Ισχυρή ζήτηση από ξένους επενδυτές παρουσιάζουν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, κάτι που αποτυπώνεται όχι μόνο στην αγορά ομολόγων όπου η νέα έκδοση του 10ετούς ομολόγου της Ελληνικής Δημοκρατίας υπερκαλύφθηκε κατά 8,75 φορές, αλλά και στις ομολογιακές εκδόσεις των μεγάλων εισηγμένων και των τραπεζών, καθώς και στη διάθεση μετοχών στους επενδυτές (placements), αλλά και στις νέες εισαγωγές (IPOs), όπως φάνηκε και από την ισχυρή υπερκάλυψη – κατά 12 φορές – της δημόσιας προσφοράς για την εισαγωγή-ορόσημο, τη μεγαλύτερη αυτόν των αιώνα, του «Ελευθέριος Βενιζέλος» στο Χρηματιστήριο Αθηνών που κινείται σε νέα υψηλά 13 ετών.

Οι εισροές

Στα κρατικά ομόλογα, οι εισροές (εκτιμώνται σε πάνω από 10 δισ. ευρώ) από χαρτοφυλάκια παθητικής διαχείρισης συνεχίζονται, έπειτα και από την ένταξή τους από την αρχή του έτους σε δείκτες με το στάτους του «investment grade», ενώ η διεύρυνση της επενδυτικής βάσης για τους ελληνικούς τίτλους αποτυπώθηκε και στο γεγονός ότι το 95% της έκδοσης του νέου 10ετούς ομολόγου των 4 δισ. ευρώ αγοράστηκε από τους αποκαλούμενους Real Money επενδυτές με μακροπρόθεσμη στρατηγική έναντι μόλις 5% των hedge funds, οδηγώντας χαμηλότερα των αρχικών εκτιμήσεων το επιτόκιο στο 3,478% (στην περιοχή του 3,24% κινείται τώρα η απόδοση της ελληνικής 10ετίας).

Αναλυτές εκτιμούν ότι η ισχυρή ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα που ενισχύθηκε και από τη διάθεση των επενδυτών να «κλειδώσουν» ελκυστικές αποδόσεις πριν αρχίσει ο πτωτικός κύκλος των επιτοκίων από την ΕΚΤ (εκτιμάται από τον Απρίλιο), θα οδηγήσει το κόστος δανεισμού της Ελλάδας σε χαμηλότερα επίπεδα ακόμη και από αυτά της Ισπανίας, ειδικά εάν όπως αναμένεται η Moody’s αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο στις 15 Μαρτίου, κάτι που αναμένεται να οδηγήσει σε εισροές 20 δισ. ευρώ στους ελληνικούς τίτλους.

Το spread (διαφορά της απόδοσης) μεταξύ του ελληνικού 10ετούς ομολόγου με το αντίστοιχο γερμανικό που λειτουργεί και ως δείκτης μέτρησης του ασφαλίστρου κινδύνου (risk Premium) της χώρας έχει σημειώσει εξάλλου τη μεγαλύτερη συρρίκνωση από τις ανεπτυγμένες οικονομίες τον τελευταίο χρόνο, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να δανείζεται πλέον για 10 χρόνια οριακά ακριβότερα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και πολύ φθηνότερα της Ιταλίας.

Στο Χρηματιστήριο της Αθήνας οι ελληνικές μετοχές κέρδισαν 4,2 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο, ενώ η μετοχή του ΔΑΑ αναμένεται να εισαχθεί στον δείκτη μεγάλης κεφαλαιοποίησης του ΧΑ καθώς και στον δείκτη FTSE Emerging Europe, την ώρα που το βλέμμα της αγοράς είναι στραμμένο στη διάθεση τον Μάρτιο ποσοστού κυριότητας του ΤΧΣ στην Πειραιώς. Υστερα από μία άνοδο κατά 39% πέρυσι, οι αναλυτές «βλέπουν» περιθώρια ανόδου 20% εφέτος στο Χρηματιστήριο, συστήνοντας μάλιστα τοποθετήσεις σε πιθανές διορθώσεις.

Η Goldman Sachs δίδει τιμή-στόχο τις 1.550 μονάδες για τον Γενικό Δείκτη για το 2024, ενώ περιθώρια ανόδου 15%-25% αναμένει εφέτος και η Alpha Finance. Το μεγάλο στοίχημα της αγοράς εφέτος αφορά την επερχόμενη έναρξη (από τα μέσα του έτους μέσω της ένταξης σε λίστα «υπό παρακολούθηση») της διαδικασίας αναβάθμισης του ΧΑ σε ανεπτυγμένη αγορά που θα μειώσει το ασφάλιστρο κινδύνου και των ελληνικών μετοχών.

Η αγορά ακινήτων

Αλλά και στην αγορά ακινήτων η ζήτηση από το εξωτερικό συνεχίζει να αυξάνει. Η Αθήνα και η Ελλάδα, σύμφωνα με την ΒΝΡ Paribas, εμφανίζουν αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη αύξηση τιμών ακινήτων, καθώς η αγορά βρίσκεται πολύ κοντά στο να καλύψει το χαμένο έδαφος σε σχέση με την περίοδο της κρίσης χρέους.

Ειδικότερα, στο σύνολο της χώρας οι τιμές των κατοικιών είναι κατά 8,6% χαμηλότερες σε σχέση με τα υψηλά του 2008 και μόνο κατά 2,7% χαμηλότερες στην Αθήνα.

