Των Γουίλιαμ Π. Κρος, Οφερ Κένιγκ, Σκοτ Προύζερς, Γκίντεον Ράχατ

Πλήθος μελετών εσωκομματικών διαδικασιών σε διάφορες χώρες υποδεικνύουν μια αυξανόμενη τάση εκδημοκρατισμού η οποία εκδηλώνεται με την εξουσιοδότηση κομματικών μελών και υποστηρικτών να εκλέγουν αρχηγούς και υποψηφίους. Ενώ πριν από μόλις μερικές δεκαετίες μέλη και υποστηρικτές δεν είχαν παρά ελάχιστο ή και μηδενικό λόγο στα ζητήματα αυτά, σήμερα παίζουν ενεργό ρόλο στην επιλογή του κομματικού προσωπικού σε πλήθος κομμάτων ανά τον κόσμο.

[…]

Η εξάπλωση των προκριματικών εκλογών καθιστά ζωτικής σημασίας τη διερεύνηση των δυνητικών τους συνεπειών. Αν και πολλά κόμματα πιστεύουν ότι οι προκριματικές εκλογές ως πιο ανοικτή και συμπεριληπτική μέθοδος επιλογής έχουν ευεργετικές συνέπειες για την υγεία τους, παρόμοιες διαδικασίες έχουν τις δικές τους προκλήσεις. Η υιοθέτηση των προκριματικών έχει συνέπειες τόσο για την εσωτερική δυναμική των κομμάτων όσο και για τα πολιτικά συστήματα στα οποία αυτά εντάσσονται.

Ως προς τη συμμετοχή υπάρχει ευρεία συναίνεση αναφορικά με το ότι η κίνηση για τη διεύρυνση της εσωκομματικής δημοκρατίας αποτελεί την απάντηση των κομμάτων στη μείωση των μελών τους και στην ανάγκη να αναζωογονηθούν τα υπάρχοντα μέλη και οι ψηφοφόροι. Επομένως, οι προκριματικές εκλογές είναι ένα βήμα στην κατεύθυνση της αύξησης της συμμετοχής και θεωρούνται θετική εξέλιξη. Η μεταβολή στον αριθμό των εκλεκτόρων συχνά είναι εντυπωσιακή. Ο αρχηγός του Φιλελεύθερου Κόμματος της Βρετανίας εξελέγη το 1967 από μια κοινοβουλευτική ομάδα 12 μελών. Εννέα χρόνια αργότερα, με διευρυμένη μέθοδο επιλογής, ο επόμενος αρχηγός εξελέγη από 20.000 μέλη του κόμματος. Με παρόμοιο τρόπο οι περισσότεροι από τους υποψήφιους βουλευτές του ισραηλινού Εργατικού Κόμματος επιλέχθηκαν το 1988 από τους 1.200 αντιπροσώπους της κεντρικής επιτροπής του. Τέσσερα χρόνια αργότερα, έπειτα από την υιοθέτηση προκριματικών εκλογών, στη διαδικασία συμμετείχαν περισσότερα από 110.000 μέλη του κόμματος.

Πολλές μελέτες ωστόσο επισημαίνουν την πιθανότητα η αυξημένη συμμετοχή να έχει το τίμημά της. Οι Γκίντεον Ράχατ και Ρέουβεν Χαζάν υποστηρίζουν σε μια μελέτη τους ότι η αύξηση της συμπερίληψης μπορεί να αντιστοιχεί σε χαμηλή «ποιότητα» συμμετοχής. Αυτό μπορεί να λάβει τη μορφή αδέσμευτων (και αδιάφορων) κομματικών μελών που βλέπουν την ταυτότητά τους ως μέλους ως κάτι προσωρινό που τους επιτρέπει απλώς τη συμμετοχή στις προκριματικές εκλογές. Αυτά τα λεγόμενα «στιγμιαία μέλη» κατά καιρούς δημιουργούν πλημμυρίδες εγγραφών. Οταν όμως η εκλογική διαδικασία λάβει τέλος, αποχωρούν. Στο μεταξύ, τα αφοσιωμένα μέλη βλέπουν τα προνόμιά τους να εξισώνονται με αυτά προσωρινών επισκεπτών. Επιπλέον, τα στιγμιαία μέλη ενίοτε στρατολογούνται από κομματικούς μεσίτες στην υπηρεσία ενός υποψηφίου εξυπηρετώντας έτσι προσωπικά συμφέροντα. Μια άλλη ανησυχία είναι ότι η αυξημένη συμμετοχή μπορεί να επιτρέψει σε εξωτερικούς παράγοντες και ομάδες που προσανατολίζονται σε συγκεκριμένα ζητήματα να εκμεταλλευθούν τη διαδικασία προκειμένου να καταλάβουν τοπικές επιτροπές. […]

Κάπως έτσι το 2015 η βρετανική εφημερίδα «Independent» ανέφερε ότι μέλη μικρών και περιθωριακών κομμάτων (όπως και Συντηρητικοί που αποσκοπούσαν στην αποδυνάμωση των Εργατικών με την εκλογή ενός περιθωριακού υποψηφίου) προχώρησαν σε εγγραφές ώστε να συμμετάσχουν στην ημι-ανοικτή προκριματική εκλογή της ηγεσίας του κόμματος προκειμένου να υποστηρίξουν τον Τζέρεμι Κόρμπιν, τον οποίο κάποιοι περιέγραφαν ως μαρξιστή.

[…]

Ενα σημαντικό πλεονέκτημα των προκριματικών εκλογών αφορά τη διαφάνειά τους. Ως μέθοδος επιλογής που θεμελιώνεται στην επίσημη ψηφοφορία και όχι σε παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις διακρίνεται από μια ευθεία γραμμή που ενώνει τη βούληση του εκλεκτορικού σώματος με τα ίδια τα αποτελέσματα – με τον εκλεγμένο  ηγέτη. Ωστόσο, η διαφάνεια μπορεί να έχει επίσης το τίμημά της όταν το ύψος της στρατολόγησης, το επίπεδο συμμετοχής και οι εσωκομματικές διαιρέσεις παίρνουν διαστάσεις στα μέσα ενημέρωσης. Αν και οι πολίτες τυπικά θεωρούν τη διαφάνεια θετική δημοκρατική αξία, μπορεί ενίοτε να αποδειχθεί βλαπτική για τα κόμματα όταν η εσωκομματική δυναμική, η αριθμητική ισχύς σε επίπεδο μελών και η οργανωτική υγεία τίθενται υπό το μικροσκόπιο, εξετάζονται και αναλύονται.

Ο κ. Γουίλιαμ Π. Κρος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κάρλτον. Ο κ. Οφερ Κένιγκ είναι καθηγητής στο Ακαδημαϊκό Κολέγιο της Ασκελόν. Ο κ. Σκοτ Προύζερς είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Νταλχάουζι. Ο κ. Γκίντεον Ράχατ είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την εισαγωγή τους στο βιβλίο «The Promise and Challenge of Primary Elections» (εκδ. McGill-Queen’s University Press).