Ερωτήματα τόσο απλά και τόσο σύνθετα συνάμα, ερωτήματα αναπόφευκτα και ανησυχαστικά, ερωτήματα που, ωστόσο, απασχολούν κάποια στιγμή και με κάποιον τρόπο τους πάντες, από τους καθημερινούς βιοπαλαιστές μέχρι τους φιλοσόφους. «Μπορεί το παρελθόν να βιωθεί ή να αρθρωθεί εκ νέου; Και χρειάζεται; Και πόσο παρελθόν μπορεί στην πραγματικότητα να σηκώσει στους ώμους του ένας άνθρωπος;» συλλογίζεται ο αφηγητής στο θαυμάσιο Χρονοκαταφύγιο (εκδ. Ικαρος) του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ.

Ο ήρωας αυτός συναντιέται με τον εκκεντρικό Γκαουστίν, έναν «περιπλανώμενο στον χρόνο ταξιδιώτη» και, κοντολογίς, στήνουν μαζί την «πρώτη κλινική για το παρελθόν». Το συγκεκριμένο ίδρυμα, όπου κάθε όροφος ανασυστήνει πιστά μια δεκαετία του 20ού αιώνα, προσφέρει στους πάσχοντες από Αλτσχάιμερ μια μέθοδο θεραπείας μέσω της πρακτικής ενεργοποίησης, θα λέγαμε, των αναμνήσεών τους. Στην πραγματικότητα, ο Γκαουστίν δημιούργησε την κλινική, δικό του όραμα ήταν, ο άλλος είναι βοηθός του.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, αποτελούν εκδοχές και οι δύο του 55χρονου βούλγαρου συγγραφέα, ο οποίος, δίχως αμφιβολία, συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων φωνών της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας σήμερα. Με το Χρονοκαταφύγιο (2020), το τρίτο του μυθιστόρημα, ο Γκοσποντίνοφ απέσπασε το 2021 τόσο το Κρατικό Βραβείο της Βουλγαρίας όσο και το Βραβείο Strega Europeo στην Ιταλία, ενώ αυτές τις μέρες, για την αγγλική του μετάφραση, βρίσκεται πανάξια ανάμεσα στους φιναλίστ για το Διεθνές Βραβείο Booker 2023. Ο ίδιος διανύει μια εξόχως δημιουργική περίοδο και απολαμβάνει πλέον, δικαιότατα, την ευρύτερη αναγνώριση. Συνομίλησε με «Το Βήμα» λίγο προτού επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη, ως προσκεκλημένος στην πιο σημαντική έκθεση βιβλίου της Ελλάδας.

Κύριε Γκοσποντίνοφ, υποθέτω ότι εσχάτως είστε αρκετά απασχολημένος. Από τι σας διέκοψα για να κάνουμε αυτή την κουβέντα;

«Η ιδέα της διακοπής μάλλον υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας συνεχούς χρονικής ροής την οποία κάτι έρχεται και την ανατρέπει. Αλλά δεν είναι έτσι η κατάσταση για μένα, ιδίως τώρα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο μόνος αυθεντικά ομαλός και αδιατάρακτος χρόνος είναι η ίδια η διαδικασία της γραφής για έναν συγγραφέα, διότι μόνο τότε αισθάνεται πλήρης. Στον υπόλοιπο χρόνο είναι κάπως νευρικός, μελαγχολικός, κυκλοθυμικός. Θέλω να πω, το μυαλό του είναι πλημμυρισμένο από ιδέες και ιστορίες. Ορίστε, έχουμε άνοιξη πια, πλην όμως εγώ, σε αυτή τη φάση, θέλω να πάω να κρυφτώ κάπου και να αρχίσω να γράφω, να αποσυρθώ από τον ζωηρό και πολύχρωμο κόσμο».

