1 . Αυτοδύναμη κυβέρνηση

Οι εκλογές της 21ης Μαΐου πρόκειται να διεξαχθούν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2016, σύμφωνα με το οποίο οι έδρες κατανέμονται απολύτως αναλογικά σε όσα κόμματα υπερβαίνουν το φράγμα του 3%, με βάση τα εθνικά ποσοστά τους. Συνεπώς το απαιτούμενο ποσοστό ψήφων για συγκρότηση κυβέρνησης πλειοψηφίας εξαρτάται (και μάλιστα αντίστροφα) από τη συνολική δύναμη των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής.

Αν δηλαδή αυτά αθροίζουν περί το 8%-10%, το απαιτούμενο όριο διαμορφώνεται σε επίπεδα ελαφρώς ανώτερα του 45%-46%. Φυσικά με αυτές τις υψηλές απαιτήσεις, η επίτευξη αυτοδυναμίας είναι πρακτικά αδύνατη, γεγονός που καθιστά μονόδρομο την κυβερνητική συνεργασία των κομμάτων.

2. Δικοµµατική συνεργασία ΝΔ – ΠαΣοΚ

Μιλώντας κατ’ αρχήν αριθμητικά και λαμβάνοντας ως αφετηρία το προηγούμενο εκλογικό αποτέλεσμα του 2019 (με 8,1% εκτός Βουλής), το μοναδικό ζευγάρι που η αθροιστική του δύναμη υπερβαίνει τα σχετικά όρια είναι εκείνο της ΝΔ με το ΚΙΝΑΛ (σύνολο 48%), αθροίζοντας 157 έδρες (130 και 27 αντίστοιχα). Με βάση τις δημοσκοπήσεις πριν από την τραγωδία των Τεμπών, η επανάληψη αυτής της δυναμικής έδειχνε να συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες, αφού η όποια φθορά του κυβερνώντος κόμματος αντισταθμιζόταν από την αντίστοιχη ενίσχυση του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ σε σύγκριση με το 2019, παρά τη συνεχή πτωτική τάση του μετά τον αρχικό ενθουσιασμό της εκλογής του Ν. Ανδρουλάκη στην ηγεσία. Μετά τα Τέμπη, όμως, το σενάριο αυτό δείχνει να αποδυναμώνεται και να καθίσταται εξαιρετικά οριακό, με τις περισσότερες μετρήσεις (ακόμα και με την καθ’ όλα επισφαλή και ευνοϊκή για το κυβερνών κόμμα μέθοδο της αναγωγής) να τοποθετούν την αθροιστική επιρροή των δύο κομμάτων στην περιοχή του 45%.

Το ποσοστό για την αυτοδυναμία στη δεύτερη αναμέτρηση μειώνεται στο 37,5%-38% (με τα εκτός Βουλής κόμματα στο 8%- 10%), ενώ μπορεί να ανέλθει και στο 38,5% εφόσον τα κόμματα εκτός Βουλής συρρικνωθούν περαιτέρω

3. «Προοδευτική συνεργασία» (ΣΥΡΙΖΑ – ΠαΣοΚ – ΜέΡΑ25)

Από την άλλη πλευρά, ως προς το σενάριο της «προοδευτικής συνεργασίας», οι συσχετισμοί εμφανίζονται ακόμα πιο περίπλοκοι, αφού η προβολή της αθροιστικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠαΣοΚ, ακόμα και στις πιο αισιόδοξες καταγραφές, δεν φαίνεται να υπερβαίνει το 42%-43%, δηλαδή ελαφρώς μόνο ενισχυμένη σε σύγκριση με το αντίστοιχο 39,6% του 2019. Συνεπώς για την επίτευξη κυβερνητικής πλειοψηφίας αριθμητικά απαραίτητη είναι η σύμπραξη τουλάχιστον ενός ακόμα κόμματος με εκλογική δύναμη 3%-4%. Σύμφωνα με τις μέχρι πρότινος δημόσιες εκτιμήσεις, τον ρόλο αυτόν θα μπορούσε να τον παίξει το ΜέΡΑ25, ειδικά με την ενισχυμένη δημοσκοπική εικόνα που εμφανίζει μετά το δυστύχημα των Τεμπών. Ομως ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, οι αριθμητικοί συσχετισμοί παραμένουν οριακοί (και απομένει να επαληθευτούν στην κάλπη), ενώ η πολιτική λειτουργικότητα ενός τέτοιου τρικομματικού σχήματος, που στις εκλογές του 2019 συγκέντρωσε αθροιστικά το 43%, αμφισβητείται όλο και πιο έντονα.

