O γράφων έμενε, ως παιδί, στη δεκαετία του 1970, στο Γαλάτσι (στην Αθήνα). Νέφος, ζέστη, συνεχή βραδινά ατυχήματα στη Γαλατσίου με ατέρμονους διαπληκτισμούς και ύβρεις μεταξύ των οδηγών. Οπότε, ο πατέρας μου αποφάσισε, για το «καλό των παιδιών», να μετακομίσουμε στον «καθαρό αέρα του βουνού», ήτοι Θρακομακεδόνες.

Το 1980 λοιπόν, βρεθήκαμε στην όχι τότε πυκνοκατοικημένη περιοχή των Θρακομακεδόνων. Καθαρός αέρας και ησυχία όλο τον χρόνο με αρκετές, όμως, χιονοπτώσεις Ιανουάριο-Φεβρουάριο, οι οποίες παρέλυαν τα πάντα (βλέπε συνεχείς διακοπές νερού και ηλεκτρικού) μέχρι να δεήσει/περάσει κάποιο grader να καθαρίσει τον δρόμο. Το καλοκαίρι, όμως, τα πράγματα άλλαζαν, ειδικά τέλη Ιουλίου και αρχές Αυγούστου, ειδικά όταν φυσούσε. Γιατί, στο βουνό, φυσά δαιμονιωδώς. Πράγματι, οι φωτιές, από τις αρχές του 1980, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνες. Θυμάμαι, ότι ως παιδιά με τον μακαρίτη πατέρα μας, τον θείο μου και άλλους γονείς και συμμαθητές, ελλείψει σχολείου (λόγω διακοπών), κάναμε άτυπες περιπολίες το βράδυ προκειμένου να αποθαρρύνουμε (δεν είχαμε άλλη δικαιοδοσία) τα «παράνομα ζευγαράκια», τα οποία, μεταξύ άλλων, κάπνιζαν στα μονοπάτια της περιοχής αλλά και όσους άλλους (και άλλες) κινούνταν ύποπτα. Οταν, δε, οι φωτιές ήταν σε έξαρση, εμφανίζονταν καμιόνια με στρατιώτες (ή και σμηνίτες από το Τατόι) οι οποίοι, με φτυάρια και κασμάδες, προσπαθούσαν να «αναχαιτίσουν» τις πυρκαγιές.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω