Τον Σεπτέμβριο του 2015 μια ομάδα πολιτικών επιστημόνων του Πανεπιστημίου «Τζορτζ Μέισον» στην Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών ανέλυε σε μια ομάδα ξένων υποτρόφων την υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ. Ο αμφιλεγόμενος επιχειρηματίας και παρουσιαστής τηλεοπτικών εκπομπών χαμηλής ποιότητας είχε ανακοινώσει επισήμως πως θα διεκδικούσε το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις 16 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Εξηγώντας λεπτομερώς το περιεχόμενο της καμπάνιας αλλά και την προσωπικότητα του Τραμπ οι πολιτικοί επιστήμονες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ο εκκεντρικός μεγιστάνας θα αποσυρόταν ήδη πριν τα Χριστούγεννα ανοίγοντας δρόμο στους «σοβαρότερους» διεκδικητές Τεντ Κρουζ, Μάρκο Ρούμπιο και Μπεν Κάρσον. Βρισκόμουν στην αίθουσα, όντας ένας από τους υποτρόφους, και άκουγα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις ομιλίες συμφωνώντας εν πολλοίς με τις προβλέψεις. Ζώντας, όμως, ως τον Μάρτιο του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά τη σταδιακή άνοδο του μετέπειτα προέδρου στην κορυφή της πυραμίδας των διεκδικητών του χρίσματος. Ανθρωποι του φιλικού και οικογενειακού μου περιβάλλοντος που γελούσαν αρχικά με την υποψηφιότητα άρχισαν να μεταστρέφονται ακολουθώντας το ορμητικό ρεύμα προς την εξουσία.

Οσο πιο εξωφρενικές οι εμφανίσεις του Τραμπ τόσο πιο πλατιά η απήχησή του στην αμερικανική κοινωνία. Ο απλοϊκός του λόγος, η εξωφρενικά επίπεδη σκέψη του, η έλλειψη τεκμηριωμένων θέσεων όχι μόνο δεν αποθάρρυναν τους ψηφοφόρους αλλά προσέλκυαν ολοένα και περισσότερους σ’ ένα γαϊτανάκι πολιτικής παράνοιας. Για έναν Ευρωπαίο, ωστόσο, το φαινόμενο Τραμπ δεν ήταν πρωτόγνωρο: είχε προηγηθεί ο λαοπλάνος Σίλβιο Μπερλουσκόνι, με τη διαφορά ότι ο ιταλός μεγαλοεπιχειρηματίας είχε διαφορετική αύρα, χαρακτηριζόταν από ιταλική φινέτσα και προσέγγιζε την πολιτική με ποδοσφαιρικό φανατισμό. Ο Μπερλουσκόνι υπήρξε ηδονιστής, ένας μπον βιβάντ με πάθος για την εξουσία. Χαρακτηριστικότερη ίσως στιγμή της πολιτικής του διαδρομής υπήρξε η κίνησή του να αφήσει την καγκελάριο Μέρκελ να περιμένει στο χαλί της υποδοχής κάποιας συνόδου του ΝΑΤΟ ενώ εκείνος συνέχιζε να μιλάει στο τηλέφωνο έχοντας γυρισμένη την πλάτη του στην οικοδέσποινα. Αν αναζητά κανείς μια απεικόνιση της χαώδους διαφοράς μεταξύ δύο πολιτικών που έφτασαν να ηγούνται των χωρών τους ακολουθώντας διαμετρικά αντίθετες διαδρομές δεν έχει παρά να αναζητήσει τη σχετική φωτογραφία.

Η επιτυχημένη πορεία αρκετών επίδοξων ηγετών που κατακτούν την πολιτική εξουσία πλαγιοκοπώντας την, είτε αυτοί προέρχονται από τον χώρο του επιχειρείν είτε από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, συνιστά γεγονός που ενθαρρύνει και άλλους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο· αδιαφορώντας, δηλαδή, για τους βασικούς κανόνες μιας ευθύγραμμης κομματικής ανέλιξης ή αποφεύγοντας πολύχρονες πολιτικές ζυμώσεις. Αποτελεί ήττα της πολιτικής η μετεωρική άνοδος τέτοιων προσωπικοτήτων ή θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για έμμεση ανανέωσή της; Με δεδομένο πως οι εν λόγω «λοξοί πολιορκητές» ανέρχονται σε ύψιστους πολιτειακούς θώκους με δημοκρατικές διαδικασίες θα ήταν κατ’ αρχάς άτοπο να υποστηριχθεί πως η εκλογή τους αποτελεί κάποιου είδους εκτροπή. Οποιοσδήποτε μπορεί να διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο χωρίς περιορισμούς πλην εκείνων που ισχύουν για όλους. Ισως γι’ αυτό θα ήταν προτιμότερο να στρέψει κανείς τους προβολείς στο σώμα των ψηφοφόρων αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους αυτό καταλήγει να προτιμά υποψηφίους εκείθεν της παραδοσιακής πολιτικής σκηνής. Πώς μπορεί να εξηγηθεί, με άλλα λόγια, αυτή η στροφή άλλοτε προς λαμπερούς, εκκεντρικούς επιχειρηματίες και άλλοτε προς άχρωμους τεχνοκράτες;

Τα κοινά χαρακτηριστικά που τους καθιστούν ελκυστικούς στο πλατύ κοινό νομίζω πως είναι η τηλεοπτική, μιντιακή τους υπερπροβολή αφενός αλλά και η καλή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αφετέρου. Στις περισσότερες των περιπτώσεων προβάλλονται, διαφημίζονται και προωθούνται μέσω εναλλακτικών δικτύων, όπως εναλλακτικός είναι, άλλωστε, και ο τρόπος καθόδου τους στην πολιτική. Θα πρέπει, βεβαίως, να ειπωθεί εδώ ότι και τα παραδοσιακά κόμματα επιλέγουν πολύ συχνά υποψηφίους χωρίς πολιτικές περγαμηνές μόνο επειδή απολαμβάνουν υψηλή αναγνωρισιμότητα (ηθοποιούς, αθλητές, δημοσιογράφους) ακυρώνοντας κατά κάποιον τρόπο τις ενστάσεις που διατυπώνονται εναντίον των αλεξιπτωτιστών της πολιτικής. Ή εμπιστεύονται θέσεις ευθύνης σε ανθρώπους χωρίς λαϊκή εξουσιοδότηση με επιχείρημα τα διοικητικά τους προσόντα ή το επιτυχημένο επαγγελματικό τους παρελθόν. Το εκλογικό σώμα, εθισμένο έτσι κι αλλιώς στην ψηφιακή εικόνα μέσω της καθημερινής τριβής του με την τεχνολογία και κουρασμένο εν μέρει από το αναμάσημα υποσχέσεων, μοιάζει να αποζητά το εύκολο μήνυμα και την ταύτιση με πολιτικές περσόνες χωρίς βάθος ή πολιτικό παρελθόν. Από αυτή την άποψη το φαινόμενο των πολιτικών που θα προσπαθήσουν να φτάσουν την κορυφή διά της τεθλασμένης δεν προβλέπεται να είναι παροδικό.

Ο κ. Χρήστος Αστερίου είναι συγγραφέας.