Ηθοποιός με φωνή και παρουσία που έχουν σημαδέψει το ελληνικό θέατρο, η Πέμη Ζούνη δεν επαναπαύεται ποτέ. Στη «Γη της ελιάς» (MEGA) υποδύεται την Αλεξάνδρα, μια γυναίκα που παλεύει ανάμεσα στη δύναμη και την κακοποίηση, ενώ στη θεατρική «Φθινοπωρινή ιστορία» καταθέτει μια τρυφερή ερμηνεία για τον έρωτα που ανθίζει στη μέση ηλικία. Με αφορμή τις εφετινές της δουλειές, μιλάει για το πώς η τέχνη μπορεί να γίνει «φάρμακο ψυχής», για τις αντιφάσεις του ανθρώπου και για τα «δώρα» που της έχει χαρίσει η πορεία της.
Πώς προέκυψε η πρόταση για να συμμετάσχετε στη «Γη της ελιάς»;
«Ηρθε λίγο απρόσμενα. Ενώ είχαμε μια πρώτη συζήτηση με τη Βάνα Δημητρίου και τον Ανδρέα Γεωργίου για κάτι άλλο, που δεν είχαμε προλάβει να διευκρινίσουμε, ξαφνικά μου είπαν για τη “Γη της ελιάς”. Είναι χαρά να συνεργάζομαι μαζί τους, γιατί είναι δοκιμασμένη η σχέση μας και πάω με ασφάλεια. Το ωραίο είναι ότι συμμετέχουν τόσοι αγαπημένοι συνάδελφοι που έχουμε ή δεν έχουμε ποτέ βρεθεί επαγγελματικά. Αυτή είναι η πρώτη μου, έτσι και αλλιώς, αντίδραση. Να χαίρομαι για το ανθρώπινο υλικό που συναντώ και μετά είναι όλα τα άλλα».
Η Αλεξάνδρα είναι μια γυναίκα δυναμική, αλλά εγκλωβισμένη σε έναν κακοποιητικό γάμο. Εχετε αναφέρει ότι απευθυνθήκατε σε ψυχίατρο για να κατανοήσετε καλύτερα τον ρόλο. Πώς σας βοήθησε αυτή η έρευνα;
«Ηθελα να κατανοήσω ότι ένας δυναμικός άνθρωπος δεν σημαίνει και οχυρωμένος στα πάντα. Ρωγμές στην ιστορία, στον χαρακτήρα, την ψυχοσύνθεση υπάρχουν εκεί που δεν το περιμένεις. Αυτή την “αντίφαση” μου ήταν δύσκολο να την προσεγγίσω, γιατί ως πρώτη αντίδραση αυτό με θύμωνε. Πώς μια γυναίκα πετυχημένη και ανεξάρτητη θα μπορούσε να υφίσταται και να υπομένει κάτι τέτοιο. Δυστυχώς τα φαινόμενα απατούν και εγκλωβιζόμαστε πολλές φορές σε αυτά που κουβαλάμε από το παρελθόν. Οπότε αυτές τις ρωγμές προσπάθησα να τις αναγνώσω και να μάθω από πού προέρχονται. Βεβαίως, βρήκα βοήθεια εύκολα, γιατί για τους ειδικούς είναι κάτι συνηθισμένο».
Η κακοποίηση των γυναικών είναι ένα κρίσιμο θέμα που πλέον φωτίζεται μέσα από πολλές σειρές και ταινίες. Πιστεύετε ότι η τέχνη μπορεί πραγματικά και ουσιαστικά να ανοίξει διάλογο και να βοηθήσει στην κατανόηση και στην πρόληψη τέτοιων φαινομένων;
«Το πιστεύω απόλυτα και ευτυχώς το έχω επιβεβαιώσει. Η τέχνη δεν είναι πανάκεια για όλα, αλλά είναι ο πιο ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος αν αφουγκραστείς, αν σε ενδιαφέρει, αν σου κινήσει το ενδιαφέρον. Συνέβη κάτι υπέροχο στην αρχή σχετικά της πορείας μου, στη “Μικρή μας πόλη”, ένα αριστούργημα σκηνοθετημένο από τον Μίνωα Βολανάκη με εξαιρετικούς ηθοποιούς, μια παράσταση-εμπειρία.
