«Ενα όνειρο που έγινε πραγματικότητα» σημειώνει η Τζόις Ελ-Κουρί στον λογαριασμό της στο Instagram: «Θα κάνω την πρώτη μου «Νόρμα» αυτό το καλοκαίρι. Πάντα ήλπιζα ότι θα μου δινόταν η ευκαιρία να τραγουδήσω αυτόν τον εμβληματικό ρόλο και νιώθω πολύ τυχερή που συμβαίνει τώρα προς τιμήν της εκατονταετηρίδας της Μαρίας Κάλλας στο ιστορικό Ωδείο Ηρώδου Αττικού στην Αθήνα, στην Ελλάδα».

Η λιβανο-καναδή υψίφωνος με τη διεθνή καριέρα θα φορέσει τον χιτώνα της αθάνατης ηρωίδας του Μπελίνι στο ρωμαϊκό ωδείο στις 28 και στις 30 Αυγούστου, σε μια μεγάλη παραγωγή αφιερωμένη στα 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας. Σκηνοθετεί ο Τομ Βολφ (γνωστός και για το ντοκιμαντέρ «Maria by Callas: Η Μαρία Κάλλας εξομολογείται»), ενώ την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ διευθύνει ο Γιουτζίν Κον. Στον ρόλο του Πολιόνε εμφανίζεται ο Μάριος Φραγκούλης (αφήνοντας για λίγο το ρεπερτόριο που α ερμηνεύει και επιχειρώντας μια τολμηρή και επικίνδυνη βουτιά στα βαθιά), στον ρόλο της Ανταλτζίζα η αμερικανίδα σοπράνο Τερέζα Καρλομάνιο και στον ρόλο του Οροβέζο ο σέρβος βαθύφωνος Σάβα Βέμιτς. Συμμετέχει η χορωδία Fons Musicalis υπό τη διεύθυνση του Κωστή Κωνσταντάρα. Στην παραγωγή συμμετέχουν ο Γιάννης Μετζικώφ (κοστούμια), ο David Negrin (σκηνογραφία) και η Ερση Πήττα (χορογραφία). Παραγωγή: Πολιτιστικός Οργανισμός Λυκόφως – Γ. Λυκιαρδόπουλος.

Οι πρώτες μεγάλες ερμηνεύτριες

Η «Νόρμα» ανέβηκε για πρώτη φορά στη Σκάλα του Μιλάνου στις 26 Δεκεμβρίου 1831 με δύο μυθικές σοπράνο στους γυναικείους πρωταγωνιστικούς ρόλους: την ιέρεια των Δρυιδών ερμήνευσε η Τζουντίτα Πάστα και τη νεαρή ιέρεια Ανταλτζίζα η Τζούλια Γκρίζι. H Πάστα τραγούδησε το 1833 και την πρώτη παράσταση της όπερας στο Λονδίνο. Στα χρόνια που ήρθαν, τραγουδίστριες όπως η Ρόζα Ράισα, η Λίλι Λέμαν (η οποία είχε αποφανθεί πως «είναι πιο εύκολο να τραγουδήσεις στη σειρά και τις τρεις Βρουνχίλδες του Βάγκνερ, στην τετραλογία «Το δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ», παρά μια Νόρμα!»), η Κλάουντια Μούτσιο, η Εστερ Ματσολένι, η Μπιάνκα Σκατσάτι, η Ρόζα Πονσέλε, η Ιβα Πατσέτι και η Τζίνα Τσίνια διακρίθηκαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Για να ακολουθήσουν με την ίδια επιτυχία τα αχνάρια τους μετά το 1940 η Ζίνκα Μίλανοβ και λίγο αργότερα η Μαρία Κάλλας. Η Κροάτισσα Μίλανοβ – διάσημη για την ομορφιά και τον πλούσιο, δυναμικό ήχο της φωνής της καθώς και για τα αιθέρια πιανισίμί της – ερμήνευσε την ιέρεια των Δρυιδών στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, η οποία ήταν και το καλλιτεχνικό σπίτι της για τριάντα χρόνια.

