Από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού εθνικού κράτους, τo 1923, οι σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία διαμορφώθηκαν σε δύο επίπεδα: το ένα αναφέρεται στην πολιτική νεωτερικότητα και το άλλο στη διαχείριση συνειδησιακών υπολοίπων του δεκάτου ενάτου αιώνα (τότε που η Ελλάδα ιδρύεται ως εθνικό κράτος και η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει). Το ερώτημα για έναν εξωτερικό παρατηρητή είναι: για ποιους λόγους οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας δεν αναπτύσσονται ως σχέσεις ανάμεσα σε δύο σύγχρονα εθνικά κράτη, αλλά αντιθέτως επικρατεί ανάμεσά τους η συνεχής αντιπαράθεση και σύγκρουση;  

Και οι δύο πλευρές σε όλα σχεδόν τα επίπεδα (οι πολιτικές ηγεσίες, οι πνευματικές ηγεσίες, οι οικονομικά ισχυρές ομάδες συμφερόντων κ.ά.) αντιλαμβάνονται ότι για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών ο πόλεμος δεν είναι η κατάλληλη μέθοδος. Τι όμως ακριβώς συμβαίνει και οι δύο πολιτικές κοινωνίες περιστρέφονται γύρω από την απειλή της πολεμικής σύγκρουσης; Οι δύο επικρατούσες απαντήσεις  στην ελληνική κοινή γνώμη χαρακτηρίζονται από κατηγορηματική απολυτότητα. Η πρώτη υποστηρίζει ότι η Ελλάδα είναι δημοκρατικό κράτος, ενώ η Τουρκία απολυταρχικό (ειδικά με πρόεδρο τον Ερντογάν) και επομένως, εξ ορισμού, ανάμεσα στα δύο αυτά κράτη επικρατούν σχέσεις σύγκρουσης. Η δεύτερη  θεωρεί ότι η Τουρκία στον διεθνή καταμερισμό ισχύος προτάσσει την οθωμανική κοσμοθεωρία της έναντι της εθνικής ιδεολογίας ενός σύγχρονου κράτους.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω