Βερολίνο, 1932. Μια ομάδα αριστερών καλλιτεχνών (και διανοουμένων) έχει συγκεντρωθεί στο διαμέρισμα μιας ηθοποιού, της Αγκνες Εγκλινγκ, και γιορτάζει την Πρωτοχρονιά με προπόσεις και ευχές για το μέλλον. Σύντομα ωστόσο, απελπιστικά σύντομα, ο Χίτλερ θα κυριαρχήσει πλήρως στη χώρα. Στο «Ενα σπίτι φωτεινό σαν μέρα» (A Bright Room Called Day, 1985) του Τόνυ Κούσνερ, ένα υπέροχο κείμενο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου, παρακολουθούμε πώς ακριβώς επηρεάζουν αυτές οι εξελίξεις τους συγκεκριμένους ανθρώπους (και το πλέγμα των σχέσεών τους).

Ο διακεκριμένος αμερικανός δραματουργός, εβραϊκής καταγωγής και ομοφυλόφιλος, από τους πιο ριζοσπαστικούς και προοδευτικούς της γενιάς του, τιμημένος με το Βραβείο Πούλιτζερ για το εμβληματικό έργο του «Αγγελοι στην Αμερική» (1991-92) μεταξύ άλλων, μα και σεναριογράφος-συνεργάτης του Στίβεν Σπίλμπεργκ κατά τα λοιπά, μίλησε αποκλειστικά στο «Βήμα» με αφορμή την παράσταση. Τον εντοπίσαμε (τηλεφωνικά) στη Νέα Υόρκη.

Από τον Ρίγκαν στον Τραμπ

«Το 1984 άρχισα να το γράφω, με την επανεκλογή του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν. Ημουν νέος τότε και αναζητούσα μια φόρμα κατάλληλη για τη διαίσθηση που με ταλάνιζε, ότι η διακυβέρνησή του αντιπροσώπευε κάτι καινοφανές, αντιδραστικό και επικίνδυνο για τη δημοκρατία στις ΗΠΑ. Ορισμένα στοιχεία που έβλεπα τα θεωρούσα είτε ουσιωδώς φασιστικά είτε δυνάμει φασιστικά. Παράλληλα, διερευνούσα τους δραματουργικούς τρόπους και προσπαθούσα να κατανοήσω τη θεατρική δομή. Δεν είχα αυτοπεποίθηση. Ισως να μην είχα και πίστη, εδώ που τα λέμε. Επίσης, δεν ξέρω πόσο αφελής ήμουν. Καταλάβαινα, προφανώς, ότι ο Ρίγκαν δεν ήταν Χίτλερ, ότι δεν θα μπορούσε απλώς να καταργήσει τους θεσμούς και να βγάλει στρατιωτικά τάγματα στους δρόμους. Πλην, όμως, διαισθανόμουν αναλογίες, ότι γινόταν κάτι τρομακτικό, μια αλλαγή παραδείγματος. Πάντως μετέδωσα νομίζω, μέσα από το έργο, την αίσθηση του επείγοντος που με διακατείχε αλλά και την αμηχανία μου, τη σύγχυσή μου».

Ο βασικός κορμός στο «Ενα σπίτι φωτεινό σαν μέρα» διαδραματίζεται στη Γερμανία και ακτινογραφεί (εκπληκτικά, ρυθμικά και σαρκαστικά, σε όλη την περιπλοκότητά της, κοινωνική και ιδιωτική) την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (σε αυτόν τον κορμό και μόνο επικεντρώνεται το τρέχον ανέβασμα στην Αθήνα). Αλλά στην πρώτη εκδοχή του έργου, ο Κούσνερ είχε ενθέσει στην ιστορική πλοκή σκηνές από τη σύγχρονη ζωή μιας νεαρής γυναίκας η οποία ζούσε στο Λονγκ Αϊλαντ τη δεκαετία του ’80 και φοβόταν ότι ο Ρίγκαν έμοιαζε πολύ με τον Χίτλερ. «Το έργο δεν σημείωσε επιτυχία. Από την άλλη μεριά, έκτοτε δεν σταμάτησαν και να ασχολούνται μαζί του. Κάμποσες φορές σπουδαστές ή καλλιτέχνες, και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, μου το ζήτησαν για να το «προσαρμόσουν» στις δικές τους πολιτικές αγωνίες. Οχι μόνο έδινα την άδειά μου αλλά με χαροποιούσε κιόλας αυτό. Ωσπου το 2016 αναδύθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ! Κανείς μέχρι τότε δεν μιλούσε ανοιχτά για φασισμό, στην πραγματικότητα όμως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, έχοντας στις τάξεις του άτομα που δεν αισθάνονται καμία ντροπή για τίποτα, είχε ήδη αρχίσει να εναγκαλίζεται σεσημασμένα φασιστικά χαρακτηριστικά, να επιδεικνύει εχθρότητα και περιφρόνηση απέναντι στη δημοκρατία και στα δικαιώματα, να φλερτάρει με αυταρχικά μοντέλα και αντίστοιχες ηγεσίες, όπως ο Πούτιν ή ο Ερντογάν. Κατόπιν κύλησε, όπως ξέρετε, ακόμη πιο εξόφθαλμα η όλη κατάσταση… Δεδομένου του Τραμπ, λοιπόν, πολλοί με προέτρεψαν να «αναθεωρήσω» για μια ακόμη φορά το έργο μου. Και πράγματι, το 2019 ανέβηκε η νέα και πιο πρόσφατη εκδοχή του».

Η δημοκρατία ως εύθραυστη συνθήκη

Υπάρχει κάτι στο «Ενα σπίτι φωτεινό σαν μέρα» για το οποίο ο Κούσνερ παραμένει, όπως τόνισε, περήφανος. «Η διαχρονική σημασία του έργου έγκειται σε κάτι απλό, ότι λειτουργεί θεατρικά με τις ιστορικές πληροφορίες που διαθέτει, μέσα από το μοντάζ των σκηνών του. Αυτό που λένε οι περισσότεροι είναι ότι μεταφέρει το σοκ από το πόσο γρήγορα εδραιώνεται ο ναζισμός. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες εγκαθιδρύεται ένα φασιστικό καθεστώς που θα διαρκούσε για κάτι παραπάνω από μια δεκαετία και θα είχε ακόμη πιο μακροπρόθεσμες συνέπειες. Η δημοκρατία είναι εύθραυστη συνθήκη. Είναι μάταιο, επίσης, να πιστεύουμε ότι μια αληθινά ψυχωτική, κακόβουλη και μισαλλόδοξη προσωπικότητα, όταν αναλάβει την εξουσία, θα μπορούσε να ελεγχθεί. Ο παράφρων άπαξ και καθίσει στον θρόνο δεν ελέγχεται. Ο παράφρων ελέγχει, τελεία. Αυτό το λάθος επαναλαμβάνεται συνεχώς στην ιστορία, ξανά και ξανά, και έχει πάντοτε φριχτά αποτελέσματα».

Και συνέχισε: «Το έργο, επιπλέον, διαπνέεται από δικούς μου, μόνιμους προβληματισμούς. Πώς διασταυρώνεται το ατομικό με το συλλογικό; Κατά πόσο διαμορφώνουμε την ιστορία και κατά πόσο μας διαμορφώνει αυτή; Πώς αναλαμβάνει κάθε άνθρωπος την ευθύνη απέναντι στην εποχή του; Τι σημαίνουν, υπό ακραίες και βίαιες συνθήκες, η βούληση και το θάρρος; Είναι ελάχιστοι και κυριολεκτικώς εξαιρετικοί εκείνοι που αντέχουν τη μανία μιας κατάμαυρης καταιγίδας. Συχνά σκέφτομαι τι θα έκανα εγώ. Θα στεκόμουν στο ύψος των περιστάσεων; Δεν ξέρω. Εννοώ, ποτέ δεν ξέρεις πόσο αντέχει ο εαυτός σου. Σε περιόδους φασιστικές ή φασίζουσες μερικοί αντέχουν, άλλοι όχι, και κάπως έτσι ενσωματώνονται στην τραγωδία του καιρού τους».

Ο Κούσνερ εμπνεύστηκε, αξίζει να σημειωθεί, από το έργο «Τρόμος και αθλιότητα του Γ’ Ράιχ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ. «Θυμάμαι ότι έγραφα αλλά δεν είχα ιδέα τι επρόκειτο να κάνω. Οπότε είπα να μιμηθώ κάποιους που θαύμαζα. Αλλά όχι τον Σαίξπηρ, παραήταν σπουδαίος. Επειτα στράφηκα στον Μπρεχτ, με τη λογική ότι η αποτυχία μου θα ήταν, συγκριτικά, μικρότερη! Είμαι πεπεισμένος, πάντως, ότι το αριστούργημα του αντιφασιστικού δράματος είναι το «Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» (σ.σ. ο Κούσνερ το έχει μεταφράσει στα αγγλικά). Οι άνθρωποι συνήθως δεν έχουν συναίσθηση της ιστορικής συγκυρίας μέσα στην οποία ζουν. Σε αυτό το έργο του Μπρεχτ η ηρωίδα, κοντολογίς, κάνει τα πάντα για να μη χάσει ό,τι έχει. Και στο τέλος χάνει. Αυτό είναι το φοβερό. Οτι πάντα χάνουμε στο τέλος. Χρειάζεται μια ξεχωριστή τόλμη για να δούμε την πραγματικότητα γυμνή, πέρα από το στενό μας συμφέρον. Αυτό είναι δύσκολο για τους ανθρώπους, για όλους μας».

Το δίδαγμα του Ευριπίδη

Για τον Τόνυ Κούσνερ το θέατρο πρέπει να είναι και διασκεδαστικό, να έχει χιούμορ. Και τέλος, «το θέατρο είναι και δεν είναι αληθινό, είναι σαν το όνειρο που σε στοιχειώνει ή σε κάνει ευτυχισμένο. Επιπροσθέτως ο Ευριπίδης, ιδίως αυτός, πρόλαβε να μας υποδείξει την αναλλοίωτη αξία του, το θέατρο είναι μια μηχανή εξάσκησης της κριτικής μας συνείδησης. Η διαλεκτική ανάμεσα στο αληθινό και στο μη αληθινό δεν είναι πουθενά τόσο υποβλητική όσο στο θέατρο, για το μυαλό και την καρδιά των ανθρώπων».