Αν και η κυβέρνηση εμφανίζεται να το αγνοεί επιδεικτικά, το θέμα επιβάλλεται να τεθεί τώρα ως ένας νέος, μείζων ελληνικός στόχος στην ΕΕ. Τώρα που εντείνονται οι προσπάθειες για τη διαμόρφωση της λεγόμενης ευρωπαϊκής κυριαρχίας (μέσω) και της κοινής αμυντικής πολιτικής και κοινής άμυνας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και ο στόχος αυτός δεν είναι άλλος παρά η πλήρης εγγύηση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, δηλαδή των συνόρων της Ελλάδας στο μεγαλύτερο και πλέον ευαίσθητο μέρος τους, ως κοινών ευρωπαϊκών συνόρων.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και με στόχο την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς «ως ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα» (Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη – ΕΕΠ) η Ενωση αναγνώρισε τη διάκριση ανάμεσα στα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορά της. Το ίδιο έκανε και στο πλαίσιο άλλων κανονισμών, όπως για το «τελωνειακό έδαφος» (η Ενωση συγκροτεί ενιαίο τελωνειακό έδαφος), την κοινή αλιευτική πολιτική κ.λπ. Με την προώθηση της ελεύθερης διακίνησης ατόμων (καθεστώς Συνθήκης Σένγκεν) η ανάγκη κοινής αστυνόμευσης των εξωτερικών συνόρων για λόγους εισόδου κυρίως άτυπων μεταναστών αναγνωρίστηκε επίσης ως αναγκαία ρύθμιση. Ετσι η Συνθήκη της Λισαβόνας έφθασε στο σημείο να προβλέπει ως βασικό στόχο «την προοδευτική δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων» προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία της διέλευσης των εξωτερικών συνόρων (άρθρο 77). Στη βάση αυτή άλλωστε δημιουργήθηκε και η Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή ως προέκταση της Frontex (η οποία ενεργοποιείται και στο Αιγαίο) και η οποία, όπως ανέφερε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, θα αποκτήσει δύναμη 10.000 στελεχών.
Η έννοια όμως των συνόρων ως του στοιχείου που ορίζει την εδαφική ταυτότητα/κυριαρχία μιας κρατικής οντότητας και χρήζει προστασίας ενσωματώθηκε για πρώτη φορά στις διατάξεις της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της Ενωσης με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ (1997), με πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Κ. Σημίτη, και σήμερα αποτελεί πρόνοια της Συνθήκης της Λισαβόνας (άρθρο 21). Στην ίδια Συνθήκη περιλαμβάνεται επίσης η δέσμευση για την προστασία της «ανεξαρτησίας» και «ακεραιότητας» της Ενωσης. Το πολύ σημαντικότερο όμως είναι ότι στη Συνθήκη αυτή έχει ενσωματωθεί η λεγόμενη «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» («mutual assistance clause», άρθρο 42,7), η οποία δεσμεύει πολιτικά και νομικά τα κράτη-μέλη της Ενωσης να συνδράμουν «με όλα τα μέσα στη διάθεσή τους» (πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά) ένα άλλο κράτος-μέλος που πέφτει θύμα εξωτερικής επιθετικότητας (aggression). Πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντική ρύθμιση που συμβάλλει στην ανάδειξη της Ενωσης σε οιονεί «σύστημα συλλογικής ασφάλειας» και ήδη έχει ενεργοποιηθεί για πρώτη φορά από τη Γαλλία για την αντιμετώπιση των τρομοκρατικών απειλών και επιθέσεων. Αλλά περιέργως δεν έχει ενεργοποιηθεί ποτέ από την Ελλάδα, έστω κι αν η υιοθέτησή της αποτέλεσε ελληνική πρωτοβουλία (η οποία εκδηλώθηκε με σχετική πρόταση που υπέβαλε ο γράφων στη διαπραγμάτευση για την κατάρτιση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και στη συνέχεια πέρασε αυτολεξεί στη Συνθήκη της Λισαβόνας). Η ελληνική πλευρά δεν φαίνεται να έχει ενδιαφερθεί ούτε καν για τη θέσπιση των πρακτικών ρυθμίσεων (modalities) για τη γρήγορη ενεργοποίηση της εν λόγω ρήτρας. Ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε μόλις πρόσφατα ότι θα αναλάβει πρωτοβουλία με βάση τη ρήτρα αυτή για την καλύτερη αντίδραση της Ενωσης σε περιπτώσεις εξωτερικών απειλών.
