσως επόμενες εκλογές κυριαρχήσει εντελώς η αρνητική ψήφος. Εν τούτοις, μια τέτοια εξέλιξη είναι και πάλι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να οδηγήσει σε κυβερνητική λύση στις αμέσως επόμενες εκλογές (δεδομένου του αποκλεισμού της «κυβέρνησης των ηττημένων»). Μπορεί όμως να αποτελέσει τη βασική προϋπόθεση για την πολιτική ανατροπή και σχηματισμό κυβέρνησης «προοδευτικής συνεργασίας» σε δεύτερες εκλογές, με τη χρήση του (κλιμακωτού πλέον) μπόνους πλειοψηφίας.
Από την άλλη πλευρά, η επικράτηση της αρνητικής ψήφου δεν αποκλείεται να έχει και τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς μία οριακή και ανατρέψιμη πλέον διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, μικρότερη ίσως και από αυτήν που τη στιγμή αυτή καταγράφεται στις τρέχουσες (εν θερμώ διενεργηθείσες) δημοσκοπήσεις, μπορεί να σημάνει αντανακλαστικά επανασυσπείρωσης στους ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος. Ενα τέτοιο εκλογικό ρεύμα δεν αποκλείεται να ενεργοποιηθεί ενδεχομένως και μετά από τις πρώτες εκλογές, αποδίδοντας σε αυτές χαρακτήρα εκλογών β’ τάξης, με κύριο χαρακτηριστικό την καταγραφή του μηνύματος δυσαρέσκειας και οδηγώντας σε ανάκαμψη εν όψει μιας δεύτερης αναμέτρησης, με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Μπορεί δηλαδή με απλά λόγια η διενέργεια διπλών εκλογών να αποκτήσει για τη ΝΔ χαρακτήρα ανάλογο με εκείνον που είχαν για τον ΣΥΡΙΖΑ οι ευρωεκλογές και οι βουλευτικές εκλογές του 2019. Παρά το γεγονός ότι για την ώρα, με το γενικευμένο ακόμα κλίμα διαμαρτυρίας, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δείχνει απομακρυσμένο.