Στη σκηνή του Ολύμπια – Δημοτικού Μουσικού Θεάτρου Μαρία Κάλλας θα ζωντανέψει μία από τις πιο γοητευτικές ιστορίες της ελληνικής μυθολογίας, ντυμένη με τις ομορφότερες μελωδίες του μπαρόκ. Η «Σεμέλη», το αριστουργηματικό ορατόριο του Χέντελ με θέμα τον έρωτα της κόρης του ιδρυτή και βασιλιά της Θήβας Κάδμου με τον Δία θα παρουσιαστεί ως παράσταση (συμπαραγωγή με το Διεθνές Φεστιβάλ Χέντελ του Γκέτινγκεν) σε μουσική διεύθυνση και σκηνοθεσία του Γιώργου Πέτρου. Στον ομώνυμο ρόλο η Ελβετή υψίφωνος Μαρί Λις καλείται να αποδείξει και στο ελληνικό κοινό γιατί θεωρείται το νέο αστέρι της μπαρόκ σκηνής.

Ποια είναι λοιπόν η Σεμέλη που σας φέρνει στην Ελλάδα; Και ποιο το συμπέρασμα της ιστορίας της;

«Κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας, η Σεμέλη είναι η πριγκίπισσα της Θήβας, αλλά και, σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, ιέρεια του Δία. Με τον οποίο έχει μια ιστορία αγάπης. Η Ηρα ζηλεύει τον δεσμό τους. Πείθει τη Σεμέλη να ζητήσει από τον βασιλιά των θεών να εμφανιστεί μπροστά της με όλο του το μεγαλείο. Οταν εκείνος το κάνει η ερωμένη του πεθαίνει από τις δυνατές βροντές και το φως που συνοδεύουν την αποκάλυψη. Από τις στάχτες της, ως Φοίνικας, θα γεννηθεί ο θεός Διόνυσος. Ακούγεται σαν ένα μάθημα για την απληστία και τη φιλοδοξία. Ο μύθος έχει και άλλες προεκτάσεις: Η Σεμέλη ήταν έγκυος στον Διόνυσο, τον οποίο ο Δίας κατάφερε να σώσει παίρνοντάς τον από την κοιλιά της και ράβοντάς τον στον μηρό του, ώσπου το έμβρυο να μεγαλώσει. Αυτό το επεισόδιο δεν περιλήφθηκε στην όπερα γιατί εκείνη την εποχή κρίθηκε μάλλον σοκαριστικό. Ομως ο Γιώργος Πέτρου κατάφερε έξυπνα να το συμπεριλάβει στη σκηνοθεσία του».

Την αγαπάτε τη Σεμέλη; Μπορείτε εύκολα να ταυτιστείτε μαζί της;

«Δεν τη βλέπω ως μια ευάλωτη ή υπερβολικά φιλόδοξη γυναίκα, αλλά απλώς ως μια γυναίκα που είναι βαθιά ερωτευμένη και που θέλει να μπορεί να περνά όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο με τον αγαπημένο της, να ανήκει στον κόσμο του. Μπορώ εύκολα να κατανοήσω αυτά τα συναισθήματα και τις επιθυμίες».

«Στο μπαρόκ τραγούδι ακούγεται κάθε λεπτομέρεια στη φωνή και η ερμηνεία μπορεί να γίνει αρκετά βαρετή αν ο τραγουδιστής δεν τη χρωματίσει και αν δεν ξέρει για τι ακριβώς τραγουδάει»

Φωνητικά είναι ένας δύσκολος ρόλος;

«Είναι ένας απαιτητικός ρόλος. Από την ερμηνεύτρια ζητάει κυρίως μεγάλη αντοχή. Πρέπει να προσέχει, να μην υπερβάλλει τα συναισθήματα στο τραγούδι της και να μην πιέζει πολύ τη φωνή, αν θέλει να φτάσει αλώβητη μέχρι το τέλος. Είναι πρόκληση και σημαντικό μάθημα για την τραγουδίστρια που επιπλέον, για να αποδώσει όλες αυτές τις συναισθηματικές μεταπτώσεις που ζητάει το λιμπρέτο από σκηνή σε σκηνή, χρειάζεται μία μεγάλη «παλέτα χρωμάτων». Αυτό κάνει τον ρόλο ακόμα πιο δύσκολο. Αλλά και πόσο ενδιαφέροντα και ικανοποιητικό!».

