«Δεν θέλω να δώσω πανελλαδικές εξετάσεις, δεν με ενδιαφέρει, δεν θα μπω καθόλου σε αυτή τη λογική…». Η δήλωση ήταν σαφής. Το μήνυμα πίσω από αυτήν σαφέστερο.

Η 45χρονη Β.Π. άκουσε τη 17χρονη κόρη της να δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται καν να μπει στη διαδικασία της εθνικής εξέτασης για το πανεπιστήμιο, στην αρχή της εφετινής σχολικής χρονιάς. Δεν την πήρε πολύ σοβαρά. Θεώρησε ότι στη διάρκεια των μηνών που θα ακολουθούσαν οι διαθέσεις της θα άλλαζαν. Το παιδί άλλωστε φοιτούσε σε ένα δημόσιο σχολείο μιας καλής περιοχής του κέντρου της Αθήνας, είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια με υψηλό επίπεδο μόρφωσης, τι θα ήταν πιο λογικό από το να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με τους γονείς της;

Ωστόσο, στους μήνες που ακολούθησαν, τίποτα δεν υπήρξε σταθερότερο αυτής της ιδιότυπης «εξέγερσης». Σήμερα, λιγότερο από έναν μήνα πριν από τις πανελλαδικές εξετάσεις, η ίδια έχει συμβιβαστεί με την ιδέα. Η κόρη της δεν θα δώσει πανελλαδικές εξετάσεις. Και μαζί με αυτήν, όπως λέει στο «Βήμα», και αρκετοί συμμαθητές της. Που αποτελούν μάλιστα μέλη ενός νέου κινήματος που αποφάσισε να πει «όχι» στις πανελλαδικές εξετάσεις, υποκύπτοντας στις εξεταστικές δυσκολίες των τελευταίων ετών.

Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής

Πότε όμως ξεκίνησε αυτή η εξεταστική «κάθοδος»; Τα στοιχεία δείχνουν ότι το καθοριστικό έτος μετά το οποίο αρχίζει να μειώνεται ο αριθμός των νέων που δηλώνουν ότι δεν θα συμμετάσχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις είναι το 2019. Οι πολιτικές της καραντίνας που απομάκρυναν τους νέους από την εκπαιδευτική διαδικασία, η εφαρμογή του πολύπλοκου συστήματος της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) και τα βαθμολογικά «σκαμπανεβάσματα» που δημιούργησε, φαίνεται ότι λειτούργησαν αποτρεπτικά για πολλούς νέους, αλληλοσυμπληρώνοντας μια τάση που προβληματίζει.

«Δεν ξέρω τι να πω… Το καλοκαίρι η μικρή μου θα αρχίσει να δουλεύει. Αποφάσισε ότι θα κάνει κάτι διαφορετικό στη ζωή της» δηλώνει σήμερα η Β.Π.

Και αναλογίζεται ότι στην πραγματικότητα η πυραμίδα έχει αντιστραφεί. Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, όπως δείχνει και πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ, τα παιδιά έτειναν να έχουν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από εκείνο των γονιών τους. Φαίνεται όμως ότι ήρθε η ώρα αυτή η εικόνα να αλλάξει.

Απόλυτη αδιαφορία

Για την τάση των νέων να… απέχουν από την εκπαιδευτική διαδικασία την εφετινή χρονιά μιλούν εκπαιδευτικοί από πολλές περιοχές της χώρας. Ο Μαν. Κουσλόγλου από κεντρικό σχολείο της Καστοριάς δηλώνει πως συχνά βλέπει μια απόλυτη αδιαφορία για την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα στη σχολική τάξη. «Η νέα συνήθεια είναι να φορούν ακουστικά στα αφτιά τους, να τα κρύβουν με τα μαλλιά τους και να ακούνε στην τάξη μουσική καθ’ όλη τη διάρκεια της παράδοσης» αναφέρει.

«Τα παιδιά δεν έχουν ενδιαφέρον για το σχολείο πια» λέει χαρακτηριστικά η διευθύντρια του Επαγγελματικού Λυκείου Καρπενησίου Ροδοθέα Καρφή. «Εφέτος είχαμε μια τάξη Α’ Λυκείου με επίπεδο Στ’ Δημοτικού…». Οπως εξηγεί, την εφετινή χρονιά πολλά παιδιά έκαναν αίτηση για συμμετοχή στις πανελλαδικές εξετάσεις χωρίς να πιστεύουν ότι θα εισαχθούν σε κάποιο τμήμα, για να μη χαθεί το εξεταστικό κέντρο του σχολείου…

Μείωση των υποψηφίων

Τι δείχνουν τα στοιχεία; Το 2017 συμμετείχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις 85.908 υποψήφιοι από την κατηγορία των Γενικών Λυκείων. Το 2018 κατέθεσαν αίτηση στα σχολεία τους για να συμμετάσχουν στις εξετάσεις 86.301 μαθητές και μαθήτριες από τα ημερήσια Γενικά Λύκεια. Από εκεί και μετά, οι αριθμοί αρχίζουν να… πέφτουν: 81.930 άτομα το 2019 από την ίδια κατηγορία, 72.257 το 2020, ενώ το 2021 ο αριθμός τους ανέβηκε ελαφρά και έφτασε τις 75.435. Εφέτος, οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας (που δεν δίνουν ακριβή αριθμό) υπολογίζουν ότι θα συμμετάσχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις περίπου 85.000 υποψήφιοι συνολικά από Γενικά και Επαγγελματικά Λύκεια, με τη δεύτερη κατηγορία ετησίως να περιλαμβάνει περίπου 15.000 άτομα. Κατ’ επέκταση, οι εφετινοί υποψήφιοι για τις πανελλαδικές εξετάσεις ειδικά από την (πολυπληθέστερη) κατηγορία των Γενικών Λυκείων υπολογίζονται μεταξύ 70.000 και 74.000 ατόμων.

