Η κατακτημένη θέση στα ελληνικά γράμματα του πεζογράφου και ζωγράφου – «παιζωγράφο» αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του – Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1993) ορίζεται από τις σταθερές της γενέτειράς του, της «μητέρας Θεσσαλονίκης», της λογοτεχνικής συντροφιάς των πρωτοποριακών περιοδικών Μακεδονικές Ημέρες και Κοχλίας, τις μοντερνιστικές τεχνικές που χρησιμοποίησε στα γνωστά του μυθιστορήματα και τη σχέση του με μια βυζαντινών καταβολών Ορθοδοξία.

Εμβληματική μορφή της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης όσο ζούσε, με το φαρμακείο του να αποτελεί σημείο συνάντησης των διανοουμένων της πόλης, παραμένει ωστόσο αταξινόμητος, ένας συγγραφέας «προσωπικός», μιας «απροσάρμοστης ιδιοτυπίας», κατά τον Λίνο Πολίτη, ένας συγγραφέας mainstream και ταυτόχρονα cult θα λέγαμε σήμερα, ίσως γι’ αυτή την ιδιαίτερη σύζευξη στη ζωή και στο έργο του της μοντερνιστικής πρωτοπορίας με την ορθόδοξη πνευματικότητα. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους έχει κινηθεί και η πρόσληψη του έργου του, με έμφαση αρχικά στον Πεντζίκη του εσωτερικού μονολόγου και της συνειρμικής γραφής των πεζογραφημάτων Ο πεθαμένος και η ανάσταση (1944) και Το μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης (1966) και την προοδευτική μετακίνηση προς τον συγγραφέα της Ορθόδοξης ευαισθησίας. Η μετακίνηση αυτή αποτυπώνεται και στην πρόσφατη εκδοτική μεταστέγαση του έργου του από τις εκδόσεις Αγρα στις εκδόσεις Εν Πλω με το imprint «Δόμος», από τον οποίο έχουν κυκλοφορήσει τα Απαντα του Παπαδιαμάντη και κείμενα του Λορεντζάτου, κεντρικών συγγραφέων αυτής της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης.

Η επανακυκλοφορία των έργων του Πεντζίκη αρχίζει με το νεανικό του μυθιστόρημα Αντρέας Δημακούδης (1935) που κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο Σταυράκιος Κοσμάς, τις Μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας (κείμενα που είχε κυκλοφορήσει ο ίδιος σε έναν τόμο με το μυθιστόρημα το 1977) και την Ομιλία – το κείμενο που διάβασε στην τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1988 – όλα σε επιμέλεια του γιου του Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη.

Ρομαντικός και μοντέρνος

Ο Αντρέας Δημακούδης είναι ένας εικοσάχρονος νέος από τη Θεσσαλονίκη που σπουδάζει Φαρμακευτική σε μια πόλη του Βορρά – όπως ακριβώς ο συγγραφέας στο Στρασβούργο του Μεσοπολέμου. Αισθαντικός αλλά συνεσταλμένος, ερωτεύεται τη Ρενέ Σέγκερ, μια νεαρή ένοικο στην πανσιόν που κατοικεί και ο ίδιος. Ενας τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής – σε αντιδιαστολή με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση των μεταγενέστερων μυθιστορημάτων του – παρακολουθεί και αφηγείται την εσωτερική ζωή του πρωταγωνιστή, ο οποίος βασανίζεται από έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση που νοηματοδοτεί και καθορίζει την ύπαρξή του ως το τραγικό της τέλος στο ρεύμα ενός μεγάλου ποταμού. Ενας προπολεμικά ρομαντικός έρωτας, όπως σχολίασε στη σχετική βιβλιοκρισία του ο Τέλλος Αγρας, στον οποίο τα αισθήματα είναι έντονα και δραματικά. Στον ιδιότυπο λόγο του Πεντζίκη, ωστόσο, το ρομαντικό συναντά το κιτς, σε μια μεταμοντέρνα σύζευξη του τραγικού με το γελοίο: για να εντυπωσιάσει τη Ρενέ ο Δημακούδης πηγαίνει στο πανεπιστήμιο βαμμένος και μασκαρεμένος πιστεύοντας ότι έτσι γίνεται όμορφος και ξεχωριστός και, όταν όλα αποτυχαίνουν, εμφανίζεται στην κάμαρή της ως άνθος προβάλλοντας από το καλάθι μιας τεράστιας ανθοδέσμης.

Η μικροσκοπική εξέταση του «Αντρέα Δημακούδη» δείχνει ένα μυθιστόρημα που παρά τους παραδοσιακούς αφηγηματικούς του τρόπους βρίσκεται πολύ κοντά στα μοντερνιστικά κείμενα του ώριμου Πεντζίκη.

Τη συνάφεια της ζωής του ήρωα με τη ζωή του συγγραφέα επισήμανε από νωρίς η κριτική κάνοντας λόγο για ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας «θέλησε να μας κάνει μιαν εξομολόγηση της δικής του ζωής διά μέσου του ήρωά του» (Στέλιος Ξεφλούδας) και για μια «ειλικρινή αυτοβιογραφία» (Γιώργος Σαραντάρης). Αυτή είναι ενδεχομένως μια πλευρά της γραφής του Πεντζίκη που μπορεί να εξεταστεί αναλυτικότερα με τα μάτια της σύγχρονης αυτομυθοπλασίας (autofiction).

Τον έρωτα του πατέρα του με την Ηρώ Καμπίτογλου, κόρη επιφανούς οικογένειας της Θεσσαλονίκης, που οι γονείς της δεν την άφησαν να τον παντρευτεί, εξαιτίας της δεινής οικονομικής κατάστασης της άλλοτε εξαιρετικά εύπορης οικογένειάς του μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος είναι ίσως το σημείο εκκίνησης του μυθιστορήματος, τεκμηριώνει με επιστολές από το Αρχείο Πεντζίκη ο γιος του.

Αυτοαναφορικός και παγκόσμιος

Ο ευαίσθητος, παθιασμένος αλλά και παθητικός Δημακούδης είναι ένας άνθρωπος της εποχής του. Διαβάζει, όπως οι νέοι της γενιάς του 1930, Μακρυγιάννη και δημοτικό τραγούδι, έχει στον τοίχο του δωματίου του έναν χάρτη της Ελλάδας, μιλάει στους λιγοστούς φίλους του με ενθουσιασμό για την πατρίδα του και καθαρίζει τελετουργικά το δωμάτιό του για να γιορτάσει την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Είναι όμως και ένας άνθρωπος της εποχής μας, μετανάστης εξαιτίας των σπουδών του, ξένος ανάμεσα σε ξένους, κάτοικος ενός κόσμου χωρίς σύνορα. Καλός του φίλος αποδεικνύεται ο βούλγαρος συμφοιτητής του Γκεόργκ Σιμεόνοφ. Εχουν τις διαφορές τους, αλλά στα εργαστήρια μαζί «μαθαίνουν ο ένας να σέβεται τις πατριωτικές αντιλήψεις του άλλου» και ο Δημακούδης πίνει μαζί με τον Σιμεόνοφ στην εθνική γιορτή των Βουλγάρων και καταλήγει να αντιλαμβάνεται ότι το αίσθημα πως νιώθει να ξεπέφτει κάνοντας παρέα μαζί του δεν κατάγεται από τις εθνικές τους διαφορές αλλά από τη συνειδητοποίηση ότι δεν είναι όσο θα ήθελε ειλικρινής αντίκρυ στον άνθρωπο που του φαινόταν τόσο καλά.

Μεταμοντέρνα είναι και η αυτοαναφορική στροφή με την οποία ο συγγραφέας προϊδεάζει για το τέλος του βιβλίου: «Συμβαίνει να μην τολμούμε να τελειώσουμε ένα βιβλίο. Το διαβάζουμε συγκινημένοι, ταυτίζοντας τον εαυτό μας με τον ήρωα. Μαντεύουμε την τραγική λύση, όμως δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι έτσι θα συμβεί. Δεν θέλουμε να αντικρίσουμε σε κάθε περίσταση την αλήθεια».

Η μικροσκοπική εξέταση του Αντρέα Δημακούδη δείχνει ένα μυθιστόρημα που παρά τους παραδοσιακούς αφηγηματικούς του τρόπους βρίσκεται πολύ κοντά στα μοντερνιστικά κείμενα του ώριμου Πεντζίκη. Τα αποσπάσματα της κριτικογραφίας που συνοδεύουν το μυθιστόρημα και τα κατατοπιστικά σημειώματα του Γαβριήλ Πεντζίκη, όπου αξιοποιεί το αρχειακό υλικό που έχει στη διάθεσή του, συντελούν σε μια αναπλαισίωση όχι μόνον του κάπως παραμελημένου από την κριτική Αντρέα Δημακούδη αλλά ολόκληρου του έργου του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη στη νέα γνωριμία του με το σύγχρονο κοινό.

Η παρουσίαση της γυναίκας

Μια πολιτικά ορθή ανάγνωση σήμερα θα διαμαρτυρηθεί για την παρουσίαση της γυναίκας στο μυθιστόρημα «Αντρέας Δημακούδης». Ο Δημακούδης, όταν η Ρενέ απορρίπτει τον έρωτά του, της αντιγυρίζει με πίκρα ότι δεν είναι και τόσο όμορφη και της απαριθμεί ατέλειες. Εχει μια σεξουαλική σχέση με τη σπιτονοικυρά του για να ικανοποιήσει τη γενετήσια περιέργειά του και ύστερα, νιώθοντας βρόμικος και γεμάτος ενοχές, της απευθύνεται με λόγια προσβλητικά. Συμπεριφορές που ταιριάζουν ωστόσο στην έντονη, χαοτική, ευμετάβλητη ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα, στην παρακμιακή, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά που τον χαρακτηρίζει, στη διαρκή αυτοανάλυση και αμφισβήτηση του εαυτού και των πράξεών του.