Είναι και ένας ρόλος με αρκετές μεγάλες άριες για τη σοπράνο. Ποια είναι τα αγαπημένα σας σημεία;

«Για την καθαρή ομορφιά της μουσικής της, αγαπημένη μου άρια είναι το «O sleep, why dost thou leave me?», όπου η Σεμέλη, ξυπνώντας από υπέροχα όνειρα ζητεί από τον Υπνο να της τα δώσει πίσω. Το κείμενο φέρνει στο μυαλό μου μια από τις αγαπημένες μου μελωδίες του Φορέ, το «Après un rêve». Για την ενέργεια και τον ενθουσιασμό του αγαπώ το «No, no, I’ll take no less», μια άρια με φωνητικά πυροτεχνήματα στην οποία η Σεμέλη απολαμβάνει ξεκάθαρα τη δύναμή της. Για τη θεατρικότητα, τη διασκέδαση πάνω στη σκηνή λατρεύω την άρια «Myself I shall adore», όπου η Σεμέλη βλέποντας το είδωλό της σε έναν μαγικό καθρέφτη που χρησιμοποιεί η Ηρα για να την ξεγελάσει, βρίσκει τον εαυτό της τόσο όμορφο που τον ερωτεύεται. Λατρεύω τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετεί αυτή την άρια ο Γιώργος! Είναι πραγματικά πολύ διασκεδαστικό να την τραγουδάς και σίγουρα πολύ αστείο να τη βλέπεις».

Η Μαρί Λις ως Τσερλίνα σε μια μάλλον προκλητική σκηνοθεσία του «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ στην Οπερα της Λιλ.

Πώς αντιμετωπίζετε τις προκλήσεις της μουσικής μπαρόκ; Ποιες είναι οι δεξιότητες που απαιτεί;

«Στο μπαρόκ στυλ νιώθω σαν στο σπίτι μου. Και όχι, δεν έχω την ανάγκη να χρησιμοποιήσω ειδική τεχνική για να το τραγουδήσω. Αυτό που έχει σημασία είναι να είσαι πολύ καλά προετοιμασμένος, να έχεις εξασκηθεί ώστε να μην υπάρχουν αβεβαιότητες. Επίσης φροντίζω να είμαι σαφής σχετικά με τα συναισθήματα του χαρακτήρα που ερμηνεύω: Στο μπαρόκ τραγούδι ακούγεται κάθε λεπτομέρεια στη φωνή και η ερμηνεία μπορεί να γίνει αρκετά βαρετή αν ο τραγουδιστής δεν τη χρωματίσει και αν δεν ξέρει για τι ακριβώς τραγουδάει. Οπότε, στόχος μου στο μπαρόκ – αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο στυλ – δεν είναι απλώς να αποδώσω σωστά τη μουσική, αλλά και να αφήσω τα συναισθήματα να χρωματίσουν τη φωνή μου, ώστε να φτάσουν στις ψυχές των ακροατών».

Πώς και ασχοληθήκατε τόσο με το συγκεκριμένο είδος;

«Δεν ήξερα πολλά για την μπαρόκ όπερα, μέχρι που μου ζήτησαν να τραγουδήσω όπερες του Χέντελ κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Royal College of Music. Τότε σκέφτηκα ότι η φωνή μου μάλλον ταίριαζε σε αυτό το στυλ. Είχα πάντως σχετική εμπειρία και από παλιά: Είχα τραγουδήσει μπαρόκ όταν έκανα τα πρώτα βήματά μου στη μουσική ως παιδί, στα έντεκά μου χρόνια».