Πάντως, σε άλλες χώρες που επίσης δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι τιμές έχουν εκτιναχθεί. Στην Πορτογαλία και στην Εσθονία, για παράδειγμα, τα ακίνητα κινούνται κατά 70% υψηλότερα από τα υψηλά του 2007. Στην Ελλάδα ωστόσο, οι τιμές των ακινήτων έπιασαν «πάτο» 9 χρόνια, το 2017, εμφανίζοντας παρόμοια πορεία με την Ιταλία, την ώρα που στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία η ανάκαμψη ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, από το πρώτο εξάμηνο του 2013.

Η ανισορροπία

Μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς πάντως αναφέρει ότι συσσωρευτικά από το 2016 ως το 2022 ο ρυθμός αύξησης των τιμών οικιστικών ακινήτων ήταν 14% μεγαλύτερος σε σχέση με τον ρυθμό αύξησης των θεμελιωδών μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, εκτιμώντας πως η σημαντική ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, που υπολογίζεται σε 212 χιλιάδες κατοικίες, θα είναι δύσκολο να γεφυρωθεί σε βραχυχρόνιο ορίζοντα. Ομως, τα σημάδια κόπωσης δείχνουν ότι τα ακίνητα μπαίνουν στην επόμενη φάση το κύκλου, όπου οι υψηλότερες τιμές θα συνοδεύονται από πτώση των αγοραπωλησιών.

Η πορεία της Οικονομίας

Παραμένει στο προσκήνιο η «ιστορία ανάπτυξης» της Ελλάδας

Οσον αφορά την πορεία της οικονομίας, όπως ανέφεραν αναλυτές της Fitch, σε webinar του οίκου αξιολόγησης, ελάχιστα είναι τα παραδείγματα των χωρών που έχουν επιτύχει τόσο μεγάλη μείωση χρέους όσο η Ελλάδα, και σίγουρα κάτι τέτοιο δεν έχει ξαναγίνει στην Ευρώπη, εκτιμώντας πως ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 141,2% το 2027 (ακόμη χαμηλότερα «βλέπουν» άλλοι οικονομολόγοι), δηλαδή 65 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το υψηλό των 206,3% κατά την περίοδο της πανδημίας, το 2020.

Παράλληλα για τους αναλυτές της Fitch, η «ιστορία ανάπτυξης» της Ελλάδας παραμένει στο προσκήνιο, καθώς η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,4%-2,5% το 2023 και αναμένεται να εμφανίσει τους ίδιους ρυθμούς κατά το 2024-2025, αφού το «growth story» της χώρας δεν έχει μεταβληθεί, ενώ οι επιδόσεις αυτές επιτρέπουν στη χώρα να συγκλίνει σταδιακά με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Θεωρούν πως αν και η ελληνική οικονομία στηρίζεται ακόμη στην κατανάλωση, οι εξαγωγές εμφανίζονται ανθεκτικές, παρατηρείται ποιοτική αναβάθμιση της τουριστικής βιομηχανίας (σ.σ.: τα έσοδα του 2023 εκτιμώνται στα επίπεδα ρεκόρ των 20,5 δισ. ευρώ, με τις προοπτικές και το 2024 να εμφανίζονται θετικές), ενώ οι επενδύσεις (+15% εφέτος) είναι πολύ ισχυρές. Παράλληλα, η πολιτική σταθερότητα βοηθά στην προσέλκυση επενδύσεων και στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.

Το μεγάλο story της ευρωζώνης

Για την Berenberg, την παλαιότερη γερμανική τράπεζα, το μεγάλο story της ευρωζώνης εφέτος θα είναι η περιφέρεια, και ειδικότερα η Ελλάδα και η Πορτογαλία και σε μικρότερο βαθμό η Ισπανία. Ενώ η Γερμανία έχει μείνει πίσω, χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν πάρει προβάδισμα. Σε κάποιον βαθμό, αυτό αντανακλά τη μεγάλη έκθεση της Γερμανίας στον παγκόσμιο κύκλο παραγωγής και την παλαιότερη υπερβολική της εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία. Ωστόσο, δεικνύει επίσης το πόσο έχει βελτιωθεί η περιφέρεια στον απόηχο της κρίσης του ευρώ του 2010-2012.

Σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, το ΔΝΤ αλλά και αρκετοί οίκοι αξιολόγησης επισημαίνουν τις αρνητικές επιδράσεις του δημογραφικού προβλήματος στον παραγωγικό συντελεστή της εργασίας, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και την αντίδραση της οικονομίας όταν ολοκληρωθούν οι δαπάνες του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) που μεγεθύνει την ανάγκη προσέλκυσης μακροπρόθεσμων παραγωγικών επενδύσεων σε βάθος χρόνου.

Οπως επεσήμανε και ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Παπαλεξόπουλος σε πρόσφατη εκδήλωση του Συνδέσμου, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα 3-4 χρόνια είναι καλές και σαφώς καλύτερες του μέσου όρου της Ευρώπης, αλλά για να μη χαθεί το παράθυρο ευκαιρίας χρειάζεται να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις, ώστε το νέο παραγωγικό μοντέλο να στηρίξει τη διατηρήσιμη ανάπτυξη της οικονομίας.