Ο Διονύσης Σαββόπουλος βρίσκεται μόνος στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Στέκεται όρθιος, χωρίς τα ρούχα του, προδομένος από εκείνο το όργανο του σώματος που όταν σου τύχει να σε προδώσει σε κάνει να ντρέπεσαι. Αισθάνεται ακριβώς έτσι. Προδομένος και ανήμπορος. Αλλά αυτή είναι συγχρόνως μια στιγμή απελευθέρωσης. Τίποτε δεν βαραίνει πια τους ώμους του, ούτε καν το ειδικό βάρος του ονόματός του. Είναι απλώς ένας άνθρωπος – ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος. Επιτέλους.

Τη σκηνή περιγράφει ο ίδιος ο Σαββόπουλος στη συνέντευξη που έδωσε στον Παύλο Τσίμα. Αλλά μια πολιτική τοποθέτηση κατίσχυσε του ανθρώπινου δράματος. Η υπαρξιακή εξομολόγηση κονιορτοποιήθηκε από μια προτίμηση ψήφου. Μια κάποια αγορά, που συνήθως διεκδικεί το μονοπώλιο της ευαισθησίας, έπεσε να κατασπαράξει το πληγωμένο σαρκίο του. Και το έκανε ακριβώς έτσι. Αγοραία.

Το έκανε με τον μπρούτο τρόπο του πολακισμού στις αυθεντικές ή τις πιο οξυζενέ εκδοχές του. Η «θεραπαινίδα». Ο «διεφθαρμένος». Ο «χαλασμένος». «Ελα τώρα που θα σεβαστώ αυτόν που». Το έκανε όμως και με τον περισπούδαστο τρόπο της διανοουμενίζουσας αποτίμησης. «Σαράντα χρόνια έχει να γράψει κάτι καλό». «Τι μας εκπλήσσει, είναι αντιδραστικός». «Ελιτιστής». «Συντηρητικός». «Ας κρατήσουμε μόνο τα τραγούδια που μας αρέσουν». Από τα υψίπεδα του πνεύματός μας, τα υπόλοιπα αξίζουν μόνο την περιφρόνησή μας.

Οι λέξεις που καρφώνουν

Θα πει κανείς ότι έτσι εκτονώνονται τα πληκτρολόγια όταν θυμώνουν. Στην αρένα των σόσιαλ μίντια. Ο Σαββόπουλος έπεσε θύμα μιας εποχής που φανατίζεται πάνω από την οθόνη και καρφώνει λέξεις με τα πλήκτρα. Γίνεται υπό το πρόσχημα της κριτικής στα δημόσια πρόσωπα, πλασάρεται ως δημοκρατικό δικαίωμα και συμμετοχή στον δημόσιο διάλογο. Αλλά με τόσες καρφωμένες λέξεις δεν είναι παρά δολοφονία χαρακτήρα. Δεν είναι η δήλωση που συζητείται. Είναι το έργο που αποδομείται, η διαδρομή που ελέγχεται, η στάση ζωής που απορρίπτεται. Με περισσότερο ή λιγότερο τοξικό μίσος. Πάντως με μνησικακία. Αλλά και αυταρχισμό;

Βρίσκω αυτή τη λέξη σε μια ανάρτηση του Νικόλα Σεβαστάκη. «Γιατί», αναρωτιέται, «ένας χώρος κοινωνικός και πολιτικός να μην μπορεί να ανεχτεί την αντίθετη επιλογή ενός καλλιτέχνη; Τι είναι αυτό που κινητοποιεί τη ριζική απόρριψη, την πλήρη διαγραφή, την ηθική απάρνηση κάποιου που αυτό που λέει δεν αρέσει πολιτικά; Προσοχή, τι είναι αυτό που πάει πέρα από κάθε κριτική ή έκφραση παράπονου (εύλογα και κατανοητά) αγγίζοντας την απόλαυση της εκμηδένισης της αξίας του καλλιτέχνη; Ξέρω τις πιθανές απαντήσεις και τις δικαιολογίες. Δεν πείθουν. Κανένας καλλιτέχνης δεν είναι ιερό τοτέμ για να μην κρίνεται. Αλλά όταν η κριτική γίνεται μηδενιστική, κακιωμένη διαγραφή, όταν γίνεται συμβολικός φόνος δεν έχει καμιά δικαιολογία. Ο Σαββόπουλος (και όποιος άλλος) κρίνει κατά συνείδηση και επιλέγει αυτό που πιστεύει πολιτικά χρήσιμο. Μπορείς να πεις ότι κάνει λάθος. Δεν δικαιούσαι να πιστεύεις πως η υπόστασή του όλη είναι ένα λάθος. Ολη η διαφορά μεταξύ μιας δημοκρατικής Αριστεράς και μιας αυταρχικής και μνησίκακης λογικής κρύβεται εδώ».