Το ρεπερτόριό σας περιλαμβάνει και όπερες των Μπελίνι, Ροσίνι, Ντονιτσέτι, Βέρντι, Πουτσίνι… Σας είναι εύκολο να περνάτε από στυλ σε στυλ;

«Είμαι τυχερή γιατί έχω μια πολύ ευέλικτη φωνή που μου επιτρέπει να τραγουδάω σε διάφορα στυλ. Η προετοιμασία μου ξεκινά πάντα από το κείμενο. Συνήθως διαβάζω ολόκληρο το λιμπρέτο για να έχω σφαιρική ιδέα για όλους τους χαρακτήρες και στη συνέχεια, εάν ο χαρακτήρας που ερμηνεύω είναι ιστορικό πρόσωπο ή όπως η Σεμέλη μια μυθολογική προσωπικότητα, διαβάζω μια βιογραφία, ένα βιβλίο, τον μύθο, προσπαθώ να συγκεντρώσω όσο περισσότερες πληροφορίες μπορώ. Στη συνέχεια ξεκινά η διαδικασία απομνημόνευσης του κειμένου: Συνήθως γράφω το σύνολο των διαλόγων και των μονολόγων μου και μετά διαβάζοντάς δυνατά ξανά και ξανά, δοκιμάζω τον εαυτό μου, για να δω αν ο εγκέφαλός μου το καταγράφει. Επειτα απομνημονεύω τη μελωδία και τη δένω με το κείμενο».

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συνθέτες ή όπερες που κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σας;

«Είμαι ερωτευμένη με τον Μπελίνι που μπορούσε να γράψει τις πιο όμορφες μελωδίες, με τον Βέρντι που κάνει την καρδιά μου να φλέγεται από ένταση, με τον Πουτσίνι για το πάθος, με τον Μότσαρτ για την αγνότητα, με τον Χέντελ για τα συναισθήματα, με τον Βιβάλντι για τη δεξιοτεχνία. Μερικές όπερες θα έχουν πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Η «Κάρμεν» του Μπιζέ για παράδειγμα, που νομίζω ότι ήταν η πρώτη όπερα που άκουσα όταν ήμουν παιδί στις μεγάλες βόλτες που κάναμε με το αυτοκίνητο με την οικογένειά μου. Επίσης ο «Ντον Πασκουάλε» του Ντονιτσέτι, που πρέπει να ήταν η πρώτη όπερα που είδα στη σκηνή: Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τις πρόβες για το ανέβασμά της γιατί η μητέρα μου έπαιζε φλάουτο στην ορχήστρα και με έπαιρνε μαζί της. Το ίδιο συνέβη με την «Μποέμ» του Πουτσίνι και το «Les aventures du roi Pausole» του Χόνεγκερ, έργο του οποίου γνώριζα όλους τους ρόλους απέξω, αφού παιδί ακόμα παρακολούθησα σχεδόν όλες τις πρόβες για μία παραγωγή του. Στην καρδιά μου έχω και την «Τραβιάτα» του Βέρντι».

Πώς ανακαλύψατε το πάθος σας για το λυρικό τραγούδι;

«Οπως ήδη σας είπα, είχα την ευκαιρία από παιδί να παρακολουθήσω πολλές πρόβες και παραστάσεις, αφού η μητέρα μου έπαιζε στην ορχήστρα. Τότε ξεκίνησε η αγάπη μου για την όπερα. Αλλά εκείνη την εποχή νόμιζα ότι δεν ήμουν καλή ηθοποιός και σχεδίαζα να παραμείνω στον χώρο των συναυλιών. Οταν ανέβηκα στη σκηνή, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, κάποιοι σκηνοθέτες μου είπαν ότι ήμουν καλή ηθοποιός και τότε άρχισα να σκέφτομαι και το θέατρο. Είμαι χαρούμενη που μου έδειξαν αυτό το μονοπάτι».

Ποιοι καλλιτέχνες σας έχουν επηρεάσει περισσότερο;

«Ως έφηβη έβγαινα με έναν συνθέτη που ήταν μεγάλος θαυμαστής του bel canto και αγαπούσε ιδιαίτερα τη φωνή της σοπράνο. Μοιράστηκε το πάθος του μαζί μου, ακούσαμε πολλούς τραγουδιστές, ιδιαίτερα την Τζουν Αντερσον και την Κάτια Ριτσαρέλι. Σήμερα οι σοπράνο που θαυμάζω περισσότερο για τις φωνητικές και υποκριτικές τους ικανότητες είναι η Αννα Μόφο και φυσικά η Μαρία Κάλλας!».