Τη δεύτερη σεζόν, λοιπόν, ήρθε μία κοπέλα στο καμαρίνι, γύρω στα δεκαοκτώ, και μου είπε: “Ξέρετε, βλέπω δεύτερη φορά την παράσταση. Πέρυσι μόλις την είδα πήγα και τα βρήκα με τον πατέρα μου, είχα χρόνια να του μιλήσω”. Τρελάθηκα. Ηταν από τα πιο ωραία πράγματα που έχω ακούσει. Αν δεν είναι αυτό πολύτιμο, τότε τι; Η τέχνη είναι ένα βαθύ φάρμακο.
Εντάξει, δεν σημαίνει ότι μόλις δεις θέατρο θα γίνεις καλά, όχι. Αλλά τουλάχιστον σου ανοίγει έναν δρόμο σκέψης, σε προβληματίζει χωρίς να κουνάει το δάχτυλο, χωρίς να προσπαθεί να διδάξει. Αυτό το απεχθάνομαι βέβαια, όπως και τον όρο “στέλνει μηνύματα”, γιατί αυτό σημαίνει από καθέδρας. Απλώς μοιράζεται κάποιες ανησυχίες σε ένα επίπεδο ενσυναίσθησης και όχι διδασκαλίας».
Εχετε ενσαρκώσει πολλούς δυναμικούς γυναικείους χαρακτήρες που έσπαγαν το κατεστημένο. Υπάρχει κάποιος ρόλος που σας έχει σημαδέψει;
«Με κάθε ρόλο ανακαλύπτεις κομμάτια του εαυτού σου. Κάθε ρόλος είναι μια διαδρομή. Μια μελέτη προς τα μέσα που είτε σου μοιάζει κάτι, είτε σου θυμίζει κάτι από σένα, είτε σε πάει στο ενδεχόμενο να ήσουν και έτσι σου προσθέτει μια ευρυχωρία και μια συνειδητοποίηση ότι έχουμε μέσα μας δυνάμει όλα τα υλικά. Νομίζω ότι οι ρόλοι-σταθμοί ήταν αυτοί που ενδεχομένως θα μπορούσα να έχω δυνάμει, άρα οι αντίθετοι ρόλοι. Εχω τρεις σταθμούς, δεν ξέρω γιατί επιμένω σ’ αυτούς, αλλά φαίνεται πως υπάρχει λόγος να επιμένω. Είναι η Μάρθα στο “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ”, η Γκοτιέ από το “Η Μαργαρίτα Γκοτιέ ταξιδεύει απόψε” και η Μπλανς από το “Λεωφορείο ο Πόθος”. Θεωρώ μεγάλη διαδρομή να έχεις περπατήσει αυτούς τους ρόλους. Ηταν αρκετά διαφορετικοί από μένα».
Απωθημένα έχετε από αυτή τη δουλειά;
«Οχι. Ξεκαθάρισα πολύ νωρίς ότι δεν θα μπω σε αυτό και ότι μου αρέσει να πηγαίνω με τη ροή των πραγμάτων. Ερχονταν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και δεν είχα κανέναν λόγο να είμαι αχάριστη και να δημιουργώ παράπονα κι απωθημένα. Είμαι, θεωρώ, πολύ τυχερή που έχω παίξει αυτά τα έργα. Απλώς μεγαλώνοντας, και ύστερα από 42 χρόνια στη σκηνή, παρατήρησα με έκπληξη ότι δεν έχω παίξει καθόλου έναν Τσέχοφ, που αγαπώ πολύ. Απορία είναι αυτό, δεν είναι απωθημένο. Οποτε το μοιράζομαι μου λένε: “Ναι βρε, πώς δεν συνέβη ποτέ”. Είναι κάτι που νομίζω έχω μια συγγένεια. H γραφή του, ο κόσμος του, η ατμόσφαιρά του. Την αγαπώ. Μου πάει νομίζω. Ελπίζω κλείνοντας, ας πούμε, την πορεία μου να μην το συζητήσω ξανά, αλλιώς τότε θα είναι απωθημένο».