Δεν στέκεται κανείς μόνο σε ένα υπόδειγμα σκεπτόμενης ευαισθησίας. Στέκεται και σε ένα διεισδυτικό κείμενο που απαλλάσσει την ιστορία από τα συμφραζόμενα της εποχής. Οι δολοφονίες χαρακτήρα, με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο σύμπτωμα της αρένας των σόσιαλ μίντια. Είναι χαρακτηριστικό μιας ολόκληρης κουλτούρας. Ετσι ατόφια τη συναντά εάν γυρίσει μερικά χρόνια πίσω, όταν ένας άλλος μεγάλος της τέχνης πληγωνόταν από τον -ισμό της εποχής. Σήμερα είναι ο πολακισμός, τότε ήταν ο αυριανισμός. Τώρα είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, τότε ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις.

Αλλά τότε δεν ήταν ο καθαγιασμένος Χατζιδάκις, το ιερό τοτέμ της διανόησης, το λαμπρό πνεύμα που «αχ, πόσο μας λείπει», ο εντός εισαγωγικών δεξιός που αν ήταν όλοι οι δεξιοί σαν κι αυτόν ο «κόσμος, Κεμάλ, θα ήταν καλύτερος». Τότε ήταν «κίναιδος» και πολλά δυσώδη που εκτόξευε με τυπωμένες λέξεις ο πολακισμός της εποχής. Αλλά στη σφοδρή σύγκρουσή του με τους δολοφόνους της προσωπικότητάς του βρέθηκε τρομακτικά μόνος και ανυπεράσπιστος. Εκείνος ζήτησε να κλείσει μια «ναζιστική φυλλάδα». Για να βρει απέναντί του όχι μόνο τη σιωπή αλλά και δέσμιους από τον αυριανισμό υπερασπιστές της «ελευθερίας του Τύπου».

Πέρα από την κουλτούρα του μίσους

Εχει αλλάξει ασφαλώς το προκάλυμμα του δικαιωματισμού. Το ιερό δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν οι αυριανίζοντες, έδωσε τη θέση του στην κριτική στα δημόσια πρόσωπα, έτσι όπως λογίζεται από τους πολακίζοντες. Εχει αλλάξει όμως και δύναμη πυρός. Η ισχύς του αυριανισμού δεν συγκρίνεται με την ισχύ του πολακισμού. Η τερατώδης παντοδυναμία δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γραφικότητα, ακόμη κι όταν αυτή γίνεται τοξική. Η κουλτούρα του μίσους, του φανατισμού και της μνησικακίας έχει απολέσει πια την ηγεμονική, καθεστωτική της θέση. Ο Σαββόπουλος δεν είναι μόνος, πέρα από ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Κι εκεί, όσο ανήμπορος και αν είναι, μπορεί να αισθάνεται ευτυχής.

Ακόμη κι έτσι όμως δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς σε αυτή την αταβιστική αναπαραγωγή του δηλητηρίου. Ο Σαββόπουλος βγαίνει από το δωμάτιο και επιστρέφει στη δημόσια σφαίρα με τη βραχνή φωνή του αδύναμη και τις μεγαλοπρεπείς κινήσεις των χεριών του κάπως κοπιώδεις. Δεν είναι πια το χορογραφημένο πάθος που τον διακρίνει, αλλά ένα ευγενές νοιάξιμο και μια φροντίδα για όλους με τον τρόπο του ανθρώπου που οδεύει προς την ένατη δεκαετία της ζωής του. Είναι όλοι τους παιδιά του, διακρίνει σε κάποια από αυτά «μια φοιτητική ξεγνοιασιά μέσα στην ευφυΐα τους και την αγάπη τους για την πατρίδα και μια υπερβολική και αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση που μπορεί να αποβεί επικίνδυνη» και γι’ αυτό «ελπίζει στην αυτοδυναμία».

Δυσκολευόμουν πάντα να τον αποκαλώ έτσι, με δυσκόλευε το καλλιτεχνικό του μέγεθος, αλλά για τους παλιούς του φίλους από τις μπουάτ, τους εκδρομείς του ’60, της συμπόρευσης, των ανατροπών και των νέων θεωρήσεων της ζωής, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ο Νιόνιος. Μοιράστηκε γενναιόδωρα τη μουσική του ιδιοφυΐα, δεν έκρυψε ποτέ επιμελώς τα πάθη του, έφτανε στα σταυροδρόμια του και έπαιρνε τον δρόμο του με στοχασμό αλλά και φόρα. Οχι οβιδιακά, αλλά εντελώς σαββοπουλικά. Αυτός είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, ένας καλλιτέχνης που δεν μετέτρεψε ποτέ τη διαδρομή του σε απολίθωμα απλώς για να φαντάζει στα μάτια των άλλων σαν ιερό τοτέμ.

Αλίμονο, όμως, έγινε άλλος ένας μεγάλος της τέχνης που πληγώναμε. Λάθος, δεν είμαστε όλοι μαζί σε αυτό. Μετά τον Χατζιδάκι, έγινε ένας άλλος μεγάλος της τέχνης που πληγώνανε.