Η Μυρτώ Αλικάκη τρελαίνεται για τις αλλαγές. Κάθε της ρόλος είναι διαφορετικός από τον προηγούμενο. «Προσπαθώ να κάνω πράγματα που είναι διαφορετικά. Προσπαθώ και εξωτερικά να αλλάζω» θα πει. Εφέτος το κατάφερε στον υπέρτατο βαθμό. Με μόνο της εφόδιο το μαύρο ράσο, το πρόσωπό της, το βλέμμα της και τη φωνή της η Μυρτώ Αλικάκη υποδύεται τη μοναχή Κασσιανή στη μεγάλη επιτυχία του Mega «Μαύρο Ρόδο» (Κυριακή – Πέμπτη, 22.50). Μια γυναίκα δόλια, που θα κάνει τα πάντα για να πετύχει τον σκοπό της. Να αναλάβει τη θέση της ηγουμένης στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στη Γερακιανή.

Περιμένατε την επιτυχία που σημειώνει το «Μαύρο Ρόδο»;

«Η αλήθεια είναι ότι το θεωρούσα πολύ πιθανό. Εντάξει, ποτέ δεν μπορείς να προεξοφλήσεις κάτι, αλλά θεωρούσα ότι υπάρχει ένα σενάριο που είναι πάρα πολύ πιασάρικο και αρκετά καλογραμμένο και πως υπάρχει ένα πολύ δυνατό καστ ηθοποιών. Οπότε σκεφτόμουν ότι λογικά θα πάει καλά».

Εισπράττετε την επιτυχία της σειράς;

«Σίγουρα έχει πολύ φανατικούς οπαδούς η σειρά. Επειδή ο δικός μου ρόλος είναι κάπως γαργαλιστικός, συγκεντρώνει διάφορα σχόλια από τον κόσμο που συναντάω έξω στον δρόμο. Εχει πλάκα γιατί οι μισοί με βρίζουν και μου λένε ότι είναι φρικτή γυναίκα κ.λπ. Υπάρχουν και κάποιοι που λένε ότι είμαι η μόνη φωνή της λογικής. Οπότε μου αρέσει αυτό που συμβαίνει».

Τι εντοπίσατε στον συγκεκριμένο ρόλο και δεχτήκατε την πρόταση αυτή;

«Κατ’ αρχάς είναι πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση να υποδυθείς μια μοναχή. Δεν σου δίνεται κάθε μέρα αυτή ευκαιρία. Επειδή ως ηθοποιός αγαπώ τις μεταμορφώσεις, θεώρησα ότι είναι η τέλεια ευκαιρία για να έχω πάλι ένα καινούργιο πρόσωπο αλλά και να εξερευνήσω έναν χαρακτήρα αρνητικό, που γενικά δεν μου έχει συμβεί ιδιαίτερα στη ζωή μου. Οπότε μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό και όλη αυτή η ισορροπία που ψάχνω να βρω σε αυτή τη γυναίκα ανάμεσα στην πίστη της, η οποία είναι απόλυτη, αλλά και σε όλη αυτή την ανθρώπινη διάσταση που έχει».

Για τις ανάγκες των ρόλων έχετε προβεί σε πολλές αλλαγές στην εξωτερική σας εμφάνιση. Εφέτος σας βλέπουμε μόνο με το ράσο της μοναχής.

«Γενικά μου αρέσουν οι αλλαγές. Αυτό που συμβαίνει εφέτος είναι πολύ απελευθερωτικό. Δεν έχω να σκεφτώ τι θα φορέσω και πώς θα είμαι. Στην ουσία το μόνο μας εκφραστικό μέσο είναι το πρόσωπό μας, το βλέμμα μας, η φωνή μας. Είναι πολύ ενδιαφέρον για εμένα υποκριτικά».

Αυτό που εισπράττουμε για εκείνη είναι ότι πρόκειται για μια γυναίκα που θα πατήσει επί πτωμάτων για να καταφέρει αυτό που θέλει. Εσείς λειτουργείτε όπως εκείνη;

«Ε, όχι (σ.σ.: γελάει). Πιστεύω πραγματικά ότι όποιον και να ρωτήσετε αποκλείεται να σας πει κάτι τέτοιο για εμένα. Κατ’ αρχάς θεωρώ ότι δεν είμαι ανταγωνιστικός άνθρωπος με τους συναδέλφους μου. Δεν με ευχαριστεί η ιδέα του να είμαι εγώ μόνη μου σε έναν θρόνο ναρκισσιστικά και οι άλλοι να είναι δορυφόροι. Είμαι άνθρωπος που περνάει ωραία μέσα στην ομάδα».

