Η συζήτηση για τα Νομπέλ Λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων απασχολεί ποικιλοτρόπως τη δημόσια σφαίρα, από τα fora των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έως τους κριτικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους, με αψιμαχίες που ορισμένες φορές αγγίζουν ή και υπερβαίνουν τα όρια της κοσμιότητας.

Το βασικό ζήτημα που τίθεται είναι εκείνο των πρόσφατων επιλογών της Σουηδικής Ακαδημίας (με τον όρο «πρόσφατων» εννοώντας περίπου της τελευταίας δεκαπενταετίας), σε σχέση με το κατά πόσο αξίζουν το Νομπέλ και ποια είναι η εικαζόμενη σκοπιμότητα πίσω από βραβεύσεις συγγραφέων λίγο ως πολύ άγνωστων στο ευρύ κοινό.

Οι επικριτές των πρόσφατων Νομπέλ υποστηρίζουν ότι στα κριτήρια της Ακαδημίας έχει εισχωρήσει η αποκαλούμενη (μάλλον υποτιμητικά) «woke» ατζέντα, με παράβλεψη του αμιγώς λογοτεχνικού κριτηρίου και επικράτηση πολιτικών επιδιώξεων, ώστε να αναδειχθούν εκπρόσωποι μειονοτήτων, είτε αυτές είναι φεμινίστριες είτε συγγραφείς προερχόμενοι από πρώην αποικίες και καταπιεσμένες εθνοφυλετικές ομάδες είτε ακτιβιστές ανθρώπινων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών.

Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγονται υποψήφιοι με έργα που δεν θα περίμενε κανείς να εντάσσονται στην στενή έννοια της λογοτεχνικής δημιουργίας, όπως δημοσιογραφικά χρονικά, ακόμα και στίχους τραγουδιών, με κορυφαίο παράδειγμα την άκρως πολωτική βράβευση του Μπομπ Ντίλαν. (Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις ανωτέρω ομάδες μπορούν να υπαχθούν, ασχέτως γενικότερης αποτίμησης του έργου τους, η Ανί Ερνό, ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα, η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, ο Μο Γιαν, η Χέρτα Μίλερ.)

Επιπλέον, ορισμένοι παραπονούνται ότι αρκετοί από τους προσφάτως βραβευθέντες απλά δεν διαθέτουν το λογοτεχνικό κύρος ή τη «βαρύτητα» που θα προϋπέθετε το βραβείο. (Εσχάτως κυκλοφορεί εν είδει αστείου και η αποστροφή, «ας δούμε σε ποιον/ποια θα δοθεί φέτος το Νομπέλ, μήπως και μάθουμε κανένα καινούργιο όνομα».) Για αυτούς αποτέλεσε παράδοξο να βραβεύεται ας πούμε ο Λε Κλεζιό ή ο Μοντιανό, όταν παρέμενε για δεκαετίες «στην αναμονή» ένας Κούντερα (όχι πλέον, δυστυχώς, αφού τον πρόλαβε το βιολογικό τέλος), ένας Φίλιπ Ροθ (παρομοίως), ένας ΝτεΛίλο, μία Ατγουντ, ένας Ρούσντι, ακόμα και ένας Ουελμπέκ.

Νομίζω ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Αφενός, αν κοιτάξει κανείς την ιστορία των Νομπέλ από την αρχή τους, θα βρει και εκεί ουκ ολίγους συγγραφείς που αποδείχθηκαν διάττοντες ή μέτριοι. Θα συναντήσει επίσης βραβεύσεις με πολιτικό πρόσημο (ιδίως επί Ψυχρού Πολέμου), καθώς και συγγραφείς από όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, σε μια εμφανή προσπάθεια να κρατηθούν πολιτισμικές και γεωγραφικές ισορροπίες.

Αρα οι αστοχίες και οι εξωλογοτεχνικές σταθμίσεις δεν είναι και τόσο νέο φαινόμενο. Από την άλλη, βέβαια, είναι σαφές ότι τα τελευταία χρόνια η Σουηδική Ακαδημία δείχνει να έχει αποδυθεί σε έναν κατά τι εντονότερο «πολιτισμικό ακτιβισμό», προκρίνοντας συστηματικά δημιουργούς με κεντρική ευαισθησία σε έμφυλα, φυλετικά ή μετα-αποικιακά θέματα.

Πιστεύω ωστόσο ότι το γεγονός αυτό αποτελεί μεταξύ άλλων και αντικατοπτρισμό μιας γενικότερης ατμόσφαιρας: στα δυτικά πανεπιστήμια, στις σχολές δημιουργικής γραφής, στα μαθήματα πολιτισμικών σπουδών και συγκριτικής λογοτεχνίας, το πολιτικό πρίσμα, οι κρίσιμες έννοιες της διαφορετικότητας, της συμπεριληπτικότητας, της εκπροσώπησης (ή, στην αρνητική σκοπιά τους, της οικειοποίησης και της υιοθέτησης του λευκού ή/και του ανδρικού βλέμματος) έχουν εισαγάγει την τελευταία δεκαετία ένα κλίμα αμφισβήτησης όχι μονάχα της πατριαρχίας και του δυτικού πολιτισμού, αλλά σχεδόν κάθε παγιωμένης αυθεντίας.

Ολα επανεξετάζονται, όλα επανατίθενται εκ βάθρων: από τους καθιερωμένους «λευκούς ετεροφυλόφιλους άνδρες» συγγραφείς, που έχουν χάσει μέρος της παλιάς τους αίγλης (ή αλλιώς «relevance» αγγλιστί), έως την αξία των μεγάλων συνθέσεων, ακόμα και της ίδιας της αφηγηματικότητας όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Σουηδική Ακαδημία φαίνεται ότι επιδιώκει να συμμετάσχει στην εν λόγω συζήτηση, ή τουλάχιστον να μη θεωρηθεί ότι αδιαφορεί ή ότι απέχει απ’ αυτή.

Με λίγα λόγια, το ζήτημα των αμφιλεγόμενων πρόσφατων Νομπέλ μπορεί να ιδωθεί και ως ένα παράπλευρο σύμπτωμα της καλπάζουσας πολιτικοποίησης της λογοτεχνίας. Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσο στην προσπάθειά τους να μείνουν εντός της «πολιτισμικής στιγμής», οι ιθύνοντες ξεχνούν ότι το βραβείο Νομπέλ έχει ανέκαθεν ταυτιστεί πρωτίστως με τη διαχρονικότητα. Αυτό (υποτίθεται ότι οφείλει να) είναι και το μεγαλύτερό τους στοίχημα: αν δηλαδή, πέρα από πρόσωπα σε ένα εφήμερο ενσταντανέ, οι βραβευόμενοι/ες θα μπορούν να αναγνωρίζονται ως λογοτεχνικές κορυφές και μετά από δέκα, είκοσι, ενδεχομένως και πενήντα χρόνια. Από την άλλη, μήπως η έννοια της διάρκειας στον χρόνο (το «ιερό δισκοπότηρο» των συγγραφέων από καταβολής της γραφής) έχει φτάσει να ανήκει πλέον και εκείνη στις κλυδωνιζόμενες, φθαρμένες αξίες; Και άραγε δεν συνιστά μια μορφή αυταρέσκειας η βράβευση με αναφορά σε ένα προβλέψιμο μέλλον, όταν όλα δείχνουν ήδη τόσο αμφίβολα στο παρόν; Οταν τα μέσα και η μορφή αλλά ακόμα και η αυριανή ύπαρξη της λογοτεχνίας δεν είναι πια καθόλου αυταπόδεικτα;

Φοβάμαι ότι ούτε η επιτροπή των βραβείων Νομπέλ, αλλά ούτε και κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά στα ανωτέρω ερωτήματα. Εκτός, βέβαια, από τον ίδιο τον χρόνο.

Ο κ. Νίκος Α. Μάντης είναι συγγραφέας.