«Ο φίλος μου, ο Αλμπερτ Φίνεϊ, αυτός είναι Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όχι εγώ. Εγώ είμαι με τη Χαλ. Με τον Αλμπερτ τσακωνόμαστε συχνά για το ποδόσφαιρο ξέρετε… Πάμε πίσω τόσο πολλά χρόνια μαζί…». Για λογαριασμό αυτού του κειμένου ακούω ξανά την ηχογράφηση της συνέντευξης που είχα πάρει από τον Τομ Κόρτνεϊ το 2015, στο Βερολίνο, για την ταινία «45 χρόνια». Και συγκινούμαι από τη γλύκα με την οποία ο τόσο ευγενικός αυτός άνθρωπος μου είχε μιλήσει για τον φίλο του, τον Αλμπερτ, που έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου σε ηλικία 82 ετών. Ο Κόρτνεϊ είχε μιλήσει χωρίς ανταγωνισμό και χωρίς κανέναν φθόνο «για το Χόλιγουντ που ο Αλμπερτ έκανε, σε αντίθεση με μένα που προτίμησα το θέατρο και για χρόνια σνόμπαρα το σινεμά». Τελικά, με τον Αλμπερτ Φίνεϊ το 1984 ο Τομ Κόρτνεϊ θα διεκδικούσε το Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου χάρη στην απίστευτη συνεργασία τους στον «Αμπιγέρ» του Πίτερ Γέιτς για τον οποίο ήταν και οι δύο υποψήφιοι.
Η καριέρα του Αλμπερτ Φίνεϊ ξεκίνησε λίγο πριν από εκείνη του Τομ Κόρτνεϊ διότι «καθότι δεν είχε πάει στο Πανεπιστήμιο, έπρεπε να δουλέψει από πιο νωρίς» όπως μου είχε πει ο τελευταίος στο Βερολίνο. Ηταν παιδί της εργατικής τάξης, γιος μπουκμέικερ από το Σάλφροντ του Γκρέιτερ Μάντσεστερ. Μπορεί να μη σπούδασε, όμως το ταλέντο του Φίνεϊ στην υποκριτική ήταν τέτοιο που λίγο πριν από τα 20 του, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, κέρδισε υποτροφία στο RADA. Δουλεύοντας στο θέατρο σύντομα απέκτησε τη φήμη του νέου Λόρενς Ολίβιε, σε έργα του οποίου ήταν αντικαταστάτης του. Το θέατρο τον οδήγησε στο σινεμά και το όνομά του συνδέθηκε αμέσως με το free cinema, το απελευθερωτικό κινηματογραφικό κίνημα που άρχισε να αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς στην Αγγλία εκείνη την εποχή, με εκπροσώπους του σκηνοθέτες όπως ο Λίντσεϊ Αντερσον, ο Τζον Σλέσινγκερ, ο Τόνι Ρίτσαρντσον και ο Κάρελ Ράιζ.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.