Το «Χρονοκαταφύγιο» πώς προέκυψε ακριβώς;

«Ξεκίνησα να το σκέφτομαι και να το επεξεργάζομαι κατά το 2016. Εκείνη τη χρονιά συντελέστηκε, νομίζω, μια απότομη ρωγμή στον χρόνο. Η έλευση του Ντόναλντ Τραμπ, η κυριαρχία του λαϊκισμού σε μία από τις μεγαλύτερες δημοκρατίες του κόσμου, ήταν ένα καθαρό σημάδι. Σε αυτό, μπορούμε να προσθέσουμε την εκρηκτική άνοδο των «ψευδών ειδήσεων», το Brexit, κ.τ.λ. Ξέρετε, όλα αυτά τα γεγονότα επιφέρουν και ορισμένες πολύ προσωπικές συνέπειες στον καθένα μας, ανεξαρτήτως από το πού ζούμε. Ξυπνάς ένα πρωί, διαισθάνεσαι ότι ο κόσμος δεν είναι πλέον ο ίδιος και, παράλληλα, η κόρη σου εξακολουθεί να κοιμάται ήσυχη στο διπλανό δωμάτιο. Τα τελευταία χρόνια μάς συνέβη αρκετές φορές, αυτή είναι η αίσθησή μου, να περάσουμε από έναν κόσμο σε κάποιον άλλον. Βιαζόμουν κάπως να τελειώσω με το μυθιστόρημα διότι είχα απόλυτη συναίσθηση ότι η οποιαδήποτε «αντι-ουτοπία» ή «δυστοπία» θα μετατρεπόταν γρήγορα σε μια ρεαλιστική συνθήκη. Το «Χρονοκαταφύγιο» ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2019 και κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2020, στην πρώτη φάση της πανδημίας και της καραντίνας. Θυμάμαι ότι όλα τα βιβλιοπωλεία είχαν κατεβάσει ρολά, οι άνθρωποι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους. Μόνο τα ταχυδρομεία παρέμεναν ανοιχτά, και έτσι οι αναγνώστες μπορούσαν να παραγγείλουν το «Χρονοκαταφύγιο». Εγώ ήμουν περιορισμένος σε τέσσερις τοίχους αλλά το βιβλίο μου ταξίδευε! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό».

Το βιβλίο αυτό είναι μια πολύπλευρη και αχανής αναμέτρηση με την έννοια του παρελθόντος. Και αναρωτιέμαι, προετοιμάζεται κάπως ένας συγγραφέας για κάτι τέτοιο;

«Δεν έπαψα, ενόσω το έγραφα, να συνομιλώ νοερά με το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, αυτό το σπουδαίο βιβλίο. Επίσης, ο Αϊνστάιν και η θεωρία της σχετικότητας ήταν μια βασική παράμετρος της αναγνωστικής προετοιμασίας μου, προτού ακόμη ξεκινήσω. Επιπλέον, όταν γράφεις για τον χρόνο και τη μνήμη, δεν μπορείς ούτε να παραβλέψεις ούτε να αποφύγεις τον Μαρσέλ Προυστ και πολύτομο έργο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Κάθε κείμενο αποτελεί έναν διάλογο με όσα κείμενα προηγήθηκαν. Πήρα όμως και ορισμένες ελευθερίες, να διαφωνήσω με ορισμένους συγγραφείς και τις προσεγγίσεις τους για το παρελθόν. Ο Γκαουστίν λέει, για παράδειγμα, ότι το παρελθόν δεν είναι μια ξένη χώρα, ότι το παρελθόν είναι η πατρίδα του και ότι το μέλλον είναι μια ξένη χώρα, γεμάτη ανοίκεια πρόσωπα και άγνωστους ανθρώπους, στην οποία δεν θα ήθελε να πατήσει το πόδι του».

Εσείς θα μπαίνατε σε μια «κλινική για το παρελθόν»; Ή, εν πάση περιπτώσει, αν εξαρτιόταν αυτό μόνο από εσάς, θα δίνατε την έγκρισή σας να ανοίξουν παντού τέτοια ιδρύματα και να γίνουν παντού τέτοια, επί της ουσίας, ανθρώπινα πειράματα;

«Πολύ καλή αλλά και επίφοβη ερώτηση. Τίποτα στον κόσμο δεν πρέπει να επαφίεται στη θέληση ενός και μόνο ανθρώπου. Διότι έτσι ακριβώς γεννιούνται οι δικτατορίες. Εξ ου και θα ήταν αρκούντως επικίνδυνο ένα τέτοιο πείραμα. Ως άτομο που λατρεύει το παρελθόν, αλλά το ιδιωτικό παρελθόν, το προσωπικό παρελθόν, πιθανότατα θα υπέκυπτα στον πειρασμό να καταφύγω σε μια τέτοια κλινική. Κάποιες φορές μάλιστα εύχομαι να μπορούσα να ζήσω τουλάχιστον ένα και μόνο απόγευμα του 1968, για παράδειγμα. Ομως και ο Χανς Κάστροπ (σ.σ.: ο πρωταγωνιστής στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν) που ήθελε να πάει στο σανατόριο για τρεις εβδομάδες, έμεινε εν τέλει εκεί για επτά χρόνια. Είναι πολύ ανθρώπινο να βυθίζεται κανείς στο παρελθόν του, να μπαίνει στα δωμάτια του παρελθόντος του, για κάποιο διάστημα. Ισως επιδιδόμαστε καθημερινά σε αυτό. Φανταστείτε, ωστόσο, κάποιος να είχε μια τέτοια εξουσία, να το μπορούσε και να αποφάσιζε να οδηγήσει ένα ολόκληρο έθνος πίσω στο παρελθόν του, αμπαρώνοντάς το εκεί. Θα επρόκειτο για καταστροφή ολκής. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν κάνει αυτό ακριβώς τη στιγμή που μιλάμε. Αλλά και πάλι, τι θα σήμαινε η επιτυχία ενός τέτοιου πειράματος για ένα άτομο; Αδυσώπητη μοναξιά και αποσύνθεση της συνύπαρξής μας στο εδώ και στο τώρα. Το να εγκλωβίσεις τον εαυτό σου σε έναν άλλον χρόνο δεν θα ήταν απλώς σαν να πήγαινες σε έναν άλλον τόπο, αλλά κάτι πολύ πιο τρομακτικό, επειδή δεν θα ήταν κάτι αναστρέψιμο».

Με τη νοσταλγία, επακριβώς, τι σχέση έχετε ως άτομο;

«Περίπλοκη σχέση! Το ξέρω καλά ότι, βαθιά μέσα μου, είμαι νοσταλγικός τύπος και ενίοτε αρνούμαι να βγω από τη δική μου «κλινική του παρελθόντος» για κάμποσες ώρες. Για αυτό και ήταν δύσκολο για μένα να γράψω το «Χρονοκαταφύγιο». Επρεπε κατά κάποιον τρόπο να αποχωριστώ εκείνη τη ζεστασιά που αισθάνομαι για τη νοσταλγία μου και το παρελθόν εν γένει. Το παρελθόν είναι διακριτικό και πολύ σαγηνευτικό τέρας, που σε παρασέρνει στο μαγεμένο του δάσος και προχωράς, όλο προχωράς, όλο και πιο βαθιά, και από ένα σημείο και μετά σταματάς να αναρωτιέσαι για τις διεξόδους που έχεις. Και σε εποχές όπως η σημερινή, κατά τις οποίες το μέλλον εμφανίζει έλλειμμα, γίνεται όλο και πιο εύκολο να στρέφεσαι προς τα πίσω. Γνωρίζουμε όλοι τι έπαθε η γυναίκα του Λωτ όταν, ενώ δεν έπρεπε, έστρεψε το βλέμμα πίσω. Εγινε στήλη άλατος. Κοντολογίς, το παρελθόν είναι σαν το δηλητήριο, σε μικρές δόσεις και σε ατομικό επίπεδο μπορεί να είναι και ιαματικό. Αντιθέτως, σε μεγάλες δόσεις και σε συλλογικό επίπεδο, για ένα έθνος επί παραδείγματι, μπορεί να αποβεί φοβερά επικίνδυνο».

Δηλαδή;

«Εννοώ απλώς ότι είναι πάντοτε καλό και χρήσιμο να είμαστε σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή, όποτε κάποιος επιχειρεί να μας πουλήσει ένα συλλογικό παρελθόν ή ένα συλλογικό μέλλον. Γεννήθηκα το 1968. Τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής μου ξοδεύτηκαν μέσα σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και θυμάμαι πεντακάθαρα με πόση ένταση μας πουλούσαν το επικείμενο «λαμπρό μέλλον». Σήμερα οι λαϊκιστικές δυνάμεις πουλούν ένα «λαμπρό παρελθόν», τα περασμένα που ήταν υποτίθεται μεγαλειώδη. Αυτά τα προϊόντα δεν είναι μόνο ψευδή και αναληθή αλλά και τοξικά για τις κοινωνίες. Σας το λέω αυτό ως ένας άνθρωπος που του είπαν ψέματα για το λαμπρό μέλλον που τον περίμενε. Τι είναι ένα αψεγάδιαστο και εξιδανικευμένο συλλογικό παρελθόν; Ενα ιδεολόγημα, ασφαλώς».

Διαπίστωσα, διαβάζοντας τον τόμο «Εκεί όπου δεν είμαστε» με τα ποιήματά σας, ότι ο Γκαουστίν έχει λογοτεχνικό παρελθόν…

«Ξεκίνησα ως ποιητής και έκτοτε δεν έχω πάψει, μέχρι τώρα, να γράφω ποίηση. Στην ποίηση βλέπω το καλύτερο λογοτεχνικό κομμάτι του εαυτού μου. Διαβάζω πάντοτε πολλή ποίηση όταν γράφω ένα μυθιστόρημα. Για εμένα, η γλώσσα, ο ρυθμός και εκείνα τα κρυφά, μυστήρια νοήματα που σου αποκαλύπτει η ποίηση είναι ουσιαστικά πράγματα. Ναι, ο Γκαουστίν γεννήθηκε πρώτα στην ποίησή μου και στην πορεία ανέλαβε και την πεζογραφία μου. Αστειεύομαι ενίοτε ισχυριζόμενος ότι, στα μυθιστορήματά μου, λειτουργώ σαν λαθρέμπορος ποίησης!».

Σας προβληματίζει καθόλου που, παρότι συγγραφέας, μπορεί και να σας βλέπουν σαν «εκπρόσωπο» της Βουλγαρίας;

«Είμαι πολύ επιφυλακτικός με τις συλλογικές ταυτίσεις και, ειλικρινά, δεν αποδέχομαι καμία ετικέτα για έναν συγγραφέα. Πάντως, έχω φτάσει στο σημείο να αυτοσαρκάζομαι. Πρώτα είναι κανείς Βούλγαρος συγγραφέας, μετά Βαλκάνιος, μετά Ανατολικοευρωπαίος και, αν είναι τυχερός, γίνεται και Ευρωπαίος! Εν πάση περιπτώσει, οι πιο επιτυχημένοι συγγραφείς που ξέρω είναι απλώς συγγραφείς και τίποτε άλλο. Πάντως, ειδικά με την υποψηφιότητά μου για το Διεθνές Βραβείο Booker, διαπίστωσα πόσοι χάρηκαν επειδή ένα βιβλίο γραμμένο στα βουλγαρικά το κατάφερε αυτό. Και υποψιάζομαι ότι κάπως με ενθουσιάζει και εμένα. Το πιστεύω όμως, οι προσωπικές ιστορίες είναι εξίσου οικουμενικές».

Διεθνές Booker και μικρές γλώσσες

Ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, σχετικά με τη βραχεία λίστα του εφετινού Διεθνούς Βραβείου Booker, διασαφήνισε τα εξής: «Χαίρομαι για το “Χρονοκαταφύγιο”. Αφενός, για το ίδιο το βιβλίο. Αφετέρου, επειδή δεν μου αρέσει καθόλου να υποτιμώνται οι λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες. Ολοι οι συγγραφείς, εδώ στην περιοχή μας, έχουν αντιμετωπιστεί με κάποια απορριπτική ή και απαξιωτική διάθεση από εκδότες και επιμελητές στον υπόλοιπο κόσμο. Ευελπιστώ ότι αυτό θα εκλείψει σταδιακά. Διότι, αλίμονο, μπορείς να γράφεις για μεγάλα θέματα σε μικρές γλώσσες. Δεν είμαστε απλώς οι αφηγητές ενός εξωτισμού».

Προς το τέλος της συζήτησης, ο συγγραφέας θυμήθηκε μια ωραία λεπτομέρεια. «Το πρώτο μου τζιν το αγόρασα στην Ελλάδα όταν ήμουν μικρός, κι αυτά τότε ήταν πράγματα σημαντικά. Από το 1989 και μετά έχει έρθει λιγότερες φορές, κυρίως για διακοπές δίπλα στη θάλασσα. Πέρυσι βρέθηκα με φίλους στην Υδρα και φέτος θα ξαναπάω. Καταλαβαίνω ότι ίσως είναι δύσκολο να εντυπωσιάσεις τους αναγνώστες σε γειτονικές χώρες. Αλλά νομίζω ότι αυτό έχει αρχίσει σιγά-σιγά να αλλάζει. Εχουμε τόσες ιστορίες να ανταλλάξουμε και να μοιραστούμε».