«Ο πολιτισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία». Αυτή η φράση-κλισέ στα στόματα ιθυνόντων και μη τα τελευταία χρόνια εκστομίζεται διαρκώς και με χαρακτηριστική ευκολία προς τους πάντες. Απευθυνόμενη ειδικά δε προς τους εκπροσώπους της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτελεί μια κοινοτοπία-ευφημισμό που σκοπό έχει περισσότερο να συσκοτίσει παρά να διαφωτίσει, ή μάλλον να προβάλει το γεγονός ότι για τους Έλληνες πολιτικούς ο εγχώριος πολιτισμός (και εσχάτως η νεολογική, πιο αγοραία μορφή του, υπό τον τίτλο «brand name Greece») διαχρονικά ταυτίζεται με δύο πράγματα: με τα αρχαία μνημεία και τον τουρισμό.

Ωστόσο, εκτός από τον αρχαίο, υπάρχει και ο σύγχρονος πολιτισμός. Και αν η διαδικασία παραγωγής του σύγχρονου πολιτισμού χαρακτηρίζεται από επίσημα χείλη ως «βιομηχανία,» τότε, σε περίπτωση που αυτό δεν αποτελεί έναν χαιρέκακο αστεϊσμό, μάλλον έχει γίνει αντικείμενο σύγχυσης με τις ξενοδοχειακές και τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες, ή, στην καλύτερη περίπτωση, με τα εκδοτήρια εισιτηρίων των αρχαίων μνημείων.

Παρά τις υψηλόφρονες διακηρύξεις, στην Ελλάδα οι κρατικές δαπάνες για πολιτιστικές υπηρεσίες ανά κάτοικο είναι οι χαμηλότερες στην Ευρώπη – περίπου στο ένα πέμπτο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ενδεικτικά, για το 2023 ο προϋπολογισμός του υπουργείου Πολιτισμού αποτελεί λιγότερο από το 0,06% του συνόλου του κρατικού προϋπολογισμού (Ερευνα διαΝΕΟσις – «Ο Πολιτισμός ως Μοχλός Ανάπτυξης», 2023). Εξάλλου, και με τα δεδομένα κονδύλια, αν κοιτάξει κανείς το οργανόγραμμα του υπουργείου Πολιτισμού, θα διαπιστώσει ότι οι διοικητικές μονάδες οι αφιερωμένες στον σύγχρονο πολιτισμό είναι συνολικά έξι, τη στιγμή που για τα αρχαία και τα νεότερα μνημεία υπάρχουν αντίστοιχα περίπου εκατό υπηρεσίες σε όλη τη χώρα – κι αυτό χωρίς να υπολογίζουμε τα διάφορα νομικά πρόσωπα και τα μουσεία.

Επιπλέον, και σε σχέση με τις αφηγηματικές τέχνες που θα μας απασχολήσουν κατά κύριο λόγο, η πολιτική στήριξης του βιβλίου αγνοείται επίσημα εδώ και μια δεκαετία, από όταν ο τότε υπουργός έκλεισε με απόφασή του εν μιά νυκτί το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, ενώ παράλληλα η Ελλάδα βρίσκεται στην ευρωπαϊκή «ουρά» των δημόσιων επιχορηγήσεων για οπτικοακουστικές παραγωγές. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους: Κάθε χρόνο γυρίζονται περίπου 20 ελληνικές ταινίες μεγάλου μήκους, με μέσο κόστος που εκτιμάται κοντά στις 700.000 ευρώ. Το κόστος αυτό, παρ’ όλο που έχει ανέβει τα τελευταία χρόνια, μετά την έξοδο απ’ την κρίση και τα διάφορα χρηματοδοτικά προγράμματα, παραμένει ωστόσο σημαντικά πιο χαμηλό από τον μέσο όρο των ταινιών μυθοπλασίας στην ΕΕ, στα 3,16 εκατομμύρια ευρώ για το 2019 (διαΝΕΟσις, «Η κινηματογραφική παραγωγή στην Ελλάδα», 2021). Δηλαδή βρισκόμαστε κάτω από το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού μέσου όρου κι αυτό μετά από προσπάθεια!

Υπάρχουν πολλές αντίστοιχες με την Ελλάδα χώρες, με μακραίωνη ιστορία, περισσότερη ίσως απ’ όσο μπορούν κι εκείνες να διαχειριστούν. Καμιά τους ωστόσο δεν δείχνει να λυγίζει τόσο από το βάρος της όσο η δική μας. Ιταλία, Κίνα, Ιαπωνία και Ινδία μπορεί να φιλοξενούν τρισχιλιετή αρχαία μνημεία, ωστόσο παράγουν σύγχρονο πολιτισμό με στιβαρή αυτοπεποίθηση, έχοντας ακμάζουσες κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και εκδοτικές βιομηχανίες.

Χώρες σε πιο κοντινά «κυβικά» με τα δικά μας, η Τουρκία, η Νότια Κορέα, η Σουηδία και η Δανία, χάρη σε κρατικές πολιτικές που θέσπισαν προ εικοσαετίας, με τις οποίες δεσμεύτηκαν να καλλιεργήσουν συστηματικά και υπομονετικά το έδαφος της δημιουργικότητάς τους, δρέπουν τώρα καρπούς, έχοντας κατακλύσει τις διεθνείς τηλεοπτικές και κινηματογραφικές πλατφόρμες με τις οπτικοακουστικές τους δημιουργίες, προβάλλοντας έτσι ανεπανάληπτα όχι μονάχα τις ομορφιές των χωρών τους με έναν επιπόλαιο, ρηχό τρόπο (ιδέ τουριστικές καμπάνιες), αλλά στην ουσία προωθώντας το ίδιο το παρόν πρόσωπο, το πνευματικό εύρος και τα διανοήματα των λαών τους, στρέφοντας τα μάτια ολόκληρου του πλανήτη με ενδιαφέρον και (γιατί όχι;) με αγάπη προς το μέρος τους. Αντίστοιχα, στη λογοτεχνία, χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία, με τα ταλέντα που συστηματικά φροντίζουν και προβάλλουν, έχουν θέσει βάσεις για τα επόμενα Νομπέλ, τη στιγμή που τα δικά μας βιβλία πνίγονται επαναληπτικά στους ωκεανούς του διεθνούς ανταγωνισμού, δίχως να αφήνουν ορατά ίχνη πίσω τους.

Με λίγα λόγια: δεν υπάρχει καμία «σοβαρή» χώρα παγκοσμίως, που να μην αναδεικνύει τη διάδοση του σύγχρονου πολιτισμού της με θεσμική μορφή και σύστημα, ως έναν μηχανισμό για τη στήριξη των πολιτικών, των εθνικών, ακόμα και των διπλωματικών ή και στρατηγικών επιλογών της. Ωστόσο, απαιτείται ένα σημαντικό στοιχείο για να τεθούν σε εφαρμογή παρόμοια σχέδια, το οποίο στη χώρα μας, σε όλα τα επίπεδα της συλλογικής μας ζωής, σπανίζει εξαιρετικά και επιπλέον μοιάζει να προκαλεί αλλεργία: η υπομονή. Ο μακρόπνοος σχεδιασμός. Μαζί φυσικά με τη χρηματοδοτική γενναιοδωρία.

