Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σαν τον σχοινοβάτη που προσπαθεί να ισορροπήσει στο ισχνό του σύρμα, ενώ λυσσομανούν γύρω του κάθε λογής καταιγιστικές μεταβολές του απρόοπτου. Αποθησαυρίζει στιγμές, εξακολουθεί να πιστεύει παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις στην πρόοδο, αλλά δεν έχει ποτέ τον χρόνο με το μέρος του – γιατί ο χρόνος έχει κάτι στο βάθος του διαβολικό: μας διαβάλλει έναντι του ίδιου μας του εαυτού, παραχαράσσει πρόσωπα, κορμιά και πολιτισμούς, χειραγωγεί στον θάνατο. Αν σταθούμε παράμερα και τ’ αναλογιστούμε με ταρτουφική σοβαρότητα όλα αυτά σαν ν’ αναπολούμε ήδη το πεπρωμένο ασημαντότητας που μας αναλογεί, ίσως μια μελαγχολία αρχίσει να ποιητικοποιεί το παρόν μας. Αν λόγω παιδείας ή ιδιοσυγκρασίας δεν μας ταιριάζει η τέχνη ή η θρησκευτική πίστη, τότε μπορεί και ν’ αναζητήσουμε υπαρξιακή παρηγοριά στη φιλοσοφία.

Τι θέση έχει σήμερα η φιλοσοφία στον δημόσιο χώρο; Αν ρωτήσετε τους μαθητές της Β΄ Λυκείου, θα σας απαντήσουν με βάση το σχολικό τους εγχειρίδιο ότι είναι κάτι δυσνόητο που τους προκαλεί επαναλαμβανόμενα χασμουρητά. Η ναρκισσευόμενη ασάφεια των γάλλων φιλοσόφων, ο τεχνικός χαρακτήρας της αναλυτικής φιλοσοφίας και, γενικότερα, ο ησυχαστικός αναχωρητισμός του φιλοσοφικού ιερατείου στα απομονωμένα πανεπιστημιακά του κάστρα σίγουρα δεν βοηθάει το ευρύ κοινό να νιώσει οικειότητα με τα έργα του στοχασμού. Αν απευθυνθείτε τυχαία σε κάποιον στον δρόμο ρωτώντας τον για ένα φιλοσοφικό βιβλίο που του έκανε εντύπωση, το πιθανότερο είναι να σας υποδείξει κάποιο εγχειρίδιο αυτοβοήθειας που τον ώθησε ν’ αλλάξει τρόπο σκέψης (όχι όμως και τρόπο συμπεριφοράς). Ο «κομφορμισμός του μη-κομφορμισμού» αυτών των εύπεπτων εγχειριδίων αισιοδοξίας τα καθιστά ιδιαιτέρως δημοφιλή, επειδή εκφράζουν ακριβώς τον φιλοσοφικό μηδενιστή της εποχής μας: τον άνθρωπο δηλαδή εκείνον που, σύμφωνα με τον Χρήστο Μαλεβίτση, εννοεί τη θαυμασιότητα της ύπαρξης, αλλά δεν μπορεί να εννοήσει την έσχατη διάσωσή της. Από το πρώτο σκαλί της διόλου αμελητέας εννόησης του θαύματος ως την τόνωση του ναρκισσισμού δεν μεσολαβεί και ιδιαίτερη απόσταση, ειδικά όταν η κουλτούρα της ηδονοθηρικής μας εποχής ευνοεί τη λατρεία του εγώ.

Κι όμως, ο διαβάτης που τυχαία ρωτήσαμε δεν έχει άδικο. Γιατί ν’ ασχοληθεί κάποιος μ’ ένα αντικείμενο που δεν αφορά άμεσα την καθημερινότητά του; Γιατί να τον αγγίξει κάτι που δεν τον βγάζει απ’ την καθησυχαστική του φιλαρέσκεια, που δεν γελοιοποιεί τις νεκρές εικόνες της γλώσσας του, που δεν ανατρέπει το περιχαρακωμένο και «επίσημο» εγώ του, υποδεικνύοντας νέες, απελευθερωτικές κατευθύνσεις στη ζωή του; Τι σχέση έχει άραγε η άνευρη ακαδημαϊκή φιλοσοφία με το περίφημο καυχησιολόγημα του Περικλή, που εκφράζει την τρομερή αυτοπεποίθηση της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας: «φιλοκαλούμεν άνευ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας»; Η φράση, που αποστηθίζαμε στα λυκειακά μας χρόνια στο μάθημα των αρχαίων, σημαίνει ότι αγαπάμε το ωραίο με απλότητα και φιλοσοφούμε χωρίς μαλθακότητα – το πολιτικό, η πολιτική ισχύς της Αθήνας συνδέεται άμεσα με το αισθητικό και με τον καίριο στοχασμό. Θυμάμαι όταν διάβαζα Ντεριντά στα τέλη της δεκαετίας του ʼ90 πως είχα τη βεβαιότητα ότι, αντιγράφοντας τον τρόπο σκέψης του, θα μπορούσα άνετα να αναλύω για μία ολόκληρη ώρα ένα σκουριασμένο καρφί στον τοίχο. Παρ’ ότι θαυμάζω τον Ντεριντά για πολλά, αυτό δεν θα ήταν μια περιεκτική περιγραφή της αυτοϊκανοποιούμενης σκέψης που καταδικάζει ο Περικλής;

Τι θέλουμε λοιπόν από τη φιλοσοφία σήμερα; Είναι σαφές ότι δεν ζούμε πια σ’ έναν κόσμο που αναζητά μια «θέα από το πουθενά» (Τόμας Νέιτζελ) επειδή έχει τρωθεί το κύρος των παραδοσιακών χριστιανικών ερμηνευτικών εργαλείων ή των εκκοσμικευμένων μεταχριστιανικών αφηγήσεων, όπως συνέβαινε, λ.χ., μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στη δεκαετία του 1990. Αντιθέτως στη μετα-μετανεωτερική συνθήκη της ακραίας επισφάλειας, η αποϋλοποίηση της οικονομίας, η πορεία στον άγνωστο κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και ο ψηφιακός μετα-άνθρωπος συνυπάρχουν με τη νοσταλγία του απόλυτου που παίρνει απρόσμενες μορφές (ταυτοτικές διαμάχες, πολιτική ορθότητα, μεταφασισμοί κ.λπ.). Τώρα είναι που χρειαζόμαστε μια φιλοσοφία εκτάκτου ανάγκης για να θέσει τα ερωτήματα, να νοηματοδοτήσει εκ νέου το ανθρώπινο, να προσπαθήσει να φωτίσει την καταστατική αδιαφάνεια της πνευματικότητάς μας. Χρειάζεται οι φιλόσοφοι να απεγκλωβιστούν από τη γνωστική αυτάρκεια των υποσημειώσεών τους και την πιστοποίηση της φιλοσοφικής τους σκευής στους ρητορικούς αγώνες των ανά την υφήλιο συνεδρίων και να σκύψουν πάνω στην καθημερινότητα που αλλάζει.

Και για να επιστρέψουμε στην αρχή του κειμένου. Η φιλοσοφία, κατά Πλάτωνα, είναι μελέτη θανάτου. Το να συνειδητοποιείς όμως τον θάνατο, παρατηρεί ο Ζανκελεβίτς, δεν σε κάνει λιγότερο θνητό. Οπωσδήποτε, όμως, σε κάνει πιο συνειδητό άνθρωπο, σ’ ελευθερώνει απ’ την αδράνεια των συνηθειών. Κι αυτό είναι σε κάθε εποχή απαραίτητο.

Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ».