Ο πολίτης ψηφίζει «με την τσέπη του», επαναλαμβάνει η πατροπαράδοτη σοφία, άλλοτε εξηγώντας δημοσκοπήσεις και άλλοτε στις παρέες των καφενείων, πραγματικών ή ψηφιακών. Με την τσέπη ή για την τσέπη, αυτός ο χοντροκομμένος υλισμός είναι πάντα μια άποψη με τεράστιο εκτόπισμα που αναπαράγεται παντού και από τα πιο διαφορετικά στόματα. Δείχνει μάλιστα να επιβεβαιώνεται όταν στην ιεράρχηση των μεγάλων προβλημάτων, βλέπει κανείς πρώτο την ακρίβεια και πολύ χαμηλά το περιβάλλον, τους θεσμούς ή άλλα θέματα «πολυτελείας».

Ξεχνάμε βέβαια πως οι ταυτότητες των ανθρώπων μετέχουν ολόκληρες με τη σειρά τους στις κάλπες. Η εκλογική δημοκρατία είναι αδιαχώριστα και δημοκρατία των παθών και των συγκινήσεων. Ενας οπαδός του ΠΑΟΚ, ένας βαθιά θρησκευόμενος, ένας εικοσάχρονος δεν σκέφτονται και δεν πράττουν τόσο με όρους κόστους-οφέλους όσο στη βάση της μιας ή άλλης «ιδέας». Τούτη η ιδέα  δεν χρειάζεται να είναι υψηλή, φιλοσοφικά εκλεπτυσμένη ή κάποιος ολοκληρωμένος συλλογισμός για την Ιστορία και την κοινωνία. Δεν ψηφίζει κάποιος για να επιβεβαιώσει την αλήθεια του ιστορικού υλισμού, τον σοσιαλισμό ή τον φιλελευθερισμό. Οι καθημερινές ταυτότητες φτιάχνονται από συναισθήματα που διαθέτουν τη δική τους ορθολογικότητα και δεν είναι πάντα τυφλά ή χυδαία.

Αυτό λοιπόν που ονομάζουμε «τσέπη» έχει κάτω από την επιφάνεια ένα βάθος που δεν είναι υλιστικό: κάποιες δυνατότητες να πραγματώσει κανείς ένα μέρος των φιλοδοξιών του, να στηρίξει με περισσότερους πόρους τις προσδοκίες των παιδιών του ή τις δικές του. Για αυτό και ορισμένα πράγματα δεν εξηγούνται έτσι με σκέτους ποσοτικούς υπολογισμούς. Απορούν, για παράδειγμα, πολλοί με την υπεραντίδραση των Γάλλων για τα δύο χρόνια επιπλέον μέχρι τη σύνταξη – από τα 62 στα 64. Και τι είναι δύο χρονάκια, αναρωτιούνται, όταν το προσδόκιμο ζωής μεγαλώνει και όταν έχουν πληθύνει οι ηλικιωμένοι και οι υπέργηροι; Ούτε όμως ο χρόνος είναι απλώς «τσέπη». Είναι ένα μέγεθος βαθύτερα υπαρξιακό και η κλίμακα όπου δοκιμάζονται κρυμμένοι φόβοι, μικρές νίκες και ελπίδες των ανθρώπων. Ενας χρόνος μπορεί να είναι μια δόση αιωνιότητας, ιδίως μετά από κάποια ηλικία ή αντιμετωπίζοντας την ασθένεια.

Το οικονομικό κριτήριο για την ψήφο υπήρξε βαθιά διφορούμενο μέσα στην Ιστορία. Πολλές φορές η Αριστερά το θεώρησε συγκριτικό της πλεονέκτημα – εφόσον κατέθετε κατά κανόνα πιο γενναιόδωρες εισοδηματικές και προνοιακές προτάσεις -, όμως συχνά στράφηκε εναντίον της: επιδόματα, ωφελήματα, ενισχύσεις, αυξήσεις δόθηκαν από κάθε λογής κυβερνήσεις ενώ μορφές κρατικής πρόνοιας οργανώθηκαν και από αυταρχικούς ηγεμόνες και δεσποτείες.

Επιστρέφοντας στην ευρύτερη συγκυρία, κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει αν είναι η τσέπη ή κάποια τραυματισμένη ευαισθησία που μετράει περισσότερο στην κρίση των ανθρώπων. Αν είναι ένα επίδομα, η υπόσχεση αυξήσεων ή ζητήματα πιο εσωτερικά με συμβολικό βάρος και συναισθηματική θερμοκρασία.

Οι πολίτες, λέγεται, αποφασίζουν ψυχρά για το συμφέρον τους. Το «ψυχρά» όμως είναι κάτι αναπόδεικτο (μάλλον προβολή μιας ιδεολογίας μοιάζει) και το συμφέρον έχει μέσα του και αξίες, επιθυμίες και συγκρίσεις που δεν ζυγίζονται εύκολα. Χαρακτηριστικό της εποχής είναι η αδυναμία πολλών κυβερνήσεων να καθησυχάσουν τους πολίτες για το μέλλον και να απαλύνουν το παρόν τους. Η «παλαιά τεχνολογία» της πολιτικής, οι υποσχέσεις της, προσκρούουν σε ανελέητα γεγονότα, σε κρίσεις που ξεσπούν η μία μέσα στην άλλη δίχως ανάπαυλα. Το ερώτημα πλέον είναι πώς σχεδιάζει κανείς μακροπρόθεσμα όταν αλλεπάλληλα έκτακτα συμβάντα απορροφούν την προσοχή των κυβερνήσεων και των αντιπολιτεύσεων. Η δημοκρατία δεν λειτουργεί μόνο ως διαχείριση του στενού παρόντος αλλά μεριμνώντας και για αυτό που έρχεται από το μέλλον. Αυτό ιδίως λείπει και αισθανόμαστε το κενό του μέσα στη φλυαρία των ημερών.