Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες μεμονωμένοι πολιτικοί, πανεπιστημιακοί και τεχνοκράτες προειδοποιούσαν στη χώρα μας για το σοβαρό πρόβλημα του δημοσίου χρέους. Ωστόσο το πολιτικό σύστημα και το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας δεν ήθελαν να ακούσουν για τις συνέπειες του αλόγιστου δανεισμού και το ενδεχόμενο θέσης της χώρας υπό καθεστώς διεθνούς επιτροπείας. Και ας βλέπαμε όλοι ότι ο δανεισμός διοχετευόταν, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, όχι σε παραγωγικές επενδύσεις και αναπτυξιακά έργα, αλλά στην αύξηση της κατανάλωσης και στην ενίσχυση του πελατειακού συστήματος (κυρίως μέσω αθρόων προσλήψεων στο Δημόσιο). Ενα πέπλο ανορθολογικής ευφορίας κάλυπτε σχεδόν τα πάντα, μεταξύ άλλων και τον επελαύνοντα δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Παρά τα τόσα χρόνια κρίσης, φαίνεται ότι φτάνουμε πλέον στο δις εξαμαρτείν. Εδώ και καιρό υπάρχει ένας νέος ελέφαντας στο δωμάτιο, που οι περισσότεροι δεν θέλουμε να δούμε: πρόκειται για το συνταξιοδοτικό πρόβλημα, το οποίο σε συνδυασμό με την προϊούσα γήρανση του πληθυσμού (για το 2060 προβλέπεται ότι θα πέσει κάτω από 9 εκατομμύρια) μόνο αμελητέο δεν είναι. Η δημόσια συζήτηση για τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος φαίνεται να αναρριπίστηκε προσφάτως με αφορμή ένα άρθρο του καθηγητή Μάνου Ματσαγγάνη, που δημοσιεύθηκε στα «Νέα» στις 4.10.2018 («Είναι δίκαιο να μην περικοπούν οι συντάξεις;») και αναδεικνύει εναργώς βασικές αδικίες του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς και την ανάγκη εξορθολογισμού του – θέματα που έχουν θίξει και άλλοι εγκρατείς γνώστες του Ασφαλιστικού, όπως ο Γ. Στρατόπουλος (μέσω αρθρογραφίας στο protagon.gr, πιο πρόσφατα, στις 7.10.2018: «Συντάξεις – δεν θέλει μόνο κόπο, θέλει και τρόπο!»).
 
Οι βασικές παράμετροι του προβλήματος
 
Με συνταξιοδοτική δαπάνη που υπερβαίνει το 16% του ΑΕΠ – ενώ ο μ.ό. στην ΕΕ κινείται στο 12% – και έναν διαρκώς μειούμενο οικονομικά ενεργό πληθυσμό (15-64 ετών) – για τον οποίο οι μεσομακροπρόθεσμες προβλέψεις λόγω της δημογραφικής γήρανσης είναι δυσοίωνες -, το πρόβλημα είναι πράγματι σοβαρό.
Ασφαλώς και μπορεί να μετριαστεί η ένταση του προβλήματος με την αύξηση του ΑΕΠ (όπως προβλέπει το αισιόδοξο σενάριο του Μεσοπρόθεσμου), που θα σημάνει αύξηση της απασχόλησης και έτσι των ασφαλιστικών εισφορών, παράλληλα δε μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ. Και έτσι είναι πιθανόν – και ευκταίο βεβαίως – να επαρκέσουν ηπιότερες επεμβάσεις σε σχέση με εκείνες που έχουν ψηφιστεί με ισχύ από 1.1.2019: λ.χ., μείωση του ποσοστού των περικοπών ανάλογα με την αύξηση του ΑΕΠ σε συνδυασμό με το πάγωμα της συνταξιοδοτικής δαπάνης για την πενταετία 2018-2022 που έχει ήδη ψηφιστεί (για τη συνδυαστική αυτή πρόταση βλ. Στρατόπουλο, όπ.π.).
Το έλλειμμα κοινωνικής δικαιοσύνης
Το πιο σημαντικό όμως, κατ’ εμέ, είναι το έλλειμμα κοινωνικής δικαιοσύνης που διαχρονικά χαρακτηρίζει τη ρύθμιση του Ασφαλιστικού, ανεξάρτητα από την αναγκαιότητα ή μη των περικοπών.
Το πολιτικό σύστημα της χώρας αδυνατεί να προβεί σε παρεμβάσεις με βάση κριτήρια ουσιαστικής δικαιοσύνης στις σχέσεις μεταξύ των νυν συνταξιούχων, αλλά και κριτήρια διαγενεακής δικαιοσύνης, δηλαδή δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών. Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι, τα τελευταία χρόνια, οι συντάξεις να περικόπτονται κατά κανόνα οριζοντίως, με ένα δρεπάνι που κόβει και τα ξερά και τα χλωρά και γεννά συνεχώς αδικίες, την ίδια δε στιγμή που διατηρούνται προκλητικές νησίδες προνομιακής μεταχείρισης.