Αυτό όμως που εμφανώς απουσιάζει από τις Συνθήκες της Ενωσης είναι η ρητή ρύθμιση-δέσμευση για την εγγύηση (guarantee) των εξωτερικών συνόρων από την ΕΕ. Και αυτό το κενό θα πρέπει να καλυφθεί τώρα, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται. Και τη σχετική πρωτοβουλία οφείλει να αναλάβει η Ελλάδα (σε συνεργασία με άλλες χώρες-μέλη), η οποία αντιμετωπίζει και τις ισχυρότερες προκλήσεις στο πεδίο αυτό. Η χρονική συγκυρία για κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, καθώς η Ευρωπαϊκή Ενωση στοχεύει τώρα στη διαμόρφωση της «κοινής άμυνας». Οχι απλώς «κοινής αμυντικής πολιτικής», η οποία αναφέρεται στη διαχείριση εξωτερικών κρίσεων (crisis management), αλλά κοινής άμυνας (common defence), η οποία ως κοινή δεν μπορεί παρά να εγγυάται πλήρως τα εξωτερικά σύνορα της πολιτικής οντότητας που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γιούνκερ αναφέρεται στην ανάγκη δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ενωσης (European Defence Union) μέχρι το έτος 2025. Επομένως η ευκαιρία είναι μοναδική. Η επόμενη Συνθήκη – που δεν θα αργήσει να έλθει – θα πρέπει να περιλαμβάνει, ως το επόμενο μεγάλο βήμα, την εγγύηση των εξωτερικών συνόρων της Ενωσης. Δεν υπάρχει καμία Ενωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα στον κόσμο που να μην εγγυάται πρώτα και πάνω απ’ όλα τα εξωτερικά της σύνορα. Πολύ περισσότερο μια Ενωση που διεκδικεί να είναι κυρίαρχη (για «την ώρα της ευρωπαϊκής κυριαρχίας» κάνουν λόγο Μακρόν και Γιούνκερ).
Βεβαίως είναι αναπόφευκτο ότι ορισμένα κράτη-μέλη θα αντιδράσουν σε μια τέτοια πρόταση, καθώς δεν θα θελήσουν να αναλάβουν δεσμεύσεις στρατιωτικής μορφής και εμπλοκής. Αλλά υπάρχουν και πολλοί τρόποι για να ξεπεραστούν οι αντιδράσεις. Ενας απ’ αυτούς θα ήταν να προχωρήσει αρχικά το σύστημα εγγύησης των συνόρων στη βάση της «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» (differentiated integration – PESCO λ.χ.) στην οποία θα συμπράξουν τα κράτη που το επιθυμούν. Να επισημανθεί ότι και η εισαγωγή στη Συνθήκη της έννοιας των συνόρων και της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής συνάντησε αρχικά έντονη αντίδραση αλλά τελικά έγινε αποδεκτή με κατάλληλους διαπραγματευτικούς χειρισμούς και διασυνδέσεις (linkages). Στην Ενωση όλα σχεδόν γίνονται τελικά αποδεκτά με την κατάλληλη παρουσίαση, διαπραγμάτευση, διασύνδεση, συμμαχίες.
Φυσικά δεν θα πρέπει να είναι κάποιος αφελής να πιστεύει ότι με τη θέσπιση της ρήτρας εγγύησης των συνόρων επιλύεται αυτομάτως το ελληνικό πρόβλημα. Γίνεται όμως ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, που πάντως η Ελλάδα οφείλει να επιδιώξει. (Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά έχει θέσει το ζήτημα αυτό στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η κυβέρνηση μεγαλοπρεπώς και σταθερά το αγνοεί…)
Ο κ. Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.