Το μεγαλύτερο μέρος ενός αιώνα ο λαϊκισμός θεωρούνταν ένα καθαρά λατινοαμερικανικό φαινόμενο, μια επαναλαμβανόμενη πολιτική πληγή χωρών όπως η Αργεντινή, το Εκουαδόρ και η Βενεζουέλα. Τα τελευταία λίγα χρόνια, όμως, ο λαϊκισμός έγινε παγκόσμιος, αναστατώνοντας χώρες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο η Ουγγαρία, η Ιταλία, οι Φιλιππίνες και οι ΗΠΑ. Ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, ο νέος πρόεδρος της Βραζιλίας, αποτελεί το τελευταίο παράδειγμα μιας ευρύτερης τάσης.

Οι λαϊκιστές πολιτικοί κερδίζουν έδαφος όταν οι εργαζόμενοι και οι πολίτες της μεσαίας τάξης αισθάνονται ότι έχουν αδικηθεί από τις ελίτ της χώρας τους. Μέσα στη δυστυχία τους, οι ψηφοφόροι στρέφονται προς ισχυρές, χαρισματικές προσωπικότητες των οποίων η ρητορική επικεντρώνεται συχνά στις αιτίες και στις επιπτώσεις της ανισότητας. Επιπλέον, οι λαϊκιστές ηγέτες είναι εθνικιστές και το νόμισμά τους είναι η αντιπαράθεση. Συνεπώς, «ο λαός» πρέπει να τεθεί κατά του πολιτικού κατεστημένου, των μεγάλων εταιρειών, των τραπεζών, των πολυεθνικών, των μεταναστών και άλλων ξένων θεσμών.

Μόλις παίρνουν την εξουσία, οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις τείνουν να εφαρμόζουν πολιτικές που αποσκοπούν στην αναδιανομή του εισοδήματος. Συχνά αυτές περιλαμβάνουν μη βιώσιμα δημοσιονομικά ελλείμματα και νομισματική επέκταση. Οι λαϊκιστικές πολιτικές – που περιλαμβάνουν επίσης τον προστατευτισμό, ρυθμίσεις που κάνουν διακρίσεις και capital controls – παραβιάζουν τις περισσότερες από τις βασικές αρχές της παραδοσιακής οικονομικής πολιτικής. Αλλά η ετεροδοξία προϋποθέτει ρήξη με το status quo. Και σύμφωνα με τους λαϊκιστές, επειδή το status quo είναι η πηγή των δεινών της χώρας τους, η ρήξη με αυτό αποτελεί τη μοναδική λύση.

Η Βενεζουέλα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μπορεί να επικρατήσει ο λαϊκισμός. Το αρχικό γεγονός που έδωσε ορμή στο λαϊκιστικό κίνημα στη χώρα συνέβη σχεδόν 10 χρόνια προτού ανεβεί στην εξουσία ο Ούγκο Τσάβες. Στις 27 Φεβρουαρίου 1989, ταραχές ξέσπασαν στην πρωτεύουσα Καράκας ύστερα από την ανακοίνωση ότι τα εισιτήρια των δημόσιων συγκοινωνιών θα αυξάνονταν κατά 30%. Για να επαναφέρει την τάξη, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να καλέσει τον στρατό. Υστερα από πέντε ημέρες βίας, περισσότερα από 300 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους.

Το επεισόδιο αυτό έστρωσε το έδαφος για το αποτυχημένο πραξικόπημα του Τσάβες τον Φεβρουάριο του 1992. Στη διάρκεια των δύο ετών που παρέμεινε στη φυλακή, ο Τσάβες προετοιμάστηκε να βάλει υποψηφιότητα για την προεδρία και, όταν αποφυλακίστηκε, επισκέφτηκε τη μια πόλη μετά την άλλη για να παρουσιάσει το λαϊκιστικό πρόγραμμά του. Η οικονομία παράπαιε και οι φτωχοί τον λάτρευαν. Στις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου 1998 κέρδισε πανηγυρικά.

Παρόμοιες κρίσεις με βαθιές ρίζες βρίσκονται πίσω από το κύμα του δεξιού λαϊκισμού σήμερα. Στη Βραζιλία, ο Μπολσονάρο οφείλει την ξαφνική δημοτικότητά του σε μια οικονομική και κοινωνική κρίση που σιγόβραζε σχεδόν μια δεκαετία, προκαλώντας υψηλή ανεργία και μειώνοντας τους μισθούς σε όλους τους τομείς. Την ίδια στιγμή, η χώρα ήταν βυθισμένη σε τεράστια διαδοχικά σκάνδαλα διαφθοράς που κατέληξαν στη φυλάκιση του πρώην προέδρου Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα και στην αμφισβήτηση και καθαίρεση από το αξίωμά της της διαδόχου του Ντίλμα Ρουσέφ.

Ομοίως, η οικονομική κρίση του 2008 έβαλε τις βάσεις για να εμφανιστεί ο λαϊκισμός στις ανεπτυγμένες χώρες. Οι απλοί πολίτες απεχθάνονταν τη διάσωση των τραπεζών και οι προσφυγικές κρίσεις στην Ευρώπη και αλλού έριξαν λάδι στην εθνικιστική φωτιά.

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην εμπειρία της Λατινικής Αμερικής με τον λαϊκισμό και εκείνη των ανεπτυγμένων οικονομιών σήμερα. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις ΗΠΑ και σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες φθάνουν σε νέα ύψη και ο δανεισμός έχει ανεβεί σε επικίνδυνα επίπεδα. Το μάθημα από την ιστορία είναι ότι μια κρίση χρέους μπορεί να βρίσκεται στον ορίζοντα.

Υπάρχουν επίσης αξιοσημείωτες ομοιότητες σε σχέση με το πώς οι λαϊκιστές ηγέτες ασκούν στην πράξη την πολιτική, ιδίως η έμφαση που δίνουν στην υποκίνηση δημόσιων εκδηλώσεων λαϊκής υποστήριξης. Για να μην παρεξηγούμαστε, οι διαδηλώσεις «MAGA» (Make America Great Again) του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι το ίδιο με τις μαζικές πορείες του Τσάβες. Αλλά οι χλευαστικές επιθέσεις του Τραμπ εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων, η ρητορική του κατά της παγκοσμιοποίησης και η περιφρόνηση προς τις ελίτ είναι όλα οικεία σε πολλούς Λατινοαμερικανούς. Και όπως οι λατινοαμερικανοί λαϊκιστές του παρελθόντος, η κυβέρνηση Τραμπ εφαρμόζει μια ατζέντα προστατευτισμού για να προστατεύσει τις εγχώριες βιομηχανίες από τον ανταγωνισμό.

Επίσης, οι λατινοαμερικανοί λαϊκιστές έχουν προ πολλού καταδικάσει εμφατικά τους καθιερωμένους θεσμούς, ιδίως εκείνους που είναι επιφορτισμένοι με το να ελέγχουν την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Ο Τσάβες επέκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο και στη συνέχεια το γέμισε με πιστούς του. Ο πρώην πρόεδρος του Εκουαδόρ, Ραφαέλ Κορέα, απειλούσε ότι θα άλλαζε το σταθερό νομισματικό καθεστώς της χώρας. Και ο πρώην πρόεδρος του Περού, Αλαν Γκαρσία, εξαπέλυε σφοδρές επιθέσεις κατά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Ομοίως, ο Τραμπ υποτίμησε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ως «τρελή» και «loco» λόγω του ότι επιδίωκε την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Και στην Ιταλία, όπου η κυβέρνηση έχει προτείνει έναν προϋπολογισμό που παραβιάζει τους κανόνες για το έλλειμμα της ΕΕ, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Ματέο Σαλβίνι μίλησε με σκληρά λόγια για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Υπάρχουν βεβαίως και διαφορές. Η σημαντικότερη είναι ότι πολλές από τις προηγμένες οικονομίες, όπου οι λαϊκιστικές δυνάμεις έχουν κερδίσει έδαφος, συνεχίζουν να έχουν περιορισμούς στη νομισματική πολιτική τους. Αντίθετα με τη Λατινική Αμερική, η ΕΚΤ δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να χρηματοδοτήσει τις δημοσιονομικές δαπάνες των κυβερνήσεων. Αν και η Ιταλία ανήκει στην ευρωζώνη, έχει ελάχιστη επιρροή στη λειτουργία της ΕΚΤ. Οσο η κατάσταση παραμένει έτσι, η λαϊκιστική στιγμή της Ιταλίας είναι απίθανο να τελειώσει με μια μεγάλη πληθωριστική έκρηξη, όπως συμβαίνει παραδοσιακά στη Λατινική Αμερική. Η Αργεντινή, για παράδειγμα, είχε πληθωρισμό 41% αμέσως μετά τις διαδοχικές προεδρίες του Νέστορ Κίρτσνερ και της συζύγου του Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρτσνερ.

Τούτων λεχθέντων, γίνεται κουβέντα για ένα πιθανό «Italexit», όπου οι Ιταλοί θα αποχωρήσουν από την ευρωζώνη και θα επανεισαγάγουν τη λιρέτα. Αλλά οι Ιταλοί πρέπει να καταλάβουν ότι όταν άλλες χώρες (για παράδειγμα, η Λιβερία) εισήγαγαν ένα εγχώριο νόμισμα, δεν κατέληξε καλά. Πράγματι, το σημαντικότερο μάθημα που παίρνουμε από τις λαϊκιστικές εμπειρίες της Λατινικής Αμερικής είναι ότι κατά κανόνα τελειώνουν άσχημα. Τελικά, τα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος βρίσκονται σε χειρότερη θέση από εκείνη όπου βρίσκονταν όταν ξεκίνησε το λαϊκιστικό πείραμα.

Ο κ. Sebastián Edwards είναι καθηγητής Διεθνούς Οικονομίας στη Anderson Graduate School of Management του UCLA.