Λύση στον γόρδιο δεσμό των εκατοντάδων χιλιάδων κενών ακινήτων στην Ελλάδα που δεν λένε να τα «ξεκλειδώσουν» οι ιδιοκτήτες τους αναζητεί η κυβέρνηση προκειμένου να μειωθούν τόσο οι τιμές πώλησης όσο και τα ενοίκια που αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» για τα ελληνικά νοικοκυριά, αλλά το βασικότερο, δεν επιτρέπουν στα νέα ζευγάρια να βρουν οικονομική στέγη.

Στην Ελλάδα των 10.482.487 κατοίκων (σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2021) υπάρχουν πανελλαδικά 770.000 κλειστές-κενές κατοικίες ενώ η πλειονότητα βρίσκεται στην Αθήνα και τον Πειραιά όπου τα εν λόγω ακίνητα ανέρχονται σε 455.00 (59% επί του συνόλου) και στη Θεσσαλονίκη σε 215.000 κατοικίες (28% επί του συνόλου). Λιγότερα είναι τα κενά ακίνητα στην περιφέρεια (περίπου 100.000 κατοικίες ή 13% επί του συνόλου) λόγω και του μικρότερου αριθμητικά πληθυσμού που κατοικεί εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης.

Πολυ-ιδιοκτησία

Ο αριθμός των 770.000 κενών ακινήτων να μεν εμφανίζεται μειωμένος κατά περίπου 130.000 κατοικίες σε σύγκριση με τα τελευταία δημοσιευμένα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που αφορούν την προηγούμενη απογραφή του 2011, αλλά αναλογικά βάσει του αριθμού του πληθυσμού και των περίπου 4.300.000 νοικοκυριών που ζουν στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλος και είναι και η βασική αιτία, μαζί με τη ραγδαία εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb, που τα διαθέσιμα προς ενοικίαση ακίνητα είναι ελάχιστα και για όσα βγαίνουν στις αγγελίες οι τιμές είναι στα ύψη.

Υψηλό το κόστος της ανακαίνισης

Ορισμένες από τις βασικές αιτίες που τα εν λόγω ακίνητα παραμένουν κενά-κλειστά είναι ότι πρόκειται για πολύ παλιά, τα οποία απαιτούν υψηλά ποσά για να καλυφθεί το κόστος ανακαίνισης. Μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν συμφέρει τον ιδιοκτήτη  ανακαίνιση και στη συνέχεια η ενοικίαση αλλά η πώληση. Επίσης, ένας βασικός παράγοντας που εκατοντάδες χιλιάδες ακίνητα παραμένουν κενά είναι η πολυ-ιδιοκτησία που υφίσταται για τα συγκεκριμένα ακίνητα. Ουσιαστικά δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους οι ιδιοκτήτες και έτσι οι κατοικίες ή οι γραφειακοί χώροι παραμένουν ανεκμετάλλευτοι.

Υψηλό κόστος ρευματοδότησης

Η φορολογία αλλά και το υψηλό κόστος για ρευματοδότηση του ακινήτου είναι για αρκετούς δύο ακόμη σημαντικοί αποτρεπτικοί παράγοντες για να θέσουν σε λειτουργία το ακίνητο που έχουν στην κατοχή τους. Αυτό παρατηρείται πιο συχνά στις περιπτώσεις δεύτερης ή εξοχικής κατοικίας.

Αποθάρρυνση

Οπως δηλώνει στο «Βήμα της Κυριακής» ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων κ. Στράτος Παραδιάς, «η μείωση της προσφοράς κατοικιών για εκμίσθωση κύριας κατοικίας οφείλεται στην παλαίωση του κτιριακού δυναμικού, στο υψηλό κόστος της αναβάθμισής του, στην ατιμώρητη παραβατική συμπεριφορά μερίδας δήθεν «ενοικιαστών», αλλά κατά μέγα μέρος και στην υπέρμετρη φορολογία των ενοικίων, σε συνδυασμό και με τον ΕΝΦΙΑ, που οδηγεί στην πλήρη αδυναμία εκμίσθωσής τους ή τη φυγή προς τη βραχυχρόνια μίσθωση. Είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο η αποθάρρυνση των ιδιοκτητών να νοικιάσουν τα σπίτια τους, το οποίο πρέπει να ανατραπεί».

Ο ίδιος προτείνει ως μία άμεση λύση για να «ξεκλειδώσουν» τα ακίνητα την τριετή φορολογική απαλλαγή των ιδιοκτητών από τον φόρο εισοδήματος των κατοικιών που ήταν κενές καθ’ όλο το 2023 αλλά και όσων κατοικιών, που σήμερα έχουν διατεθεί για βραχυχρόνια μίσθωση, εκμισθωθούν ως κύρια κατοικία για μια τουλάχιστον τριετία. Η εν λόγω ρύθμιση, εφόσον προκριθεί, θα προκαλέσει την άμεση και μαζική επανένταξη στην αγορά των μισθώσεων κύριας κατοικίας πολλών χιλιάδων κενών αλλά και ανακαινισμένων κατοικιών σε όλη τη χώρα, χωρίς να δημιουργήσει δημοσιονομικό πρόβλημα στο υπουργείο Οικονομικών, αφού θα αφορά μελλοντικές μισθώσεις και όχι τις υφιστάμενες.

Φορο-εκπτώσεις

Η νέα διάταξη για επιστροφή φόρου από τις δαπάνες για ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων είναι μέτρο που μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τα νοικοκυριά στην ανακαίνιση των υπαρχόντων ακινήτων. Ειδικότερα, σημαντικές φορο-εκπτώσεις θα έχουν όσοι προχωρούν σε ανακαίνιση ή επισκευή του ακινήτου τους, καθώς πλέον θα λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο το κόστος εργασίας αλλά και των υλικών. Ομως, η δαπάνη για τα υλικά που θα λαμβάνεται υπόψη για τη φορο-έκπτωση θα περιορίζεται στο 1/3 της δαπάνης των εργασιών. Η συνολική έκπτωση φόρου μπορεί να ανέλθει σε 16.000 ευρώ και κατανέμεται σε πέντε έτη. Ετσι, για δαπάνη 13.000 ευρώ, όπου 4.500 ευρώ αφορούν υπηρεσίες και 8.500 ευρώ υλικά, η φορο-έκπτωση για τα υλικά περιορίζεται στα 1.500 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 1/3 της δαπάνης υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, η συνολική φορο-έκπτωση φθάνει στο παραπάνω παράδειγμα στις 6.000 ευρώ ή 1.200 ευρώ τον χρόνο για τα επόμενο πέντε έτη.