Υστερα από τόσα χρόνια πορείας, ποιο θα λέγατε ότι είναι το μυστικό για να παραμείνει ένας καλλιτέχνης δημιουργικός αλλά ταυτόχρονα και ανήσυχος;
«Νομίζω δεν θέλει και πολλή προσπάθεια αν ακούς την εποχή. Αλλάζουν τόσο γρήγορα όλα που αποκλείεται να ησυχάσεις. Κι επειδή έχουμε εκ των πραγμάτων μια παρατηρητικότητα και μια ανησυχία στο να κατανοούμε τα γιατί, έχει πολλή δουλίτσα κάθε μέρα με αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Επίσης, αν είσαι δάσκαλος, έχεις την τύχη να είσαι συνέχεια με νέους ανθρώπους, να προσπαθείς να καταλάβεις, να παρακολουθήσεις τις γενιές αυτές που σου δίνουν πολύ υλικό για να παραμείνεις ανήσυχος. Οπότε δεν είναι δύσκολο».
Θεατρικά θα σας δούμε για δεύτερη χρονιά στη «Φθινοπωρινή ιστορία» σε σκηνοθεσία Βάνας Πεφάνη, με τον Σταύρο Ζαλμά στο πλευρό σας. Πώς θα περιγράφατε αυτή τη συνεργασία;
«Ηταν από τις πολύ μαγικές. Με τη Βάνα είχαμε κάνει μια σπουδαία δουλειά, “Ο αδελφός μου ο Αμαντέους”, η οποία νομίζω μας άνοιξε καινούργιους δρόμους, βρήκαμε κοινούς κώδικες. Η Βάνα είναι εξαιρετικά ανήσυχο άτομο. Ηρθε λοιπόν αυτή η ιστορία, που τη φρεσκάρισε, χωρίς να την πειράξει στον πυρήνα της, με έναν τρόπο εξαιρετικό. Εδωσε μια καινούργια διάσταση σε αυτή την τρυφερή ιστορία. Με τον Σταύρο αγαπιόμαστε σκηνικά από παλιά. Η παράσταση αγαπήθηκε από το κοινό, πήρε και βραβεία στη Θεσσαλονίκη, οπότε δικαίως πάει δεύτερη χρονιά».
Ποιο μήνυμα σας συγκινεί περισσότερο σε αυτή την ιστορία;
«Πως η διαδικασία της έλξης μοιάζει σε όλες τις ηλικίες. Πως δύο φοβισμένα πλέον, λόγω εμπειριών, ηλικίας, και αμπαρωμένα πίσω από κλειστές πόρτες άτομα μπορούν να χάσουν τη λογική και να γίνουν ξαφνικά αφύλακτοι και γελοίοι. Μου θυμίζει λίγο τους “Γελοίους έρωτες” του Κούντερα. Αυτό το γελοίο του πράγματος με συγκινεί βαθύτατα. Είναι μια μελέτη στην ανθρώπινη φύση. Χαιρόμουν που έρχονταν νέοι άνθρωποι στα καμαρίνια και μας έλεγαν πως αυτό δεν είναι “φθινοπωρινή” ιστορία αλλά αφορά και τους ίδιους. Αυτή είναι η δικαίωση».
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το μεγαλύτερο δώρο που σας έχει κάνει το θέατρο όλα αυτά τα χρόνια;
«Η συνάντηση με τους ανθρώπους. Γιατί σε καθορίζουν, σε οδηγούν, σε βελτιώνουν. Αυτή είναι η επιδίωξη. Να ανεβαίνεις λίγο πίστα εσωτερικά. Γι’ αυτό και η προσοχή μου, ασυναίσθητα στην αρχή, αλλά πολύ συνειδητά μετά, ήταν στραμμένη στο με ποιους θα συνεργαστώ».