Οι θρίαμβοι της Κάλλας και η Επίδαυρος

Η Μαρία Κάλλας ερμήνευσε τον ρόλο για πρώτη φορά το 1948 στη Φλωρεντία υπό τη διεύθυνση του Τούλιο Σεραφίν και ακολούθως, την ίδια χρονιά, στο Μπουένος Αϊρες. Το 1950 την τραγούδησε στη Βενετία, στη Ρώμη, στην Κατάνια και στο Μεξικό, το 1951 στο Παλέρμο, στο Σάο Πάολο και στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας και (εκ νέου) στην Κατάνια. Το 1952 έφερε τη «Νόρμα» της στη Σκάλα του Μιλάνου και στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου. Ακολούθησαν και άλλες παραστάσεις, με την ελληνίδα υψίφωνο να γνωρίζει τον θρίαμβο αποδίδοντας ιδανικά την ηρωίδα του Μπελίνι – ανάμεσα σε δεκάδες ακόμα απαιτητικούς ρόλους – όπως φαίνεται και από τις live ηχογραφήσεις που έχουν ευτυχώς διασωθεί.

Το 1960 έφτασε η σειρά της Ελλάδας, συγκεκριμένα της Επιδαύρου. Η Κάλλας έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 9 Αυγούστου. Στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ανακοίνωσε πως θα διέθετε την αμοιβή της, ύψους 15.000 δολαρίων, για υποτροφίες νέων καλλιτεχνών της όπερας. Η παράσταση της Κυριακής 21 Αυγούστου ακυρώθηκε λόγω βροχής. Η πρεμιέρα δόθηκε τελικά την Τετάρτη 24 Αυγούστου. Δίπλα στη διάσημη υψίφωνο την Ανταλτζίζα ερμήνευσε η Κική Μορφονιού και τον Πολιόνε ο Μίρτο Πίκι. Διεύθυνε ο Τούλιο Σεραφίν. Η σκηνοθεσία ήταν του Αλέξη Μινωτή, τα σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη και τα κοστούμια του Αντώνη Φωκά.

Η δεύτερη παράσταση δόθηκε την Παρασκευή 26 Αυγούστου με την πρωταγωνίστριά της άρρωστη και εμπύρετη. Πήγε όμως εξαιρετικά. Η τρίτη παράσταση επρόκειτο να δοθεί την Κυριακή 28 Αυγούστου, ματαιώθηκε όμως επειδή η Κάλλας εξακολουθούσε να μην αισθάνεται καλά. Εκείνη αναχώρησε για το εξωτερικό με τη «Χριστίνα», το γιοτ του Αριστοτέλη Ωνάση, το κοινό έμεινε με την προσμονή.

Η Μαρία Κάλλας είχε γοητεύσει κοινό και κριτικούς ως «Νόρμα» στις παραστάσεις που έδωσε το 1960 στην Επίδαυρο.

Ο ύμνος του Πλωρίτη

Λίγες μέρες μετά, το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων αποφάσισε να απονείμει στην καλλιτέχνιδα το «Χρυσό μετάλλιο τιμής της πόλεως των Αθηνών». Ο Μάριος Πλωρίτης, που είχε παρακολουθήσει μiα από τις παραστάσεις, έγραφε στην «Ελευθερία»: «Σπάνια είσοδος ηθοποιού στη σκηνή καθηλώνει το θεατή όσο η εμφάνιση και μόνη της Κάλλας. Το βασιλικό παράστημά της, το κυρίαρχο περπάτημά της, η μνημειακή στάση της, η αετίσια ματιά της, η πεντακάθαρη κατατομή της, υποτάζουν το κάθε τι γύρω της και οι χιλιάδες των θεατών γίνονται – λες – δυο μόνο μάτια, μια ανάσα, που κρέμονται απ’ την παραμικρή κίνησή της. Και η Κάλλας αρχίζει να τραγουδά, αρχίζει να παίζη, αρχίζει να παίζη το τραγούδι της. Ποτέ λυρική τραγουδίστρια δεν ένωσε τόσο τέλεια αυτές τις δύο τέχνες. Είναι στιγμές που η ηθοποιία της κυριαρχεί τόσο, που σε κάνει σχεδόν να ξεχνάς το θαύμα της φωνής της. (…) Αν η Κάλλας είναι ένα φαινόμενο φωνητικό, δεν είναι λιγότερο ένα κατόρθωμα υποκριτικής δεξιοτεχνίας. Συνενώνοντας τα δύο, έγινε μια «πλήρης καλλιτέχνις» απ’ τις λίγες που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Και δεν γελιέμαι αν πω ότι το ξέφρενο ατελείωτο χειροκρότημα των χιλιάδων θεατών της κόγχης που είχαν μεθύσει από τη μαγεία της τέχνης της, είχε το νόημα μιας θριαμβευτικής κι ευγνώμονης κραυγής Ελλήνων σε Ελληνίδα: «Μαρία Κάλλας, Μαρία Καλογεροπούλου, είμαστε περήφανοι για σένα!»».

