Ησχετική αισιοδοξία ορισμένων κύκλων, μετά την αναθέρμανση της συζήτησης για την πυρηνική ενέργεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μετριάζεται από τη δυστροπία της πραγματικότητας. Η οποία, αν δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για αυτήν, λένε ήδη στη Γαλλία.

Δεν πρέπει να είναι και πολλοί οι αναγνώστες που θα θυμούνται εκείνο το βροχερό ανοιξιάτικο απόγευμα του 1986, όταν είχε ήδη σκάσει το πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ, που τα παιδιά μας έπαιζαν ανέμελα στις εξοχές και τα σύννεφα από τη Ρωσία τα ψέκαζαν με ραδιενεργό καίσιο. Πολλά από αυτά, μαζί και το δικό μου το παιδί, θα κρατήσουν τις αρρώστιες του θυρεοειδούς ως τη μοναδική και διά βίου ανάμνηση. Από την άλλη μεριά, το συσσωρευμένο κόστος για την ευρωπαϊκή ήπειρο έφτασε τότε τα 200 δισ. ευρώ, όσο περίπου και η Φουκουσίμα του 2011. Οι δαπάνες όμως αυτές, καθώς και εκείνες της υγειονομικής περίθαλψης των πληγέντων, δεν θα μετρήσουν ποτέ στις επίσημες αναφορές για το πραγματικό κόστος της πυρηνικής ενέργειας.

Παρά ταύτα, κυρίως λόγω της κρίσης που επέφερε η εισβολή στην Ουκρανία και λιγότερο εξαιτίας του άλλου μεγάλου κινδύνου, της Κλιματικής Αλλαγής, η πυρηνική ενέργεια επανέρχεται πολύ πιο ισχυρή, μετά τη σταδιακή της υποχώρηση τις προηγούμενες δύο δεκαετίες και τις πολιτικές επιτυχίες του αντιπυρηνικού στρατοπέδου, κυρίως των Πρασίνων, της Greenpeace και ιδιαιτέρως των Βορείων. Επανέρχεται από πολλές πλευρές, από καλοθελητές, δογματικούς, αγανακτισμένους, ημιμαθείς, influencers και προπάντων από αυτούς που έχουν ήδη επενδύσει τα ωραία τους ευρώ στις μετοχές. Μεταξύ αυτών βέβαια και πολλοί Γάλλοι, αφού η χώρα τους παράγει  ήδη το 70% της ηλεκτρικής της ενέργειας από τη σχάση των πυρήνων του ουρανίου και δεν σκοπεύει να το βάλει κάτω, παρά τις χλιαρές αντιστάσεις. Το δήλωσε άλλωστε αυτόν τον μήνα ο πρόεδρος Μακρόν, του οποίου η κυβέρνηση έφερε μάλιστα και έναν νόμο-σχέδιο στο κοινοβούλιο για να επιταχύνει τον φιλόδοξο στόχο της κατασκευής έξι αντιδραστήρων-μαμούθ από το 2028 και μετά, προχωρώντας στην εκπλήρωση της υπόσχεσης για αυτό που αποκάλεσε γαλλική «πυρηνική αναγέννηση».

Η Γαλλία στράφηκε στην πυρηνική ενέργεια τη δεκαετία του 1980 και, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, διαθέτει τη μεγαλύτερη βιομηχανία του είδους στον κόσμο, εξάγοντας μάλιστα  ενέργεια και σε τρίτες χώρες. Αυτό την έκανε βέβαια ιστορικά λιγότερο εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο από ό,τι η γειτονική Γερμανία, αλλά και περισσότερο ευάλωτη. Καθώς εγκαταλείπει και αυτή το ρωσικό καύσιμο, διαπίστωσε ότι τα μισά από τα πυρηνικά της εργοστάσια έπρεπε να τεθούν εκτός λειτουργίας για λόγους συντήρησης. Ενα ρεκόρ στην ιστορία του κλάδου, με 26 από τις 56 μονάδες να είναι σήμερα εκτός σύνδεσης για «προγραμματισμένη επισκευή» μετά την ανησυχητική ανακάλυψη ρωγμών και σημείων διάβρωσης σε σωληνώσεις απαγωγής της θερμότητας από τους πυρήνες των αντιδραστήρων.

