Να φταίει ότι επαναλαμβάνεται τόσο εγκυκλοπαιδικά η ερώτηση ώστε να χωράει μία και μόνο «σωστή» απάντηση; «Ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας;». «Η Αθήνα». «Προς ποια κατεύθυνση θεωρείτε πως κινείται η χώρα;». «Τη λάθος». Σωστά.

Η «λάθος» είναι κάτι σαν SOS των δημοσκοπικών εξετάσεων. Οπως το «καθόλου» ή «λίγο» στην ερώτηση για τον βαθμό ικανοποίησης. «Περνάει» όποιος τοποθετεί το παρόν σε μια γκρίζα ζώνη, αριστεύει όποιος βάφει το μέλλον ακόμη πιο σκούρο. «Και τι προβλέπετε για την οικονομία τους επόμενους μήνες;». «Θα χειροτερέψει», θέλει και ρώτημα;

Ακόμη όμως και αν υποθέσουμε πως οι δημοσκοπήσεις είναι εξετάσεις στο μάθημα της κοινωνικής ψυχολογίας, ένα ψυχομετρικό τεστ διαθέσεων, θα κοβόταν όποιος αγνοούσε τις προθέσεις. Σε αυτό το πεδίο και οι τέσσερις μετρήσεις της εβδομάδας καταγράφουν ένα είδος πολιτικού «ΤΙΝΑ». «Και αν είχαμε εκλογές την επόμενη Κυριακή τι θα ψηφίζατε;». «There Is No Alternative».

Δεν είναι μόνο η προβλέψιμη διάθεση της κοινής γνώμης που κάνει την πρόθεση ψήφου να φαντάζει κάπως απρόβλεπτη. Είναι και η πυκνότητα των γεγονότων. Από τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου έχουν μεσολαβήσει δύο φυσικές καταστροφές και μία νέα ηγεσία. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως ο ζόφος από τις στάχτες της Δαδιάς και τις λάσπες του Κάμπου θα σκεπαζόταν κάπως από τη νύχτα που, σύμφωνα με την επινίκια δήλωση στην πλατεία Κουμουνδούρου, «νίκησε το φως».

Τίποτε τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Ενας παίκτης του πολιτικού συστήματος, ο νέος, αναμετράται ήδη με τους κινδύνους της μιντιακής υπερέκθεσης. Ενας άλλος παλεύει με το φάντασμα της αφάνειας. Και ο τρίτος καταχωρίζεται ως μια «σταθερά» με το πολιτικό του κεφάλαιο σκονισμένο και λασπωμένο αλλά πάντως ακέραιο.

Οι τρεις αυτοί πρωταγωνιστές συνθέτουν σήμερα το «ΤΙΝΑ» της πολιτικής. Το οποίο ενισχύεται από ένα «παράδοξο». Οτι ενώ αυτός που κυβερνά υπόκειται εξ αντικειμένου στην απειλή της φθοράς, φαίνεται συγχρόνως να θεωρεί πως έχει και την πιο εύκολη δουλειά. Αν, με άλλα λόγια, ο Στέφανος Κασσελάκης κινδυνεύει να καεί και ο Νίκος Ανδρουλάκης παλεύει να φανεί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει παρά να απλώσει τη μάνικα της «κυβερνησιμότητας χωρίς εναλλακτική» και να ξεπλύνει το πολιτικό του κεφάλαιο.

Είναι το πνεύμα που διέπει το Μαξίμου και αποτυπώθηκε στην ομιλία Μητσοτάκη στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ. Στο εφέ που έκανε η ατάκα «άλλο ο τολμηρός και δύσκολος ριζοσπαστισμός στην πολιτική πράξη και άλλο ο απλός και εύκολος εγκλωβισμός στο προσωπικό lifestyle» οφείλει κανείς να προσθέσει την ουσία εκείνων που λένε πως «εμείς έχουμε άλλες αναμετρήσεις» και «λίγο μας απασχολεί» η αντιπολίτευση, ο καλός της και ο κακός της εαυτός.

Από αυτή την άποψη, το «ΤΙΝΑ» είναι μια πανοπλία που επιτρέπει στον Μητσοτάκη να μην επιλέξει τη μετωπική σύγκρουση με τους αντιπάλους του αλλά απλώς να τους στρέψει τα νώτα. Οχι μόνο επειδή δεν υπάρχει μετωπική σύγκρουση χωρίς ρίσκο απωλειών. Αλλά και επειδή η αναμέτρηση με τον εαυτό δημιουργεί μια απόσταση ασφαλείας. Ας ξεμπλέξει ο ένας με το infotainment και βλέπουμε. Ας ξεπροβάλει από καμιά γωνιά ο άλλος κι εδώ είμαστε.

Το «ΤΙΝΑ» σκιαγραφεί έτσι το πλαίσιο μιας στρατηγικής. Στην ερώτηση «Και ποιος είναι ο αντίπαλός σας;», η «σωστή» απάντηση είναι «τα προβλήματα της χώρας». Ωραία, αλλά πού βρίσκεται το λάθος; Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, εποχή που το «ΤΙΝΑ» βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του στην οικονομία, εμφανίστηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων «Το Τέλος της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα. Ο ίδιος δεν έχει πάψει να λέει από τότε πως ο τίτλος προδίδει το πνεύμα του βιβλίου του. Η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, τίποτε δεν είναι οριστικό, σωστά; Σωστά.