Αναζητώντας τα καλά νέα: Το ΕΚΟΜΕ είναι σίγουρα κάτι θετικό, έχει όμως ήδη πολλά προβλήματα και σίγουρα δεν «φτάνει». Αναμενόμενη η επερχόμενη ένωσή του με το Κέντρο Κινηματογράφου και η υπαγωγή του στο υπουργείο Πολιτισμού, ας δούμε τι θα συμβεί στη συνέχεια. Εν τούτοις, η απόδοση του 1,5% της τηλεοπτικής διαφήμισης και η ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για τη διάθεση του ποσοστού που προέρχεται από τις πλατφόρμες ακόμα αναζητούνται, καθώς και η επεξεργασία μιας συνολικής, εξωστρεφούς πολιτικής. (Κλασικό παράδειγμα κοντόθωρης στρέβλωσης: ο διαμοιρασμός των διαθέσιμων κονδυλίων σε πολλές χαμηλού επιπέδου παραγωγές, με στόχο «να είναι όλοι ευχαριστημένοι», αντί να επικεντρώνουμε σε λίγες και καλές ταινίες ή σειρές, με σοβαρή προοπτική εξαγωγής.) Στο πλαίσιο αυτό, τέλος, αισιόδοξο είναι το γεγονός των επιπλέον κονδυλίων που αφιερώνονται από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Στον χώρο του βιβλίου, όπου τα αποτελέσματα των δράσεων είναι συγκριτικά πιο αφανή και βραδυφλεγή από τις παραστατικές τέχνες, απλώνεται μια αδιάσπαστη, απτή αδιαφορία: έπειτα από κάποιες αόριστες εξαγγελίες προ μηνών περί ενός νέου φορέα, επακολούθησαν εκλογές, η θέση του υφυπουργείου Σύγχρονου Πολιτισμού άλλαξε πολιτικό προϊστάμενο και ουσιαστικά επανήλθαμε στο μηδέν. Η χώρα εξακολουθεί να στερείται ενός κρατικού ιδρύματος αφιερωμένου αποκλειστικά στο βιβλίο, με κύριο μέλημα τη στήριξη και την εξωστρεφή προώθησή του – το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού είναι εμφανές πλέον ότι δεν μπορεί να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο, ενώ ακόμα και προγράμματα σε θετική κατεύθυνση όπως το GreekLit υποχρηματοδοτούνται. Επίσης μένει να γίνει τεράστια δουλειά για τη δημιουργία βιβλιοθηκών, την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας και την υποβοήθηση του συγγραφικού επιτηδεύματος μέσω υποτροφιών και συμπράξεων, σε μια χώρα με αναλογικά μικρό αναγνωστικό κοινό, όπου η λογοτεχνία θεωρείται πάρεργο και η ανάγνωση καταναγκαστικό έργο απ’ την πλειοψηφία των πολιτών (έρευνα ΟΣΔΕΛ, 2022).

Πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι τόσο ο γράφων όσο και οι εκπρόσωποι των συναφών κλάδων που έχουν εκφραστεί στο παρελθόν δεν ζητάμε κάτι πέρα από το αυτονόητο: να πλησιάσει δηλαδή η χώρα μας όσο είναι δυνατό τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στα σχετικά κονδύλια. Μήπως, κατ’ αναλογία του παλιού «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», θα πρέπει σήμερα να διεκδικήσουμε «Ψωμί, Πολιτισμό, Μυθοπλασία»; Αν δεν υπάρξει ανασχεδιασμός προς τα πάνω του κρατικού προϋπολογισμού, φοβάμαι ότι καμία «έξυπνη αναδιάρθρωση πόρων» δεν πρόκειται να αλλάξει δραματικά το τοπίο. Για να μην ακούγεται πια η μίζερη, μα τόσο γνώριμη επωδός, επαναλαμβανόμενη τακτικά μεταξύ μας, όταν κλείνουμε βιβλία, τηλεοπτικούς δέκτες, ή όταν βγαίνουμε από κινηματογραφικές αίθουσες: «για ελληνικό, καλό ήταν».

Είναι απογοητευτικό να μη γίνεται κατανοητό ότι κανένα σοβαρό «brand name» δεν μπορεί να χτιστεί μονάχα με φωτογραφίες σελέμπριτι τουριστών στο Instagram, με ηλιόλουστα πελάγη και πλαγιές της Σαντορίνης, όσο δελεαστικές κι αν είναι αυτές, όσα πεντάστερα ξενοδοχεία και αν φιλοξενήσουν. Αυτό που μένει, αυτό που φέρνει πραγματική υπεραξία, είναι μονάχα η ξεχωριστή φωνή. Το βλέμμα. Η συγκίνηση. Ο λόγος.

Ο κ. Νίκος Α. Μάντης είναι συγγραφέας.