Το 1975 ο 41χρονος Νόρμαν Ρέινολντς εργαζόταν στο σετ της ταινίας «Η τυχερή κυρία», όπου κυρία του φιλμ ήταν η Λάιζα Μινέλι και κύριος ο Μπαρτ Ρέινολντς. Πρώην στέλεχος της διαφήμισης, αν και απόφοιτος καλλιτεχνικής σχολής, είχε κολλήσει αρχικά το «μικρόβιο» της σκηνογραφίας στα στούντιο του Σέπερτον και ήταν ήδη βετεράνος δύο σεζόν του «Αγίου» και της «Επιχείρησης Κεραυνός» του Τζέιμς Μποντ. Στο πλατό της «Τυχερής κυρίας», όμως, συναντήθηκε με έναν τριαντάρη Αμερικανό ο οποίος τον στρατολόγησε για ένα έπος επιστημονικής φαντασίας που προετοίμαζε για χρόνια – αλλά ακόμη δεν είχε οριστική χρηματοδότηση. Το 1977 το ανώνυμο έπος του Τζορτζ Λούκας θα έσπαγε τα ταμεία ως «Ο Πόλεμος των Αστρων» και ο Ρέινολντς θα είχε γίνει ήδη ο άνθρωπος που είχε δημιουργήσει τόσο εντυπωσιακά σκηνικά όσο ο βάλτος του Γιόντα (πλημμυρισμένο στούντιο συν αναρριχητικά φυτά) και ο ερημικός πλανήτης του Λιουκ Σκαϊγουόκερ (στις αμμώδεις εκτάσεις της Τυνησίας). Αυτά του εξασφάλισαν το πρώτο του Οσκαρ – και τη φήμη πως μπορούσε να κατασκευάσει θαυμαστά σκηνικά αντικείμενα από το μηδέν. Η φήμη αλήθευε: ο Ρέινολντς ήταν απίστευτα επινοητικός, ευέλικτος και με μεγάλη φαντασία. Περνώντας από ένα αεροδρόμιο του Μεξικού το 1980 το βλέμμα του στάθηκε σε ένα «κακόγουστο σουβενίρ». Το αγόρασε χωρίς δεύτερη κουβέντα και με την κατάλληλη μπογιά το μεταμόρφωσε στο χρυσό είδωλο που ο Χάρισον Φορντ ως Ιντιάνα Τζόουνς ανακαλύπτει στις πρώτες σκηνές των «Κυνηγών της Χαμένης Κιβωτού». Γι’ αυτή την ταινία απέσπασε το δεύτερο Οσκαρ του και υπήρξε, κατά τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο «δημιουργικός πυρήνας» ολόκληρης της τριλογίας. Στις δύο συνέχειες του «Πολέμου των Αστρων», στα πρώτα «Superman», στην «Αυτοκρατορία του Ηλιου» και όπου αλλού εργάστηκε με ευσυνειδησία και ενεργητικότητα, ο Νόρμαν Ρέινολντς ήταν ένας από το πλήθος των ανθρώπων πίσω από την οθόνη που κατέστησαν τον κινηματογράφο τη μεγάλη τέχνη του 20ού αιώνα. Γιατί για τον ίδιο, δεν αρκούσαν μόνο οι σταρ: το σκηνικό, έλεγε, ήταν «ο βουβός ηθοποιός», ο κομβικός συντελεστής στην επιτυχία των ομιλούντων.