Τα βασικά σημεία της πρότασης για τη συνταγματική αναθεώρηση την οποία έχει προαναγγείλει ο Πρωθυπουργός αναμένεται ότι θα επιχειρήσει να αναδείξει η ΝΔ σε κεντρικό ζήτημα της προεκλογικής αντιπαράθεσης.  Στόχος του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μέσω αυτής της τακτικής να εξαναγκάσει τις πολιτικές δυνάμεις να τοποθετηθούν, ώστε να φανούν οι διαχωριστικές γραμμές αλλά και οι πιθανότητες πραγματικών συγκλίσεων, κυρίως με το ΠαΣοΚ.

Στην αιχμή της συζήτησης αναμένεται ότι θα βρεθούν η αναθεώρηση του άρθρου 16 για τη λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων και οι προτάσεις για το πολιτικό σύστημα.

Ο συσχετισμός δυνάμεων

Το γενικό περίγραμμα της πρότασης της ΝΔ έδωσε ο Πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασούλας στη συνέντευξη του στο «Βήμα της Κυριακής» την προηγούμενη εβδομάδα, όπου μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Η επικαιροποίηση της πρότασης της ΝΔ του 2018 δεν θα εγκαταλείψει το τότε τρίπτυχο των στόχων: πολιτική κανονικότητα και αποτελεσματικότητα των θεσμών, οικονομική σταθερότητα και αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, κοινωνική αλληλεγγύη και ισότητα ευκαιριών των πολιτών». Ο συνδυασμός των προτάσεων αυτών με τα διλήμματα για τη διακυβέρνηση, την οικονομία και τις προοπτικές της χώρας, αλλά και με τη σύγκριση της διακυβέρνησης της ΝΔ με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, αναμένεται ότι θα διαμορφώσει το πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης προεκλογικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό θα επηρεάσει και το μετεκλογικό πολιτικό περιβάλλον.

Θα τελούν όμως οι επιδιώξεις αυτές του Κυριάκου Μητσοτάκη υπό την αίρεση του συσχετισμού δυνάμεων βάσει της κοινοβουλευτικής ισχύος των κομμάτων η οποία θα προκύψει από τις εκλογές.

Επιδιώκει τη σύγκριση

Εν όψει αυτών, ο Πρωθυπουργός θα επιχειρεί διαρκώς τη σύγκριση με τον Αλέξη Τσίπρα, σε έναν έμμεσο μεταξύ τους δημόσιο διάλογο και ασχέτως του αν τελικώς θα υπάρξει ευθεία μεταξύ τους αντιπαράθεση σε ένα ντιμπέιτ. Το ενδεχόμενο αυτό, στο οποίο για προφανείς λόγους δημιουργίας εντυπώσεων επιμένει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, δεν φαίνεται να συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες, καθώς το Μέγαρο Μαξίμου εμφανίζεται ανοιχτό σε μια αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, όχι όμως σε ένα τετ α τετ μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα. Ο λόγος για αυτό, όπως υπαινίχθηκε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός σε τηλεοπτική του συνέντευξη, είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας καταφεύγει συστηματικά σε παραπλανητικές και παρελκυστικές μεθόδους, οι οποίες δεν ευνοούν μια ουσιαστική και ρεαλιστική αντιπαράθεση.

Οι αδυναμίες της Κουμουνδούρου

Ως προς αυτά, από την κυβέρνηση παραπέμπουν στην ομολογία του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος προσφάτως σε αντίστοιχη τηλεοπτική εμφάνιση είπε απερίφραστα: «Ολα όσα προεκλογικά λέγονται θα είναι πολύ διαφορετικά με αυτά που μετεκλογικά θα αποφασιστούν. Προεκλογικά υπάρχει και θα υπάρχει μια αντιπαράθεση, αλλά μετεκλογικά θα πάρουμε αποφάσεις για το μέλλον του τόπου».

Υπό αυτό το πρίσμα, στο Μέγαρο Μαξίμου σημειώνουν ότι παρά τις αντιπολιτευτικές κορόνες ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει αναγκαστεί να αναθεωρήσει ακραίες θέσεις του, υπό την πίεση της κυβέρνησης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζήτημα του φράχτη στον Εβρο. Είναι ενδεικτικό ότι έπειτα από τη σφοδρή κριτική που δέχτηκε προσφάτως έσπευσε να διαβεβαιώσει μέσω της συνέντευξής του στην «Καθημερινή» την προηγούμενη Κυριακή: «Προφανώς και θα τον διατηρήσουμε, αλλά δεν θα μείνουμε μόνο σε αυτό. Θα διεκδικήσουμε την προστασία των συνόρων μας στη βάση του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου».