Στον Τζόναθαν Κόου δεν αρέσει να μιλάει για πολιτική και οικονομία. Για την ακρίβεια, νιώθει ότι δεν είναι αρμόδιος γιατί στο κάτω-κάτω «αυτή είναι δουλειά των ειδικών, όπως των οικονομολόγων». Παραδόξως, στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του Bournville. Το διαιρεμένο βασίλειο (εκδ. Πόλις) όπου βρέθηκε καλεσμένος των εκδόσεων Πόλις και του Eteron-Ινστιτούτο για την Κοινωνική Αλλαγή δεν του ζητήθηκε να εντρυφήσει στο θέμα, ή τουλάχιστον τα αιτήματα ήταν πολύ λιγότερα. Καθόλου τυχαία η παρουσίαση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (είχε προηγηθεί η επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη και στο Μέγαρο Μουσικής της πόλης) έκλεισε με τον συγγραφέα να μοιράζεται με το κοινό του ένα δείγμα της μουσικής που συνθέτει – ναι, είναι πολυτάλαντος! – και που το ιταλικό συγκρότημα τζαζ Artchipel Orchestra ερμηνεύει με τον ίδιο να βρίσκεται στα πλήκτρα. (Για τους φανατικούς οπαδούς του, ήταν η σύνθεση «Erbalunga» από το άλμπουμ «Musiche di Jonathan Coe».)

Η οικογένεια και η Ιστορία

Ο,τι και να κάνει όμως, η πολιτική θα παρεισφρέει πάντα στο έργο του και το Bournville δεν αποτελεί εξαίρεση. Σε αυτό συνθέτει ένα χορταστικό πανόραμα βρετανικής ιστορίας των τελευταίων 75 χρόνων και προσφέρει πολλές θεματικές για συζήτηση, αρχής γενομένης από το εργοστάσιο Cadbury’s που ιδρύθηκε στο Μπόρνβιλ τον προπερασμένο αιώνα. Πρόκειται δε, για το πιο αυτοβιογραφικό πόνημά του, δεδομένου ότι γράφτηκε για να δώσει μια διέξοδο στο πένθος του για τον θάνατο της μητέρας του η οποία πέθανε μόνη, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, «τη στιγμή που στο νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ γίνονταν κορωνοπάρτι». Δεν θεωρείται εξάλλου τυχαία ο πιο σημαντικός παρατηρητής των κοινωνικών αλλαγών της χώρας του, ο οποίος ξέρει να περιγράφει τη διαιρεμένη κοινωνία της Μεγάλης Βρετανίας μέσα στα χρόνια και να καυτηριάζει τα τραύματά της.

«Ακόμα και στα μυθιστορήματά μου που θεωρούνται αμιγώς πολιτικά, δεν ενδιαφέρομαι για τις πολιτικές που ακολουθούν τα κόμματα. Προσπαθώ να αναδείξω τις υπόγειες τάσεις, πράγματα που συμβαίνουν κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Είναι κάτι που απαιτεί απόσταση και μια ευρύτερη προοπτική. Εν προκειμένω διάλεξα το Μπόρνβιλ (σ.σ.: βρίσκεται κοντά στο Μπέρμιγχαμ) γιατί είναι το μέρος όπου γεννήθηκε η μητέρα μου, εκεί όπου είχαν εργαστεί οι θείοι μου. Η οικογένεια των Κάντμπερι που έχτισε το εργοστάσιο και το χωριό γύρω από αυτό ήταν ιδεαλιστές κουάκεροι, ήθελαν οι εργαζόμενοι να ζουν σε καλές συνθήκες, να έχουν μεγάλα σπίτια, να μπορούν να πηγαίνουν τα παιδιά τους στα πάρκα. Σήμερα το brand ανήκει σε μια αμερικανική εταιρεία και το εργοστάσιο έχει γίνει κατά βάση ένα θεματικό πάρκο. Σκέφτηκα ότι το παράδειγμα αυτής της σοκολατοποιίας ήταν μια καλή μεταφορά για την αποβιομηχάνιση της Αγγλίας και τη στροφή της στον τομέα των οικονομικών υπηρεσιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία».

Η διαδρομή της οικογένειας Κόου ήταν άμεσα συνυφασμένη με εκείνη της βρετανικής βιομηχανίας. Αλλωστε, ο περισσότερος κόσμος στο Μπέρμιγχαμ όπου μεγάλωνε τη δεκαετία του ’70 είχε κάποια σύνδεση με το εργοστάσιο Λόνγκμπριτζ, στο οποίο κατασκευάζονταν αυτοκίνητα. Ο δικός του πατέρας δεν εργαζόταν σε αυτό αλλά είχε επαφή μαζί του μια και σχεδίαζε μπαταρίες και άλλα ηλεκτρολογικά υλικά για λογαριασμό της British Leyland Cars, μια θέση που του επέτρεψε να παρέχει μια καλή εκπαίδευση στον γιο του.

Φωτ.: EPA/Marta Perez

Η πολιτική και η γραφή

Η μετάβαση του Κόου σε ένα public school (ήτοι ιδιωτικό σχολείο) τον έφερε σε καλή επαφή με το ταξικό σύστημα της Αγγλίας, το οποίο βρίσκει τον τρόπο να εκδηλώνεται στις πιο απρόσμενες παραμέτρους (τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα). «Ως παιδί αγαπούσα το ποδόσφαιρο και μου άρεσε πολύ να παίζω. Το πρόβλημα είναι ότι όταν πήγα σε ένα posh σχολείο αναγκάστηκα να σταματήσω. Ο λόγος είναι ότι το ποδόσφαιρο θεωρούνταν ένα άθλημα της εργατικής τάξης, οπότε έπρεπε να παίζουμε ράγκμπι. Ημουν τότε ένα μικροκαμωμένο αγόρι και είχα εννέα μεγαλόσωμους τύπους να πηδάνε πάνω μου για να με ρίξουν στο έδαφος όλοι μαζί, ήταν ένα φρικτό παιχνίδι. Δεν ξέρω γιατί στη Βρετανία θεωρείται posh και το ποδόσφαιρο «παρακατιανό». Αν μη τι άλλο πρόσφερε τη μεγάλη εθνική συγκίνηση του 1966, όταν η Αγγλία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, μια επιτυχία που δεν επαναλήφθηκε. Ημασταν πολύ ενθουσιασμένοι με την επίδοσή μας στο Μουντιάλ του ’22, θέλαμε πολύ να γυρίσουμε τα ρολόγια μας πίσω. Για μένα θα ήταν δελεαστικό να γυρίσω πίσω στην περίοδο λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν παρά τη θρυλική ηγεσία του Τσόρτσιλ, η κυβέρνησή του δεν επανεξελέγη και παραδόξως οι Βρετανοί ψήφισαν με πνεύμα αισιοδοξίας και ριζοσπαστισμού την κυβέρνηση των Εργατικών του Κλέμεντ Ατλι. Υπό την ηγεσία του ιδρύθηκε το σύγχρονο κράτος πρόνοιας της Βρετανίας και διαμορφώθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Φυσικά θυμάμαι τη διάχυτη ενέργεια όταν εξελέγη πρωθυπουργός ο Τόνι Μπλερ το 1997, αλλά η απογοήτευση διαδέχθηκε την αισιοδοξία όταν έγινε προφανές ότι θα συνέχιζε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Μάργκαρετ Θάτσερ – και βέβαια ακολούθησε ο όλεθρος του πολέμου στο Ιράκ, για τον οποίο ακόμα δεν έχει ζητήσει συγγνώμη. Ο τελευταίος ικανός και με αρχές πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν μάλλον ο Γκόρντον Μπράουν στη διάρκεια της σύντομης θητείας του την περίοδο 2007-2010».

Οι κανόνες της συγγραφής

Το Bournville. Το διαιρεμένο Βασίλειο είναι το 15ο μυθιστόρημα του Κόου και επικεντρώνεται σε έναν παντογνώστη αφηγητή ο οποίος πηγαίνει μπρος-πίσω στον χρόνο. Εξάλλου επιμένει στο πολυφωνικό μυθιστόρημα, δημιουργεί δηλαδή κάθε φορά ένα μωσαϊκό χαρακτήρων από διαφορετικές τάξεις, φυλές, προκειμένου να αναδείξει τις κοινωνικές συγκρούσεις στη Μεγάλη Βρετανία. «Κάθε φορά που γράφω νιώθω λες και είναι η πρώτη φορά και πρέπει να ξαναμάθω τους κανόνες της συγγραφής. Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε θέμα χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης και αφηγηματικής τεχνικής. Συχνά χρησιμοποιώ τον παντογνώστη τριτοπρόσωπο αφηγητή που γνωρίζουμε από τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, και απ’ ό,τι έχω παρατηρήσει δεν συνηθίζεται στους νεότερους συγγραφείς. Ολο και πιο συχνά διαβάζω βιβλία που έχουν γραφτεί στο πρώτο πρόσωπο και αναφέρονται στο τώρα, βιβλία που σου δίνουν την αίσθηση μιας ατομικής, προσωπικής και ίσως περιορισμένης οπτικής πάνω στα πράγματα. Δεν είναι ότι δεν θέλω να γράψω έτσι, αλλά ότι δεν μπορώ» έλεγε στην παρουσίαση στο ΜΜΑ.

Γράφοντας για «σέρφερ» αναγνώστες

«Εγώ ο ίδιος είμαι ένας ψιλοτεμπέλης αναγνώστης, εγκαταλείπω βιβλία αν δεν μου αρέσουν μετά από 10-20 σελίδες. Αλλοι συγγραφείς λένε “πρέπει να δυσκολεύεις τους αναγνώστες σου”. Εγώ πιστεύω ότι οι άνθρωποι διαβάζουν βιβλία στον ελεύθερο χρόνο τους για να διασκεδάσουν, λίγο πριν κοιμηθούν, σε στιγμές δηλαδή που δεν είναι απαραίτητα σε διανοητική εγρήγορση. Η καλή πρόζα είναι το κύμα με την κατάλληλη ένταση που απαιτείται ώστε ο “σέρφερ” αναγνώστης να φτάσει πολύ ευχάριστα μέχρι την ακτή».