Με τη σειρά του ο Διονύσιος Γιατράς συμπύκνωνε σε τρεις γραμμές το μεγαλείο της πριμαντόνας γράφοντας στο «Βήμα»: «Νιώθουμε τους ανεξήγητους ενδοιασμούς που αντιμετωπίζει κανείς όταν πρόκειται να κρίνη ή να σχολιάση ένα φαινόμενον της φύσεως αλλά και φαινόμενον τεχνικής τελειότητος. Γιατί η Μαρία Κάλλας δεν κρίνεται ούτε σχολιάζεται».

Η τελευταία φορά

Η διάσημη υψίφωνος συνάντησε και άλλες φορές τη «Νόρμα» στη σκηνή και την ηχογράφησε σε διαφορετικές περιόδους της καριέρας της, χαρίζοντάς μας πάντα συγκλονιστικές ερμηνείες. Για τελευταία φορά την τραγούδησε στο Παρίσι το 1965. Η φωνή της αντιμετώπιζε πλέον πολύ σοβαρά προβλήματα, όμως χάρη στο άνευ ορίων ταλέντο της και στην αφοσίωσή της στη μουσική μοίρασε για άλλη μια φορά ρίγη συγκίνησης στο κοινό. Σήμερα, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της, η Κάλλας εξακολουθεί να θεωρείται η μεγαλύτερη «Νόρμα» του 20ού αιώνα και η ερμηνεία της στην «Casta diva», την περίφημη άρια – επίκληση στη σελήνη, παραμένει ό,τι ομορφότερο και συγκινητικότερο έχουμε ακούσει από λυρικό καλλιτέχνη.

Από την Τσερκουέτι στην Ντεβία

Ομως, εκτός από τη σπουδαία Κάλλας, στα χρόνια που ήρθαν και άλλες σημαντικές τραγουδίστριες ερμήνευσαν στη σκηνή και ηχογράφησαν την κοσμοαγάπητη όπερα του Μπελίνι συνδέοντας το όνομά τους με τον εξαιρετικά απαιτητικό πρωταγωνιστικό της ρόλο. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζουν η Ανίτα Τσερκουέτι, η Λεϊλά Γκεντσέρ, η Ελινορ Ρος, η Ελενα Σουλιώτη (άλλη μια Ελληνίδα που μετά την Κάλλας έκανε λαμπρή καριέρα στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου), η Τζόαν Σάδερλαντ, η Μονσεράτ Καμπαγιέ, η Γκένα Ντιμιτρόβα, η Μπέβερλι Σιλς, η Σίρλεϊ Βερέτ, η Γκρέις Μπάμπρι, η Ρίτα Χάντερ, η Μαρίζα Γκαλβάνι, η Τζουν Αντερσον και η Μαριέλα Ντεβία. Από τις πολλές ηχογραφήσεις που έγιναν στα στούντιο, εκείνες της Σουλιώτη (με Πολιόνε τον Μάριο ντελ Μονακό και Ανταλτζίζα τη Φιορέντσα Κοσότο) και της Τζόαν Σάδερλαντ (με Ανταλτζίζα τη Μέριλιν Χορν), και οι δύο για την Decca, είναι οι πιο επιτυχημένες.

Η Μονσεράτ Καμπαγιέ και η Μαριέλα Ντεβία είναι δύο από τις «μεγάλες κυρίες» της όπερας που ξεχώρισαν στον ρόλο της «Νόρμα». Εδώ η πρώτη.

Η Μαριέλα Ντεβία.

Στο ρεπερτόριο από το 1905

Το Γ’ Ελληνικό Μελόδραμα περιέλαβε τη «Νόρμα» στο ρεπερτόριό του το 1905. Από την Εθνική Λυρική Σκηνή η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά με την Κάλλας στις 24 Αυγούστου 1960 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου – στην παράσταση για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει. Το έργο επανήλθε και άλλες φορές στο ρεπερτόριο της ΕΛΣ, με πρωταγωνίστριες όπως η Ελενα Σουλιώτη (Ηρώδειο 1968, πάλι με την Κική Μορφωνιού ως Ανταλτζίζα), η Ραντμίλα Μπακόσεβιτς, η Μαρία Λουίζα Τσιόνι, η Νέλι Μιριτσόγιου, η Μάρθα Αράπη, η Ντορότα Ραντόμσκα, η Τζένη Δριβάλα, η Δήμητρα Θεοδοσίου, η Ραντοστίνα Νικολάεβα, η Κάρμεν Τζανατάζιο και η Μάρτζορι Οουενς (Ηρώδειο 2019) να επωμίζονται τον απαιτητικό πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Τζένη Δριβάλα έχει ερμηνεύσει τη «Νόρμα» και στη Θεσσαλονίκη και στη Λάρισα. Το 1991 η πρωταγωνίστρια της ΕΛΣ Βαρβάρα Γκαβάκου τραγούδησε τη «Νόρμα» στην Κέρκυρα. Την περίοδο 1995/96 η όπερα παρουσιάστηκε σε συναυλιακή μορφή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τη Βάσω Παπαντωνίου στον ομώνυμο ρόλο. Η Τζόις Ελ-Κουρί έρχεται τώρα για να αποδείξει με τη σειρά της πως μπορεί να τα καταφέρει. Φιλοδοξώντας και εκείνη να γράψει το όνομά της στον κατάλογο με τις γενναίες υψιφώνους – θέλει γενναιότητα και θάρρος για να αναμετρηθείς επί σκηνής με τη «Νόρμα» – που συνεχίζουν την παράδοση αιώνων, καταφέρνοντας αυτό που μοιάζει ακατόρθωτο: Να αποδώσουν επιτυχώς έναν από τους δυσκολότερους, αν όχι τον δυσκολότερο, ρόλους του ρεπερτορίου της δραματικής σοπράνο και να λάμψουν με το τραγούδι τους στο σύμπαν του απαιτητικού αλλά και τόσο γοητευτικού μπελκάντο. Η βραδιά μπορεί να αφιερώνεται στη Μαρία Κάλλας, είναι όμως και δική της!

Η ηχογράφηση της «Νόρμα» με την Ελενα Σουλιώτη θεωρείται μία από τις καλύτερες δισκογραφικές αποδόσεις του έργου στον 20ό αιώνα.

Αντιδράσεις για την παράσταση του 1840

Στον ελλαδικό χώρο η «Νόρμα» πρωτοπαρουσιάστηκε λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της, το 1834, στο Θέατρο Σαν Τζάκομο της (υπό αγγλική κατοχή τότε) Κέρκυρας. Η πρώτη παράσταση στην Αθήνα δόθηκε λίγο μετά, το 1840, με πρωταγωνίστρια την εξαιρετικά δημοφιλή στο κοινό της πρωτεύουσας ιταλίδα υψίφωνο Ρίτα Μπάσο. Τότε, ο φιλέλληνας Edgar Garston σχολίαζε ότι η εν λόγω όπερα «έχει πάρει τα μυαλά της μισής νεολαίας της Αθήνας και το θέατρο, συνεπακόλουθα, έχει περιπέσει στην τεράστια δυσμένεια κάποιων από τους δριμείς πατριώτες της επαναστατικής σχολής, που το βλέπουν σαν έναν δίαυλο διά μέσου του οποίου διαχέεται η διαφθορά στις αρτηρίες της ελληνικής νεολαίας.

Από μερικούς θεωρείται ως χώρος αθώας ψυχαγωγίας και από άλλους ως ένα μέσο επίσπευσης της προόδου του πολιτισμού και, επίσης, με το ότι είναι ένα κέντρο στο οποίο οι άνδρες όλων των κομμάτων συναντώνται και επικοινωνούν, ως μέσο αύξησης της αξίας της κοινής γνώμης σε ζητήματα μείζονος σημασίας. Το βασιλικό κόμμα, πιθανόν χωρίς αναφορά σε άλλα κίνητρα πέραν της ψυχαγωγίας της στιγμής, πατρονάρει πολύ συχνά την όπερα». Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, η Ρίτα Μπάσο «υποκρίνεται θαυμασίως το πρόσωπον της Νόρμας και καθ’ ημέραν αποκαλύπτει εις το κοινόν νέας αυτής χάριτας· η δραματική αυτής παράστασις και η πολυτελής ευαισθησία είναι πάντοτε απαράμιλλοι και πάντοτε έχει τι απροσδόκητον και ανέλπιστον η ευκολία με την οποίαν υπερνικά τας τοσαύτας δυσκολίας του λαμπρού τούτου προσώπου». Τις πολύτιμες πληροφορίες αντλούμε από τη διατριβή του Κωνσταντίνου Γ. Σαμπάνη «Η όπερα στην Αθήνα κατά των οθωνική περίοδο (1833-1862)».

Η Ζίνκα Μίλανοβ ήταν μία από τις πρώτες μεταπολεμικές ερμηνεύτριες της «Νόρμα».