Τι ακριβώς συμβαίνει; «Παράλληλα με τη μείωση των υποψηφίων, βλέπουμε μια μετατόπιση μεταξύ των επιστημονικών πεδίων τα τελευταία χρόνια που δείχνει έναν εσωτερικό πανικό» λέει σχετικά ο εκπαιδευτικός και αναλυτής στατιστικών  στοιχείων των πανελλαδικών εξετάσεων Γ. Χατζητέγας. Θυμίζει έτσι και την επιστροφή των Λατινικών πριν από δύο χρόνια στην εξεταστική διαδικασία των Ανθρωπιστικών Επιστημών με μια δυσνόητη εισαγωγή στο σχολικό βιβλίο (που έγινε μια προσπάθεια να διορθωθεί πέρυσι) και με αρκετά νέα κεφάλαια.

«Αν το δούμε σε επίπεδο ποσοστών, το 1ο Επιστημονικό Πεδίο των Ανθρωπιστικών Σπουδών «άδειασε» πέρυσι και πρόπερσι» δηλώνει. «Συνολικά δε, στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας οι υποψήφιοι για το πεδίο αυτό, από ένα ποσοστό 32% στον συνολικό αριθμό υποψηφίων, «έπεσαν» στο 25%. Αντιθέτως, ενισχύθηκε το 4ο Πεδίο της Πληροφορικής και της Οικονομίας, το οποίο κέρδισε τους πιθανώς απογοητευμένους των Λατινικών και από 25% των συνολικών υποψηφίων ανέβηκε στο 35%».

Συγκεκριμένα, στο 1ο Επιστημονικό Πεδίο οι 28.900 υποψήφιοι του 2018 πέρυσι μετά βίας έφτασαν τους 14.000…Στο 3ο Επιστημονικό Πεδίο της Υγείας, οι υποψήφιοι από 15.900 έγιναν 13.600, ενώ στο 2ο Επιστημονικό Πεδίο των Θετικών Επιστημών από 23.000 άτομα έπεσαν στα 14.000 άτομα.

Κινητικότητα και στροφή προς τα Επαγγελματικά Λύκεια

Μια άλλη τάση που διαπιστώνεται εφέτος είναι η μετατόπιση μιας μερίδας των υποψηφίων των Γενικών Λυκείων προς τα Επαγγελματικά Λύκεια, το μεγάλο κοινό των οποίων εξακολουθεί να απευθύνεται στις Σχολές Μαθητείας ή σε άλλους δρόμους εκτός των ΑΕΙ.

Οι πανελλαδικές εξετάσεις ξεκινούν εφέτος στις 2 Ιουνίου για την κατηγορία των Γενικών Λυκείων (μία ημέρα νωρίτερα, την 1η του μήνα για τα Επαγγελματικά Λύκεια), με μικροαλλαγές στον τρόπο εξέτασης πέντε μαθημάτων (Νεοελληνική  Γλώσσα  και Λογοτεχνία  Γενικής Παιδείας, Αρχαίων Ελληνικών, Μαθηματικά, Φυσική και Πληροφορική).

Για τα παραπάνω, η οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια και ψυχοπαιδαγωγός Αιμιλία Αξιωτίδου λέει ότι παραδοσιακά «στην ελληνική κοινωνία η περίοδος των πανελλαδικών εξετάσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική, με έντονο στρες για τους εφήβους όπως επίσης για τους γονείς». «Ωστόσο, οι εξετάσεις είναι απλώς μια περίοδος δοκιμής αλλά όχι μια κατάσταση όπου κρίνεται όλη τους η ύπαρξη, η επιτυχία και η ευτυχία τους» αναφέρει.

«Το νέο μας σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, αποτελεί έναν εξεταστικό φραγμό που λειτουργεί οριζόντια όσο συνδέεται με τη μέση πανελλαδική επίδοση όλων των υποψηφίων κάθε χρονιάς» προσθέτει ο κ. Χατζητέγας. «Ακόμα δηλαδή και αν όλοι γίνουν καλύτεροι, το ποσοστό όσων περάσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα είναι σταθερό».

Να υπενθυμίσουμε δε εδώ ότι τα παραπάνω αποκάλυψαν το υποκρυπτόμενο πρόβλημα των δεκάδων τμημάτων στα περιφερειακά ΑΕΙ της χώρας που μένουν πλέον κενά.

Και μπορεί εδώ η βούληση της Πολιτείας να ήταν να θεσπίσει ένα σύστημα που θα αποτρέψει την είσοδο στα ΑΕΙ των υποψηφίων με χαμηλές βαθμολογίες (και να το πέτυχε, καθώς οι ίδιοι οι μαθητές και μαθήτριες δεν μπορούν να επηρεάσουν αντίστοιχες αποφάσεις), αλλά θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με αντίστοιχη αυστηρότητα και η ύπαρξη τμημάτων των ΑΕΙ με τέσσερις και πέντε εισακτέους, κανένα από τα οποία δεν έκλεισε τα προηγούμενα χρόνια, ούτε καν υποβαθμίστηκε.