«Η πραγματικότητα είναι ότι βρίσκομαι σχεδόν πάντα μακριά από το σπίτι μου, σπάνια βλέπω τους φίλους και την οικογένειά μου. Μερικές φορές νιώθω εντελώς ξεριζωμένη και μόνη»

Πόσο εύκολες είναι οι ισορροπίες ανάμεσα σε καριέρα και σε προσωπική ζωή;

«Το πιο σημαντικό είναι να έχεις καλή υγεία και καλή διάθεση. Ως αντιστάθμισμα σε μια πολύ αγχωτική καθημερινότητα κάνω πολύ γιόγκα. Πήρα μάλιστα μέρος σε μια εκπαίδευση δασκάλων γιόγκα το περασμένο καλοκαίρι, για να μπορέσω να κατανοήσω βαθύτερα τα οφέλη της και να βρω τι μου ταιριάζει. Αυτό με σώζει από αγχωτικές καταστάσεις όπου χωρίς τον διαλογισμό και τις τεχνικές αναπνοής που γνωρίζω θα έχανα πιθανώς τον έλεγχο. Η προσωπική ζωή είναι μια διαφορετική ιστορία, και ομολογώ πως δεν νιώθω η πιο κατάλληλη για να μιλήσω για αυτό το θέμα. Η πραγματικότητα είναι ότι βρίσκομαι σχεδόν πάντα μακριά από το σπίτι μου, σπάνια βλέπω τους φίλους και την οικογένειά μου. Μερικές φορές νιώθω εντελώς ξεριζωμένη και μόνη. Η διατήρηση μιας μακροχρόνιας σχέσης είναι δύσκολη, λόγω όλων των ταξιδιών, των ακανόνιστων προγραμμάτων, της ενέργειας που απαιτεί η δουλειά και της ζήλιας που μπορούν να προκαλέσουν στους συντρόφους οι σκηνές αγάπης στη σκηνή. Πρόσφατα συνειδητοποίησα ότι πολλές από τις τραγουδίστριες που γνωρίζω είναι μόνες. Φυσικά, αυτό έχει και πλεονεκτήματα: Την ελευθερία να γνωρίζεις νέους ανθρώπους και να δημιουργείς φιλίες, να ανακαλύπτεις μέρη στα οποία δεν θα είχες πάει ποτέ αν δεν έκανες αυτή τη δουλειά… Εξακολουθώ να ελπίζω ότι μια μέρα θα μπορέσω να μοιραστώ τα πάντα με κάποιον που η δουλειά του θα του επιτρέπει να ταξιδεύει μαζί μου».

Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος της όπερας σήμερα και πώς τη βλέπετε να εξελίσσεται στο μέλλον;

«Νομίζω ότι η όπερα, ως η πιο ολοκληρωμένη μορφή τέχνης, πρέπει πάντα να έχει στόχο να εμπνέει τους ανθρώπους και να εξυψώνει την ψυχή τους – αυτός εξάλλου είναι ο πρωταρχικός στόχος της μουσικής. Ολο και πιο συχνά, ακούω διάφορους να λένε ότι μερικές φορές προτιμούν να κλείνουν τα μάτια τους όταν πηγαίνουν στην όπερα, γιατί βρίσκουν αυτά που συμβαίνουν στη σκηνή τόσο ενοχλητικά που δεν μπορούν να απολαύσουν το έργο. Θεωρώ πως η σκηνοθεσία που οδηγεί σε αυτό το αποτέλεσμα είναι έγκλημα. Πρέπει πάντα να υπηρετούμε τη μουσική, ώστε και η μουσική να μπορεί να υπηρετεί τους θεατές, τους ακροατές. Ελπίζω ότι στο εγγύς μέλλον θα επιστρέψουμε σε όμορφες, εμπνευσμένες παραγωγές και ότι το κοινό αντί να κλείνει τα μάτια θα θαυμάζει την ιστορία, την υποκριτική, τα όμορφα σκηνικά, και ίσως θα μαθαίνει πράγματα που θα μπορεί να εφαρμόσει και στη ζωή του».

Πρεμιέρα στις 3 Νοεμβρίου. Παραστάσεις θα δοθούν και στις 4, 8 και 10 του μήνα. Μουσική διεύθυνση – σκηνοθεσία Γιώργος Πέτρου, σκηνικά – κοστούμια Πάρις Μέξης. Με τους Μαρί Λις, Τζέρεμι Οβεντεν, Ντάρα Σαβίνοβα, Ραφάλ Τόμκιεβιτς, Τζιανλούκα Μαργκέρι και Μαριλένα Στριφτόμπολα.