Ενας στρατός από μηχανικούς έχει εκστρατεύσει στους πυρηνικούς σταθμούς ανά τη Γαλλία τους τελευταίους μήνες, επιθεωρώντας τις εγκαταστάσεις για σημάδια φθοράς, ενώ εκατοντάδες ειδικοί συγκολλητές έχουν στρατολογηθεί για τις επιδιορθώσεις στα κυκλώματα ψύξης. Παράλληλα, πραγματοποιούνται τεστ καταπόνησης για τον έλεγχο τυχόν προβλημάτων στον τομέα της ασφάλειας. Κάτι που σε άλλες εποχές θα ήταν πρόγραμμα ρουτίνας, τώρα αποκτά χαρακτήρα επείγοντος, λόγω του επερχόμενου χειμώνα και της απαίτησης για ελαχιστοποίηση του κινδύνου: ένα πυρηνικό ατύχημα θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να αντέξει η ενεργειακά και περιβαλλοντικά καταπονημένη Γηραιά Ηπειρος.

Βέβαια στη Γαλλία τα κόστη αυτά θα  πληρωθούν κυρίως από το κράτος, δηλαδή από την κρατική EDF, αλλά αυτό δεν εξωραΐζει την εικόνα. Για να καταλάβουμε την κρισιμότητα της κατάστασης, να σημειώσουμε ότι είναι η πρώτη φορά στα χρονικά που ο Μακρόν ετοιμάζεται να αναγκάσει την κυβέρνηση να αναλάβει και το υπόλοιπο 16% του κόστους που δεν της ανήκει (με βάση το σημερινό μετοχικό σχήμα), ύψους σχεδόν 10 δισ. ευρώ. Η EDF όμως, η οποία έχει χρέος σχεδόν 45 δισ. ευρώ, βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση και χρειάστηκε να ανακοινώσει ότι τα κέρδη της το 2022 θα μειωθούν κατά 29 δισ. ευρώ, αφενός λόγω των προβλημάτων της με τους αντιδραστήρες και αφετέρου λόγω της κυβερνητικής απόφασης να την υποχρεώσει να παρέχει (τεχνητά) φθηνό ρεύμα στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Παρόλο που η EDF βιάζεται να συμμορφωθεί με την απαίτηση για επιτάχυνση των επισκευών, αναγκάστηκε εν τούτοις να μειώσει την περασμένη εβδομάδα (μέσα Νοεμβρίου) την πρόβλεψή της για την παραγωγή ηλεκτρικής πυρηνικής ενέργειας για το 2022. Η ανακοίνωση προκάλεσε εκτίναξη του κόστους και της γαλλικής και της ευρωπαϊκής κιλοβατώρας. Οι ηράκλειες προσπάθειες για την επιδιόρθωση τεσσάρων κρίσιμων αντιδραστήρων κράτησαν περισσότερο από το αναμενόμενο και δεν θα επανεκκινήσουν πριν από τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο.

Από την άλλη μεριά, η Γαλλία βρήκε έναν απρόσμενο σύμμαχο στο πρόσωπο της εσθονής επιτρόπου για την Ενέργεια Κάντρι Σίμσον, η οποία ανοίγοντας τις εργασίες του 15ου Ευρωπαϊκού Φόρουμ Πυρηνικής Ενέργειας, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Πράγα από τις 10 έως τις 11 Νοεμβρίου, δήλωσε απερίφραστα ότι στον δρόμο για την ουδετερότητα άνθρακα του 2050, ναι μεν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ευρωπαϊκού συστήματος στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά για αυτό θα χρειαστεί και μια «ενέργεια βάσης» που δεν είναι άλλη από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες (και κατ’ εξοχήν τους αρθρωτούς – modular).

Να προσθέσουμε τέλος ότι η εικόνα συμπληρώνεται με την απεργία στα τέλη του Οκτωβρίου των γάλλων εργατών όλων των πυρηνικών εργοστασίων. Ετσι, παρά τις αναπόφευκτες κλιματικές αναταράξεις, στη Γαλλία τουλάχιστον, ο χειμώνας προβλέπεται καυτός.

Ο κ. Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρόεδρος στο δικτυακό μέσον www.clima21.gr.