Οι γενιές που ταυτίστηκαν με τη στερέωση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας γερνούν, προσκρούοντας σε κινδύνους που είχαν υποτιμηθεί στο παρελθόν. Διαπιστώνουμε – κι εγώ ανήκω σε όσους έχουν λογαριασμούς με την πολιτική ιστορία της χώρας στο δεύτερο μισό του εικοστού – ότι μια άλλη αποκατάσταση επείγει: η αναδημιουργία μιας κοινωνικής, περιβαλλοντικής και ηθικής ενδοχώρας, πάνω στην οποία θα μπορέσουν να λειτουργήσουν καλύτερα οι θεσμοί. Σε μεγάλο βαθμό και με κάποιες εξαιρέσεις, στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία η λογική της ποσότητας είχε υποτάξει τη λογική της ποιότητας: στον τρόπο που ενθαρρύνθηκε η μεγέθυνση της οικονομίας, στη χωροταξία και στην οικιστική επέκταση, στη σύνθεση της ευημερίας. Σχηματικά, από το 1974 και έως πρόσφατα η κυρίαρχη φαντασιακή σημασία ήταν η άτακτη ικανοποίηση ατομικών ή συντεχνιακών επιθυμιών χωρίς αναστοχασμό των επιπτώσεων. Τώρα συνειδητοποιούμε το πόσο αδιανόητη είναι η συνέχιση του ίδιου μοντέλου. Αυτός είναι και ο λόγος που προσωπικά δεν μου φαίνεται πειστική η εγκωμιαστική αν όχι αποθεωτική τοποθέτηση για τα πόσα έχουμε καταφέρει ως έθνος και πολιτικό σύστημα ή για τις κατακτήσεις της δημοκρατίας μας. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι στη δεκαετία της μνημονιακής κρίσης και της χρεοκοπίας είχε μεγάλη παιδαγωγική αξία η υπεράσπιση των μεγάλων μεταπολιτευτικών τομών απέναντι στους γκρίζους αναθεωρητισμούς, στην ακροδεξιά νοσταλγία (για μια τάχα «αγνή», παλαιά Ελλάδα) και σε αχάριστα ψευτοριζοσπαστικά συνθήματα που φανέρωναν ηχηρή άγνοια της Ιστορίας. Από τη σκοπιά του 2023 όμως μια κάπως εξωραϊσμένη αντίληψη για τις προόδους έχουμε καταφέρει, δεν είναι επαρκής απάντηση στη γενικευμένη αυτομαστίγωση (που βλέπει μόνο τις αποτυχίες της σύγχρονης Ελλάδας).

Μεγαλύτερο λάθος είναι πλέον το να κρύβουμε τις μεγάλες αποτυχίες και τις λάθος επιλογές αυτών των δεκαετιών. Νομίζω ας πούμε ότι, από περιβαλλοντική άποψη, πολλές περιοχές της χώρας αποδεικνύουν ότι είμαστε ένα failed state. Η κατάσταση των δημόσιων χώρων και η μεταχείριση των συλλογικών μας πόρων, του νερού και της γης είναι συχνά απελπιστική. Η ποιότητα ζωής μεγάλου τμήματος του πληθυσμού – και όχι μόνο των κλασικά ευάλωτων στρωμάτων – είναι υποβαθμισμένη και απέχει πολύ από την εξιδανικευμένη περιγραφή μιας μεσοαστικής ευζωίας και κανονικότητας.

Με άλλα λόγια, τα σκοτεινά σημεία δεν μπορεί να παραμεριστούν ως επουσιώδη ή περιπτωσιολογικά. Για αυτό και μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η δημοκρατία που εξελίχθηκε με τη συμβολή πολλών υποκειμένων  και τώρα γιορτάζουμε τα 49 της χρόνια, έχει αγγίξει την ανάγκη μιας τομής. Η συνέχεια σε θεσμούς και διαδικασίες δεν μπορεί να μεταφράζεται σε διαιώνιση ιδεών και βαθιά άκαιρων προτύπων που δεν εκτιμούν τις σημερινές οριακές αντοχές πολλών συστημάτων. Ενας αρχιτέκτονας, ο Απόστολος Καλφόπουλος, έγραψε κάπου ότι ένα νέο 114 θα απαιτούσε σήμερα ένα 15% για την αποκατάσταση της φύσης, για την αληθινή και μελετημένη προστασία των προϋποθέσεων της ζωής. Και είναι αλήθεια πως η ανθρώπινη ζωή είναι το μεγάλο και έσχατο αγαθό. Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι όμως αυτονομημένη από τις άλλες διαδικασίες της ζωής και της φύσης. Η κοινωνική συνθήκη δεν μπορεί να υπάρξει με όρους ασφυξίας και ερημοποίησης.

Από το 1974 και στις δεκαετίες της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας αναδύθηκε μια εποχή ειρηνικής, καταναλωτικής ευημερίας δίχως σοβαρά κριτήρια και όρους. Τώρα έχουμε μπει σε μια άλλη οντολογική συνθήκη για τη χώρα και την επιβίωσή της. Το παλαιό συμβόλαιο – και των εκσυγχρονισμών και των συντηρητισμών που προέκυψαν από τη μήτρα του – δεν μπορεί να διαιωνίζεται όταν οι συνθήκες έχουν αλλάξει και άλλες γενιές πρέπει να κατοικήσουν τον τόπο με αξιοπρέπεια.

{IDI}Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.{IDI}