Κι αν δεν γίνεται αλλιώς; Μήπως το πολιτικό σύστημα παραείναι «σφικτό», υπερβολικά δέσμιο των κομματικών επετηρίδων; Μήπως συντηρείται κυρίως διά της ανακυκλώσεως των ίδιων προσώπων; Και μήπως ο αρχετυπικός του κανόνας είναι μια δημοσιοϋπαλληλικού τύπου μονιμότητα;

Αν έχει αυτόν τον χαρακτήρα – τον χαρακτήρα της «κλειστής λέσχης» – τότε ποιος άλλος τρόπος υπάρχει από την «μπούκα» για να γίνει κανείς μέλος του; Πώς αλλιώς μπορεί να διαβεί το κατώφλι του «κλαμπ»; Μόνο με την άδεια της νομενκλατούρας του; Με CV και συστατική επιστολή; Μόνο ως «ευνοούμενος»;

Θα υπέθετε κανείς ότι η κουλτούρα της «κλειστής λέσχης» θα αφορούσε ειδικά τα κόμματα που σταμπάρονται ως «παραδοσιακά», «συστημικά» ή «συντηρητικά». Αλλά αφορά και τα νεοπαγή. Τα πιο «ριζοσπαστικά» ή τα πιο «εναλλακτικά», κόμματα που διογκώθηκαν στις πλατείες ή συστήθηκαν ως φορείς της «μεγάλης ανατροπής» και της «πολιτικής αλλιώς».

Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα μιας τέτοιας «κλειστής» δομής. Η δομή αποτυπώνεται στη διαδρομή του πρώην αρχηγού του. Ο Αλέξης Τσίπρας πήρε το δαχτυλίδι με το CV του κομματικού σωλήνα και ως ευνοούμενος του Αλέκου Αλαβάνου. Εγινε πρωθυπουργός, αλλά το τέλος της πρωθυπουργίας του δεν έφερε και το τέλος της καριέρας του. Παρέμεινε μέλος της λέσχης ως μόνιμος αρχηγός της αντιπολίτευσης – αρκεί να μην κουραζόταν να μετράει ήττες και θα ήταν ακόμη εκεί. Αλλά και σήμερα ακόμη συνεχίζει την καριέρα του ως σκιώδης εγγυητής της ενότητας και σωτηριολογική εφεδρεία – σε ποιον άλλον θα καταφύγει το σπαραγμένο κόμμα για να μαζέψει τα κομμάτια του εάν όχι σε αυτόν;

Η κουλτούρα της «κλειστής λέσχης» όμως δεν αποτυπώνεται μόνο στον αιώνιο ηγέτη του. Αποτυπώνεται εξίσου στους πρωταγωνιστές του τελευταίου συριζαϊκού δράματος. Από τους δυο διεκδικητές της ηγεσίας του, κανένας δεν έτυχε μιας κάποιας φυσικής αποδοχής. Και οι δυο χτύπησαν την πόρτα του κλαμπ και η πρώτη που έσκασε ήταν η χαραμάδα της καχυποψίας. Ποια είναι αυτή που «την έφεραν» από το πουθενά; Ποιος είναι αυτός που ήρθε μόνος του από το διατλαντικό υπερπέραν;

Οπως κάθε κλειστή δομή, έτσι και αυτή ανανεώνεται με δοκιμασίες νεοσύλλεκτων. Η αστοχία τιμωρείται με κρύα ντους, το λάθος με καζούρα, ό,τι εκλαμβάνεται ως «θράσος» με ομαδικό φατούρο. Το κλαμπ είναι σκληρό με τους πρωτάρηδες και ανελέητο με εκείνους που φιλοδοξούν να καθίσουν στα καλύτερα τραπέζια της ιεραρχίας. Αλλά είναι αυτό ακριβώς που εξηγεί γιατί διαιωνίζεται ο ξύλινος λόγος, ανακυκλώνονται τα ιδεολογικά πασαλείμματα, επαναλαμβάνονται αταβιστικά τα ίδια συνθήματα. Οι νεοσύλλεκτοι του κλαμπ βρίσκουν την ησυχία τους μόνο αφού του μοιάσουν. Μόνο αφού γράψουν εκατό φορές και απαγγείλουν άλλες τόσο απ’ έξω τις εκθέσεις ιδεών του.

Αν χωρίζει κάτι την Εφη Αχτσιόγλου από τον Στέφανο Κασσελάκη, είναι η διαφορά φάσης στην εκπαίδευση. Αν τους ευνοεί, είναι η εποχή. Η εποχή επέτρεψε στον Κασσελάκη να μη χτυπήσει δειλά-δειλά την πόρτα αλλά να την ανοίξει με την ορμή μιας προσωπικής καμπάνιας σε διαύλους που είναι εκεί έξω για να χτίσει όποιος θέλει το προφίλ που θέλει. Ή, με όρους λέσχης, να δειγματίσει αυτό που θέλει να είναι περισσότερο από αυτό που πρέπει να μοιάσει.

Το προβάδισμα Κασσελάκη οφείλεται σε αυτή τη συνταγή που, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, πέτυχε. Αλλά και σε εκείνη τη διαφορά φάσης που τους χωρίζει και καθήλωσε την Αχτσιόγλου στην υποτιθέμενη ασφάλεια της «κομματικής». Το βράδυ της Κυριακής θα φανεί απλώς εάν το βίντεο με το προσωπικό μήνυμα γυρίστηκε πολύ αργά, εάν το φύλο και η ιδέα της «πρώτης γυναίκας πρωθυπουργού» επιστρατεύτηκαν με χρονοκαθυστέρηση, εάν οι επιθέσεις για «σεξισμό» και «άγνοια» δεν θα προλάβουν να φτάσουν στην κάλπη.

«Αγνοια»; Να τι ενώνει την Εφη με τον Στέφανο. Στην κουλτούρα της «κλειστής λέσχης» η εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων αρχίζει πριν ακόμη πατήσει κανείς το πόδι του στο πρώτο σκαλοπάτι.