Τον Ιανουάριο του 1919 στη διάλεξή του με τίτλο «Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα» ο μεγάλος γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ έκανε λόγο για την έλευση της «δημοψηφισματικής δημοκρατίας». Η παρατήρησή του δεν αναφερόταν ωστόσο στη θεσμοθέτηση του δημοψηφίσματος ως μόνιμης έκφρασης της λαϊκής βούλησης με χαρακτήρα συμπληρωματικό της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης αλλά στον «ευρύ εκδημοκρατισμό» της σύγχρονής του κομματικής οργάνωσης.

Καταγράφοντας τις εξελίξεις σε Ευρώπη και ΗΠΑ σημείωνε ότι οι υποψήφιοι βουλευτές πλέον επιλέγονταν από τις συνελεύσεις των οργανωμένων μελών του κόμματος. Δεχόταν ότι η επιρροή των χρηματοδοτών ή των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων παρέμενε άθικτη, σημείωνε όμως ότι οι νέες εξελίξεις εξασφάλιζαν ότι η κρίσιμη ιδιότητα του ηγέτη ήταν η αποδοχή από τον συνολικό μηχανισμό του κόμματος αντί της κοινοβουλευτικής ομάδας αποκλειστικά.

Η διορατικότητα του Βέμπερ ως προς τη διεύρυνση της εσωκομματικής δημοκρατίας (σε αντιστοίχιση με τον εκδημοκρατισμό των εκλογικών σωμάτων ο οποίος ήταν πολύ πιο προφανής στην εποχή του) είναι εντυπωσιακή, αν σκεφτεί κανείς ότι η εφαρμογή μιας πλήρους «δημοψηφισματικής δημοκρατίας» στις κομματικές διαδικασίες έγινε δημοφιλής μόλις τις τρεις τελευταίες δεκαετίες.

Μπορεί οι προκριματικές εκλογές στις ΗΠΑ με κορυφαίες αυτές για την ανάδειξη του υποψηφίου προέδρου να έλκουν την καταγωγή τους ήδη από τον 19ο αιώνα, η διάδοση όμως της πρακτικής στην Ευρώπη χρονολογείται μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ταυτίζεται με την υποχώρηση της πολιτικής ένταξης. Στα μαζικά μεταπολεμικά κόμματα η νομιμοποίηση της ηγεσίας προερχόταν από μαζικά συνέδρια έμμεσων αντιπροσώπων ψηφισμένων από τη βάση, οι τάσεις αποπολιτικοποίησης όμως των αρχών του 21ου αιώνα επέβαλαν το άνοιγμα σε ένα ευρύτερο κοινό που δεν έχει τον ρόλο του στρατευμένου μέλους. Ανεξάρτητα από τα αίτια, η στροφή προς την υιοθέτηση των προκριματικών εκλογών και της άμεσης εκλογής του ηγέτη ή και των υποψήφιων βουλευτών ενός κόμματος συνιστά αναμφίβολα ενίσχυση της συμμετοχής, της εκπροσώπησης, της διαφάνειας, του συναγωνισμού, της ποιότητας της εσωκομματικής δημοκρατίας.

Οπωσδήποτε, παρουσιάζει και προκλήσεις: τη δυνατότητα να τεθούν μονοθεματικές ατζέντες που αφορούν περισσότερο τακτικισμούς και ανταγωνισμούς παρά ουσιαστικές υποψηφιότητες∙ την πιθανότητα έντονων αντιπαραθέσεων που ενδέχεται να οδηγήσουν ακόμη και σε ρήξεις∙ και, κυρίως, το στοίχημα των αριθμών, της δυνητικής διασύνδεσης κόμματος και κοινωνίας που αποτέλεσε ένα από τα κύρια ζητούμενα των εκλογών για την ηγεσία του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ το 2021 και επανέρχεται στο προσκήνιο με την επικείμενη εκλογή της/του νέας/νέου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε κάθε περίπτωση, η μεταβολή της κομματικής λειτουργίας δεν μπορεί να εκληφθεί ως μεμονωμένο φαινόμενο, συνιστά εξέλιξη που συμβαδίζει με τους μεγάλους μετασχηματισμούς της δημοκρατίας στην εποχή μας.