Γενικότερα, βεβαίως, είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα έχουμε σοβαρό πρόβλημα εφαρμοσμένης κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεδομένου όμως ότι πλέον οι δημόσιοι πόροι δεν είναι απλώς πεπερασμένοι αλλά και εξαιρετικά περιορισμένοι, είναι επιτακτική η ανάγκη να εφαρμόσουμε ακριβοδίκαιους τρόπους κατανομής τους – και το Ασφαλιστικό προσφέρεται για μια τέτοια άσκηση δικαιοσύνης.
Η θεωρία της προτεραιότητας και οι επί μέρους όροι δικαιοσύνης
Κατ’ αρχάς, βασική επιταγή μιας δίκαιης αναδιανεμητικής πολιτικής είναι να δίνεται προτεραιότητα στην προστασία των ασθενέστερων και φτωχότερων στρωμάτων. Σύμφωνα με τη σχετική θεωρία περί προτεραιότητας (prioritarianism) του βρετανού φιλοσόφου Ντέρεκ Πάρφιτ, προβάδισμα μέριμνας θα πρέπει να έχουν εκείνοι οι συμπολίτες μας που, εν όψει της συνολικής κοινωνικοοικονομικής τους κατάστασης, εμφανίζουν εντονότερη ανάγκη στήριξης.
Με γνώμονα την αφετηριακή αυτή θέση, μπορούν να ανευρεθούν και επί μέρους ουσιαστικά κριτήρια δικαιοσύνης, που θα ισχύσουν για τις παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό: Επί παραδείγματι, από τη μία πλευρά θα πρέπει να προστατευθούν πλήρως οι ευπαθέστερες ομάδες συνταξιούχων (λ.χ. όσοι λαμβάνουν συντάξεις – υπαρκτής – αναπηρίας ή χηρείας, ή έχουν ανήλικα παιδιά) ή όσοι εργάστηκαν επί δεκαετίες, και από την άλλη να επιδιωχθεί ένας εξορθολογισμός της δαπάνης με επεμβάσεις στις αδικαιολόγητες πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, στις πολλαπλές συντάξεις (424.000 συνταξιούχοι εξακολουθούν να λαμβάνουν τρεις ή περισσότερες συντάξεις…) ή στις κρατικές επιχορηγήσεις σε «ευγενή» Ταμεία μεγάλων (υφιστάμενων ή πρώην) δημοσίων επιχειρήσεων.
Το τείχος των πολιτικών συσχετισμών
Δυστυχώς, οι παρόντες πολιτικοί συσχετισμοί δεν δικαιολογούν ιδιαίτερη αισιοδοξία για μια δίκαιη αναδιανομή των πόρων. Υπάρχουν οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, που διαθέτουν ισχυρή εκλογική δύναμη. Οι δε νέοι που μεταναστεύουν στο εξωτερικό και θα ενίσχυαν τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας μάλλον συναισθάνονται την αδυναμία τους να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις. Το εκλογικό τάνγκο που χορεύει το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος με ένα μεγάλο τμήμα των συνταξιούχων δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας για τους νέους και δημιουργικούς ανθρώπους. Οι τελευταίοι, πέραν της βαριάς φορολογίας, καταβάλλουν υψηλές ασφαλιστικές εισφορές (για αβέβαιες μελλοντικές συντάξεις), ενώ αν περάσουν στην ανεργία λίγοι θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν επίδομα ανεργίας – απόρροια και αυτό μιας άδικης κατανομής πόρων (σύμφωνα με ΟΑΕΔ και ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό των ανέργων που εισπράττουν επίδομα ανεργίας – 360 ευρώ/μήνα – κινείται στο 12,8%).
Ανάγκη για ένα νέο διαγενεακό κοινωνικό συμβόλαιο
Πάντως, και το παραπάνω «τάνγκο» συνιστά ένα θνησιγενές, αργά ή γρήγορα, κοινωνικό μοντέλο. Μια γηρασμένη κοινωνία δεν πάει πουθενά. Είναι καιρός πλέον να κάνουμε μια ανοιχτή συζήτηση, στην κοινωνία αλλά και στις οικογένειές μας, επί του Ασφαλιστικού και της διαγενεακής δικαιοσύνης. Με παρρησία και διάθεση συνεννόησης. Και να επιδιώξουμε να καταλήξουμε σε ένα νέο διαγενεακό κοινωνικό συμβόλαιο, αποφεύγοντας διχαστικούς «κοινωνικούς αυτοματισμούς», λαμβάνοντας όμως υπόψη και τις δικαιολογημένες αξιώσεις των νέων και δημιουργικών ανθρώπων. Το συμβόλαιο αυτό αποτελεί όρο αναγκαίο για την κοινωνική ειρήνη και τη μελλοντική ευημερία της πατρίδας μας.
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.