Μετράτε αρκετά χρόνια στη μικρή οθόνη. Τι λατρεύετε να μισείτε σε αυτή;

«Στην τηλεόραση τα πράγματα γίνονται πολύ γρήγορα. Δεν υπάρχει χρόνος και για άλλου είδους εμβάθυνση. Αυτό στην αρχή μου φαινόταν πολύ οδυνηρό. Τελικά το αντιμετώπισα. Καμιά φορά το λέω χαριτολογώντας, η τηλεόραση είναι σαν θητεία στις ειδικές δυνάμεις, στα ΛΟΚ για την ακρίβεια. Νιώθω ότι μου έχει δώσει πάρα πολλά. Οπότε αυτό που είναι ένα πρόβλημα προσπαθώ να το γυρίσω σε προτέρημα».

Ποιον θεωρείτε ρόλο-σταθμό στην καριέρα σας;

«Αναμφισβήτητα μεγαλύτερος σταθμός από την «Αναστασία» δεν υπάρχει για εμένα. Η «Αναστασία» ήταν η αρχή των πάντων για εμένα και ήταν και μια εξαιρετική συνεργασία. Ενας επίσης σημαντικός σταθμός για εμένα υπήρξαν και τα «Yπέροχα πλάσματα», γιατί νομίζω ότι με βρήκε σε μια στιγμή της ζωής μου πολύ δύσκολη και πολύ πιεσμένη και μου άρεσε που εξερευνούσα πάλι αυτό το πιο ανέμελο και εφηβικό κομμάτι του εαυτού μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω κάνει και άλλες δουλειές τις οποίες να αγαπώ και να τις γουστάρω».

Θεατρικά σας συναντάμε στο θέατρο Αθηνά και στην παράσταση «Τέλειοι ξένοι». Πείτε μας δυο λόγια.

«Είναι πραγματικά μια απίστευτα ευτυχής συγκυρία. Εχουμε ένα πάρα πολύ ωραίο έργο, είμαστε σε έναν πολύ ωραίο χώρο που έχει ανακαινιστεί και είμαστε μια φανταστική παρέα. Κάνουμε τη δουλειά που αγαπάμε και μας πληρώνουν. Εχουμε πολύ κόσμο και η παράσταση πάει πάρα πολύ καλά. Είναι το ιδανικό, πραγματικά».

Παρατηρούμε πως μετά την καραντίνα τα θέατρα πάνε πολύ καλά. Θεωρείτε πως ο κόσμος το είχε ανάγκη;

«Γενικά, ο κόσμος του θεάματος μας είχε λείψει πάρα πολύ. Το βλέπει κανείς αυτό και στη νυχτερινή ζωή, σε όλα. Το μόνο που είναι λυπηρό σε όλα αυτά είναι το σινεμά. Νομίζω το σινεμά, που είχε αρχίσει να έχει προβλήματα εξαιτίας του ότι ο κόσμος μπορούσε να δει ταινίες στο σπίτι του, τώρα με τις πλατφόρμες και τη συνήθεια που απέκτησαν οι άνθρωποι στη διάρκεια της καραντίνας να βλέπουν τις ταινίες στο σπίτι τους έχει όντως επηρεαστεί. Προσωπικά λυπάμαι πάρα πολύ γιατί είμαι τρελή σινεφίλ. Το σινεμά δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τη θέαση μιας ταινίας στο σπίτι. Είναι άλλο πράγμα».

Η υποβάθμιση των πτυχίων των ηθοποιών, και μάλιστα με Προεδρικό Διάταγμα, θεωρείτε ότι είναι ακόμη ένα χαστούκι της πολιτείας προς τους ανθρώπους του θεάματος;

«Είναι κρίμα να σκέφτεται κανείς ότι πρόκειται περί αυτού, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνουν τα πράγματα και η παντελής έλλειψη μέριμνας, στήριξης και αναγνώρισης της καλλιτεχνικής δημιουργίας και προσπάθειας έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Είναι πολύ λυπηρό να ζεις σε μια χώρα η οποία θέλει διαρκώς, όποτε τη συμφέρει, να διατείνεται ότι υπήρξε το λίκνο του πολιτισμού και να συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οχι μόνο σε ένα κομμάτι της κοινωνίας, αλλά και σε ένα πολύ σπουδαίο προϊόν που θα μπορούσε να υπάρχει. Οταν βλέπουμε σε χώρες του εξωτερικού, και δεν αναφέρομαι στις μεγάλες χώρες τύπου Αμερική, να έχουν τρομερό σινεμά ή τρομερές παραγωγές γενικότερα, δεν καταλαβαίνω γιατί περιμένουν εδώ να κάνουμε κάτι όταν δεν υπάρχει η παραμικρή χρηματοδότηση και στήριξη στα πράγματα. Εδώ μας θεωρούν χομπίστες και θεατρίνους. Αντίστοιχα τους μουσικούς και τους χορευτές και όλους. Δεν είμαστε χομπίστες. Εκτός από καλλιτέχνες είμαστε και επαγγελματίες. Ζούμε από αυτή τη δουλειά. Νομίζω όμως ότι έχει να κάνει και με τον συντηρητισμό αυτής της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Αν δεν πληροίς τις προϋποθέσεις αυτής της πιο καθωσπρέπει, ας πούμε, αντίληψης για τα πράγματα, είσαι λίγο δεύτερης κατηγορίας».