Το κλειδί που βλέπουμε στο εξώφυλλο του βιβλίου περίμενε στα Αλάτσατα ενενήντα πέντε χρόνια τον κάτοχό του. Το άφησε η γιαγιά ζητώντας από τη γειτόνισσα να το προσέχει μέχρι να γυρίσει – όπως ήλπιζε – και το βρήκε ο δισέγγονός της το 2017. Είναι μια εικόνα που «κυριολεκτεί»: με το κλειδί ξεκλειδώνουμε. Ομως στον τίτλο του βιβλίου η λέξη «ξεκλειδώνοντας» χρησιμοποιείται μεταφορικά και σημαίνει ότι κάποιος αφηγείται γεγονότα, ανακαλεί βιώματα και εμπειρίες που συχνά, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι τραύματα του παρελθόντος. Το τραύμα είναι μια εμπειρία που μας συγκλονίζει και συνήθως απωθούμε την ανάμνησή της. Αυτό δεν σημαίνει πως ξεχάστηκε. Αντίθετα. Υπάρχει πάντα εκεί. Η μνήμη μας χωράει τα πάντα και για πάντα, αλλά η ανάσυρση τραυματικών γεγονότων γίνεται δύσκολα. Ακόμη δυσκολότερο είναι να γίνει η εμπειρία λόγος εκφερόμενος. Χρειάζεται ο αφηγούμενος να νιώσει εμπιστοσύνη. Και προφανώς έτσι ένιωσαν οι Μικρασιάτες που «ξεκλείδωσαν» τις αναμνήσεις τους στην Αθηνά Δασκαλάκη και στον Γιάννη Κουτούλια που με ενσυναίσθηση συνομίλησαν μαζί τους. Μέχρι πρότινος η ιστορία παρέβλεπε τον αυτοβιογραφικό λόγο και αρκούνταν στις θετικιστικές προσεγγίσεις, βασισμένη κυρίως στα αρχεία (αρχείο = το σπίτι του άρχοντα, όπου φυλάσσονταν τα έγγραφα). Σήμερα, η επίσημη ιστορία συμπληρώνεται από την προφορική ιστορία, που δεν είναι μια απλή παράθεση γεγονότων, αλλά μια αφήγηση του βιωμένου παρελθόντος υπό το φως του παρόντος, καθώς παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν στον ανθρώπινο χρόνο και χρωματίζουν κάθε ιστορία ζωής. Το επίμονο «πριν» Στις αφηγήσεις των Μικρασιατών κυριαρχεί το πριν, η ζωή στην πατρίδα, στη γη του πατρός. Αλάτσατα, Λιβίσι, Βουρλά, Σμύρνη, Προκόπι, Αϊβαλί, Βατούμ, Κωνσταντινούπολη, Πέρα, Θεραπειά, Αττάλεια, Σινασός, Τσουκούρ, Καρατζορέν και Ιντζεσού της Καππαδοκίας, Σαμψούντα, Τραπεζούντα, Μαρμαράς, Λάμψακος, Αρτάκη, Παλάτια… και άλλα μέρη που νοσταλγούν. Εκεί είναι η γλυκιά «μελμεκέτ», η πατρίδα όπου είναι ριζωμένες αναμνήσεις και εικόνες που δεν σβήνουν από τη μνήμη: αμπέλια, βουνά, μύλοι, εκκλησίες, πολλά νερά, περιβόλια. Εκεί ήταν όλα πολύ ωραία: «Στη Μούγλα ήμασταν. Στη Νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Εκεί η ζωή ήταν παραμυθένια, όλο ομορφιές και γλέντια, με πολλά μπερεκέτια [αγαθά, καλή σοδειά]. Ημασταν τακτοποιημένοι…». Οι Μικρασιάτες θυμούνται πόσο ειρηνικά ζούσαν με τους γείτονες και τα λόγια τους φανερώνουν πως η εξουσία αποφασίζει ερήμην του λαού: «Επειδή το εκκλησίασμα δεν καταλάβαινε το Ευαγγέλιο ο παπα-Γερμανός το μετέφραζε στα τούρκικα». […] «Ο Συμεών Κεχαγιά Αγάς είχε πάντα ανοιχτό το σπίτι του για Ελληνες και Τούρκους. Τους βοηθούσε χωρίς διαχωρισμούς και είχε τη βαριά εκτίμηση όλων». […] «Θυμάμαι που μου έλεγε η μαμά μου ότι οι Τούρκοι κλαίγανε που φεύγανε από την Τουρκία και τους λέγανε «μείνετε, εμείς θα σας κρύψουμε»». […] «Κάποιοι που είχαν πάρει δανεικά από τους Eλληνες ζητούσαν να τους συγχωρήσουν, να τους τα χαλαλίσουν, γιατί θεωρούσαν ότι ήταν αμαρτία να χρωστάνε». […] «»Θα σου δώσω τη φορεσιά μου, τον φερετζέ μου για να μπορέσεις να φύγεις» είπε η τουρκάλα γειτόνισσα». […] «Κατά την έξοδο, τούρκοι συγχωριανοί μάς δίνανε φαγώσιμα, μας αγκάλιαζαν και έκλαιγαν, μας παρακαλούσαν να μη φύγουμε». Aφησαν τα σπίτια τους και έφυγαν με έναν μπόγο ρούχα και τις εικόνες των Αγίων. Μέσα στην καταστροφή άνθρωποι πνίγηκαν, παιδιά χάθηκαν: «Τότε με τον διωγμό έχασα τους γονείς μου από την τρομάρα που είχαμε. Ριχνότανε ο καθένας στα καράβια και έφευγε. Με βρήκε κάποιος και με έβαλε σε ένα καράβι και ήρθα εδώ στην Αθήνα. Eμεινα μοναχό και ζητιάνευα μέσα στους δρόμους». Eφτασαν σε άγνωστους τόπους: Λέσβος, Χίος, Σάμος, Πειραιάς, Καισαριανή, Φιλαδέλφεια, Αιγάλεω, Ασύρματος, Πετράλωνα, Πολύγωνο, Νίκαια… Eμεναν σε σκηνές και παράγκες, όπου τα ποντίκια πηγαινοέρχονταν. Αργότερα τους έδωσαν οικόπεδα και έκτισαν πέτρινα σπίτια. Αλλού τους καλοδέχτηκαν και αλλού τα πράγματα ήταν δύσκολα, καθώς η μάνα Ελλάδα γινόταν κάποιες φορές κακιά μητριά: «Μεταξύ τους γίνονταν οι γάμοι, γιατί εδώ δεν τους καλοδεχτήκανε. Τους λέγανε τουρκόσπορους. «Φάε γιατί θα σε δώσω στον πρόσφυγα» λέγανε στα παιδιά». Τις γυναίκες τις λέγανε παστρικές. Εδώ πλενόντουσαν συχνά μόνο οι γυναίκες που δουλεύανε στους οίκους ανοχής, ενώ οι Σμυρνιές πλενόντουσαν συνέχεια γιατί έτσι είχαν μάθει. Oμως λέγανε και ότι ήταν καλές νοικοκυρές, εργατικές, χρυσοχέρες: «Εραβα με το χέρι, δεν είχα μηχανή, πισωβελονιά… Εραβα παντελονάκια των παιδιών, έπλεκα δαντελίτσες, τερλίκια στα παιδιά να μην πατάνε χάμου στο τσιμέντο ξυπόλυτα… Λέγανε: «Να πάμε στην προσφυγοπούλα να μας κάνει το κέντημα»». Η μνημονική ανασύσταση Οι άνδρες δούλευαν στα εργοστάσια και στις οικοδομές και οι γυναίκες σε πλουσιόσπιτα. Η εργατικότητά τους ανταμείφθηκε και καθώς οι κοινωνικές διεργασίες αποτυπώνονται στον χώρο, ο σπουδαίος συγγραφέας Αντώνης Τραυλαντώνης είχε σχολιάσει ότι στην οδό Ερμού στις ταμπέλες υπήρχε «ογλοκρατία», ονόματα με την κατάληξη «-ογλου», γιατί πολλοί από τους πρόσφυγες απέκτησαν δικά τους καταστήματα. Ομως φέρουν πάντα εντός τους τον γενέθλιο τόπο και τον ξαναστήνουν νοερά δημιουργώντας Νέα Ιωνία, Νέα Αλικαρνασσό, Καππαδοκικό Καρδίτσας, Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων, Νέες Κυδωνίες… Στην πραγματικότητα η επιστροφή δεν θα γίνει ποτέ και ο πόνος ψυχής νομίζει κανείς πως σωματοποιείται και αναζητούν γεύσεις από το τότε για να τον απαλύνουν: κατουμάρι, πετιμέζι, γλυκά, πίτες, κετέ Καισαρείας. Μιλούν στο φαγητό για να γίνει ωραίο όπως τότε. Τα βράδια μαζεύονται και αρχίζουν το κουβεντολόι – ή και το μοιρολόι – για τη μελμεκέτ. Μιλούν για τα θαύματα της Παναγίας, του Αγίου Αντωνίου και του συμπατριώτη τους Αγίου Βασιλείου, για ξεματιάσματα, για το κουράκι, τη λιτανεία για την πρόκληση βροχής… Και τραγούδια δημιουργούν ηχοτοπία αλλοτινά: «Στ’ Αλάτσατα είν’ ένα βουνό / Καρανταή το λένε… / Αϊντε, άιντε γκιντελίμ, Αλατσατιανή, / θα σε κλέψω δε σ’ αφήνω, Πανωχωριανή…». Μια εγγονή αφηγείται: «Η γιαγιά, παρότι γέρασε πολύ γρήγορα από τη στεναχώρια της, κι εδώ που ήρθε, έπαιρνε ένα φλιτζανάκι του καφέ, με ένα κερί το μαύριζε, έκανε καπνό κάτω στο φλιτζανάκι και μετά με μια οδοντογλυφίδα έπαιρνε το μαύρο και έκανε μέσα στο μάτι της μια γραμμή. Και έλαμπε το μάτι, έπαιρνε χρώμα. Θυμάται πως στη Σμύρνη, το Παρίσι της Ανατολίας, οι Σμυρνιές ήταν κοκέτες. Ντυνόντουσαν σε μοδίστρες καλές. Εφτιαχναν κρέμες μόνες τους, νομίζω με υδράργυρο μέσα για να είναι άσπρες και αφράτες. Επίσης βαφόντουσαν και έβαζαν και ρουζ. Τα χείλη δεν έβαφαν. Σαν να μην ήταν και τόσο ηθικό να βάφουν τα χείλη». Η πρώτη γενιά προσφύγων «έφυγε» χωρίς να έχει αποδεχθεί το «ποτέ πια». Ενα παρελθόν εσαεί παρόν όριζε τη ζωή τους. Η δεύτερη γενιά το συνειδητοποίησε στωικά. Οι νεότεροι διαφυλάττουν τις αναμνήσεις των μικρασιατών προγόνων, όπως φανερώνει ο εξαιρετικός αυτός τόμος. Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. {SYG}Αθηνά Δασκαλάκη, Γιάννης Κουτούλιας{SYG}{TIT}Ξεκλειδώνοντας μνήμες Μικρασιατών…{TIT}{EKD}Σύλλογος Μικρασιατών Αιγάλεω «Νέες Κυδωνίες», 2021, σελ. 26{EKD}0