4. «Κυβέρνηση µε ψήφο ανοχής»

Θεωρητικά βεβαίως ένα ενδεχόμενο δικομματικό σχήμα μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ, ακόμα και με ένα άθροισμα σαν το προαναφερόμενο 42%-43%, υπάρχει τρόπος να οδηγήσει σε σχηματισμό κυβέρνησης «μειοψηφίας», εφόσον εξασφαλίσει τη λεγόμενη «ψήφο ανοχής». Αυτή συνίσταται στην ηθελημένη απουσία ενός κόμματος από την ψηφοφορία εμπιστοσύνης και ισοδυναμεί με σιωπηρή υπερψήφιση της κυβέρνησης, η οποία μπορεί έτσι να στηριχθεί στην απόλυτη πλειοψηφία όχι του όλου αριθμού των βουλευτών, αλλά μόνο των παρόντων, αρκεί αυτή να μην αριθμεί λιγότερους από 120 βουλευτές (άρθρο 84, παρ. 6 του Συντάγματος), ελαστικός όρος που αντιστρόφως δεν ισχύει για την πρόταση δυσπιστίας. Η πρακτική αυτή είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στην περίπτωση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

Τεχνικά και με βάση τα προηγούμενα αριθμητικά σενάρια, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να προκύψει εφόσον το κόμμα ή τα κόμματα τα προσφέροντα ανοχή στην κυβέρνηση συγκεντρώνουν εκλογικό ποσοστό 6%-8%. Γεγονός που καθιστά ουσιαστικά απαραίτητη τη συναίνεση του ΚΚΕ σε μια τέτοια εξέλιξη, το οποίο όμως από την πλευρά του έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι δεν προτίθεται να δώσει ούτε στήριξη ούτε ανοχή σε καμία κυβέρνηση με κορμό τα παραδοσιακά αστικά κόμματα εξουσίας.

5. Η κυβέρνηση «ηττημένων»

Τα δύο τελευταία σενάρια προϋποθέτουν πρωτίστως την ανατροπή του (σταθερού και αναμφισβήτητου μέχρι τώρα στις δημοσκοπήσεις) προβαδίσματος της ΝΔ, ειδάλλως προσκρούουν στην αποκήρυξη του σεναρίου «κυβέρνησης ηττημένων» εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, μοντέλο το οποίο όμως επίσης θεωρείται αποδεκτό και σχετικά όχι ασύνηθες για τα ευρωπαϊκά δεδομένα (βλ. προηγούμενο άρθρο του γράφοντος, «Ο ευρωπαϊκός χάρτης της πολιτικής συναίνεσης»).

6. Αδιέξοδο και δεύτερες εκλογές

Σε κάθε περίπτωση, εφόσον υποτεθεί ότι το ΚΙΝΑΛ λάβει εκλογική δύναμη 10%-11% στις επόμενες εκλογές, τότε, αν η ΝΔ δεν ξεπεράσει το 34%-35% και ο ΣΥΡΙΖΑ το 31%-32%, το πολιτικό σύστημα θα βρεθεί ενώπιον του απόλυτου αδιεξόδου. Η συγκρότηση κυβερνητικού σχήματος καθίσταται πρακτικά αδύνατη και η άμεση προκήρυξη νέων εκλογών πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Υπενθυμίζεται δε ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν με ένα εντελώς διαφορετικό εκλογικό σύστημα, εκείνο του «κλιμακωτού μπόνους», το οποίο ψηφίστηκε από τη ΝΔ στις αρχές της τετραετίας και συγκεκριμένα προβλέπει ότι το μπόνους (ένας αριθμός εδρών που παραχωρείται άμεσα στο πρώτο κόμμα) δεν είναι πλέον σταθερό όπως μέχρι το 2019 (50 έδρες ή 40 έδρες παλαιότερα), αλλά το μέγεθός του εξαρτάται από το τελικό εκλογικό ποσοστό του πρώτου κόμματος (για ποσοστό μέχρι 25% το μπόνους εκκινεί από τις 20 έδρες και αυξάνεται κατά μία για κάθε επιπλέον 0,5%, μέχρι το ανώτατο όριο των 50 εδρών).

Με αποτέλεσμα το απαιτούμενο εκλογικό ποσοστό για την αυτοδυναμία να μειώνεται σε αυτή την περίπτωση περί το 37,5%-38%, για ποσοστό εκτός Βουλής 8%-10%, ενώ μπορεί να ανέλθει και στο 38,5% εφόσον τα κόμματα εκτός Βουλής, λόγω του αυξημένου διακυβεύματος της κυβερνησιμότητας στη δεύτερη αναμέτρηση, συρρικνωθούν περαιτέρω (κοντά στο 6%). Επίπεδα σαφώς πιο εφικτά από τα αντίστοιχα της πρώτης αναμέτρησης με την απλή αναλογική, αλλά και πάλι ιδιαίτερα υψηλά με τα σημερινά δεδομένα, που ακόμα κι αν υποθετικά επιτευχθούν, είναι πολύ πιθανό να μην οδηγήσουν παρά σε μια οριακή αυτοδυναμία σε περίπτωση διατήρησης της εξακομματικής Βουλής.

Από την άλλη πλευρά, εφόσον το πρώτο κόμμα ξεπεράσει το 36%, εξασφαλίζει κατά πάσα πιθανότητα περισσότερες από 140 έδρες, γεγονός που το καθιστά απόλυτα κυρίαρχο στον καθορισμό των όρων διακυβέρνησης, με την κυβερνητική συνεργασία όμως και πάλι να καθίσταται μονόδρομος.

Ο κ. Παναγιώτης Κουστένης είναι εκλογικός αναλυτής, δρ Πολιτικής Επιστήμης.