Τη δημιουργία νέων μηχανισμών υποστήριξης του τραπεζικού συστήματος από την Πολιτεία και την επιτάχυνση του μετασχηματισμού των συστημικών ομίλων για την ενίσχυση της οργανικής τους κερδοφορίας θέτει ως βασικές προϋποθέσεις για την επιστροφή του κλάδου στην κανονικότητα και τη μείωση του ποσοστού των κόκκινων δανειων κάτω από το 10% ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Στην έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα, ο κεντρικός τραπεζίτης υποστηρίζει ότι ακόμη και αν ολοκληρωθεί ο τρέχων κύκλος εξυγίανσης μέσω των τιτλοποιήσεων και του σχεδίου «Ηρακλής», οι δείκτες καθυστερήσεων θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, γύρω στο 25% από 37% σήμερα, αρκετά μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3%. Μάλιστα, σε αυτό το ποσοστό δεν συνυπολογίζονται οι νέες επισφάλειες που θα προκαλέσει η ύφεση λόγω της COVID-19.

Στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί αναγκαία την εφαρμογή συστημικών λύσεων και ετοιμάζει τη δική του πρόταση. Το προσχέδιό της είναι έτοιμο και με τη συμβολή των τριών συμβούλων που έχουν προσληφθεί, θα οριστικοποιηθεί ως το τέλος του 2020 ο τρόπος λειτουργίας του νέου μηχανισμού, ώστε να ακολουθήσει η παρουσίασή του σε κυβέρνηση, ΕΚΤ και Κομισιόν.

Πρόκειται για ένα σχήμα συνολικής διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC). Με αυτό, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, όχι μόνο δεν ανατρέπονται αλλά αντίθετα αξιοποιούνται οι υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και οι συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης (servicers). Επιπλέον, διασφαλίζει ότι ενδεχόμενες ζημίες καλύπτονται αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τον έλληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελάχιστου ορίου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Τέλος, επιλύει το ζήτημα της υψηλής αναβαλλόμενης φορολογίας ως ποσοστού των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.

Ταυτόχρονα, ο κ. Στουρνάρας εισηγείται την επιτάχυνση των επιχειρησιακών σχεδιασμών από τα πιστωτικά ιδρύματα για την ενίσχυση της οργανικής τους κερδοφορίας και την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Οπως τονίζει χαρακτηριστικά, θα πρέπει να αποφευχθεί μία αδικαιολόγητη απίσχναση των μετόχων ώστε να υπάρχουν ουσιαστικά κίνητρα συμμετοχής τους σε ενδεχόμενες μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου.