Πριν από περίπου ένα χρόνο, στις 10 Απριλίου του 2009, ο κ. Σπ. Θεοδωρόπουλος πούλησε τη συμμετοχή του στη Vivartia ΑΕ και αποχώρησε από το μετοχικό σχήμα της μεγαλύτερης εταιρείας τροφίμων της ελληνικής αγοράς και όχι μόνο. Αρκετοί τότε διέβλεψαν ότι η κίνηση αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αρχή της προσπάθειας του κ. Θεοδωρόπουλου να επαναποκτήσει- έστω και μειοψηφικά- την εταιρεία την οποία ανέδειξε επιχειρηματικά σε πολλές χώρες του κόσμου, την Chipita. Οσοι τον γνώριζαν είχαν να λένε για τον διακαή πόθο του να ηγηθεί εκ νέου στην Chipita- και ορισμένοι μάλιστα έλεγαν πως έφερε βαρέως τη συγχώνευσή της. Η προσπάθεια αυτή που άρχισε τον Απρίλιο του 2009 πρόκειται να ολοκληρωθεί στις αρχές του Ιουλίου με την απόσχιση του κλάδου της αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής από τη Vivartia ΑΕ και τη δημιουργία της νέας Chipita ΑΕ. Μιας εταιρείας με πωλήσεις περί τα 600 εκατ. ευρώ το 2010, με 11 εργοστάσια σε 10 χώρες και με εμπορική δραστηριότητα σε αρκετές άλλες χώρες.

Η σχέση του κ. Θεοδωρόπουλου με την Chipita είναι παλαιά. Ξεκίνησε πριν από 24 χρόνια. Τότε, το 1986, ο νεαρός επιχειρηματίας- μόλις 28 ετών – αποκτά το 50% της εταιρείας, μικρής και ασήμαντης ως τότε.

Ο ίδιος ξεκίνησε σε αρκετά νεαρή ηλικία την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Από το 1976 δούλευε στη μικρή οικογενειακή εταιρεία παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων, τη Recor ΑΕ, και το 1981, αφού είχε τελειώσει την ΑΣΟΕΕ, το τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, ανέλαβε γενικός διευθυντής της Αligel, μιας εισαγωγικής εταιρείας ζαχαρωδών προϊόντων από την Ιταλία. Το 1986 γίνεται διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Ιnteria, εταιρείας παραγωγής και εμπορίας πραλίνας φουντουκιού, που διαθέτει σοβαρή εξαγωγική δραστηριότητα. Αυτή όμως ήταν και η επαγγελματική του «προϊστορία».

Μια ιστορία από το 1973
Η Chipita είχε ως τότε τη δική της μικρή ιστορία. Τη δημιούργησαν οι αδελφοί Γαβαλάκη, το 1973, τρεις εργολάβοι οικοδομών οι οποίοι αποφάσισαν να ασχοληθούν και με κάποια άλλη δραστηριότητα εκτός από την ως τότε βασική τους. Ετσι στην περιοχή του Κηφισού, σε έναν νοικιασμένο χώρο, έστησαν την εταιρεία Chipita, μια μικρή εταιρεία σνακ που για χρόνια παρήγε μόνο γαριδάκια.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1989, με μεγάλες προσπάθειες κατόρθωσε να αποκτήσει και το άλλο 50%. Και τον επόμενο χρόνο, το 1990, μεταβιβάζει μέσω της επενδυτικής εταιρείας Εurohellenic το 50% των μετοχών σε γκρουπ ξένων επενδυτών. Η δεκαετία του 1990 ήταν εξαιρετική. Η ελληνική αγορά μετασχηματιζόταν, η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν και η κατανάλωση αυξανόταν.

Η εταιρεία λοιπόν ενισχύθηκε κεφαλαιουχικά, γεγονός που της επέτρεψε να αποκτήσει νέο ιδιόκτητο εργοστάσιο στη ΒΙΠΕ της Λαμίας και να αναπτυχθεί σε νέα προϊόντα, και κυρίως να αναδειχθεί στην εταιρεία που έμαθε στους έλληνες καταναλωτές να τρώνε κρουασάν. Το 1992 αρχίζει η παραγωγή των mini κρουασάν, που επίσης πρώτη η Chipita εισήγαγε στην αγορά, διευρύνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την κατηγορία του κρουασάν. Τον επόμενο χρόνο εξαγοράζει την ανταγωνιστική της Κωνσταντίνος Αραμπατζής ΑΕΒΕ Αρτοζαχαροπλαστικής, την οποία και μετονομάζει σε Σμάκυ ΑΕ. Ετσι, τον Μάιο του 1994 η εταιρεία έχει όλες τις προϋποθέσεις για να υποβάλει την αίτησή της προκειμένου να εισαχθεί στο ΧΑΑ. Προχωρεί σε αύξηση κεφαλαίου περίπου 6,3 εκατ. ευρώ (2,138 δισ. δρχ.) με δημόσια εγγραφή και εισάγει τις μετοχές της στο ΧΑΑ. Τα κεφάλαια που αντλεί τα διαθέτει σε νέες επενδύσεις. Τον επόμενο χρόνο ολοκληρώνονται οι επενδύσεις της για την παραγωγή τσιπς και γίνεται η μετεγκατάσταση του εργοστασίου των αλμυρών σνακ από τον νοικιασμένο χώρο στον Κηφισό στο εργοστάσιο της Λαμίας. Την ίδια περίοδο παράγει τα Βake Rolls, ένα νέο σε πανευρωπαϊκή κλίμακα προϊόν, που έχει μεγάλη απήχηση. Το 1996 βγαίνει εκτός των ελληνικών συνόρων. Αρχίζει η παραγωγή προϊόντων της στη Βουλγαρία και παράλληλα στην Πορτογαλία.

Το 1999 η εταιρεία προχωρεί σε νέα αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου με δημόσια εγγραφή, ζητώντας από το επενδυτικό κοινό κεφάλαια ύψους περίπου 35,8 εκατ. ευρώ (12,212 δισ. δρχ.) για νέες επενδύσεις. Αυτή τη φορά στόχος της είναι η Λατινική Αμερική. Ετσι το 2000 υπογράφεται η συμφωνία συνεργασίας με την Ρepsico με στόχο την από κοινού παραγωγή και πώληση κρουασάν στη Λατινική Αμερική, αρχής γενομένης από το Μεξικό, όπου επενδύει 14,4 εκατ. ευρώ (4,9 δισ. δρχ). Τον ίδιο χρόνο εξαγόρασε τον ρώσικο όμιλο εταιρειών ΕldiΙ και Κrasnoselskaya και το 2004 έκλεισε συμφωνία συνεργασίας με εταιρεία του ομίλου Δαυΐδ-Λεβέντη για τη δημιουργία εργοστασίου παραγωγής κρουασάν στη Νιγηρία.

Η δεκαετία του 2000
Στα πρώτα χρόνια της νέας δεκαετίας έγινε φανερό ότι το μέλλον ανήκει στους μεγάλους και ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους.Τότε έγιναν και οι πρώτες συζητήσεις με τον συνάδελφο και φίλο του κ.Δ. Δασκαλόπουλο (είχε τον όμιλο της Δέλτα).Αντικείμενο – τι άλλο;- ήταν η συγχώνευση των ομίλων τους και η δημιουργία ενός ακόμη μεγαλύτερου ομίλου επιχειρήσεων στον κλάδο των τροφίμων,ο οποίος να μπορεί να ανταγωνιστεί τους ευρωπαϊκούς ομίλους στη διεθνή αγορά.Οταν οι συζητήσεις έγιναν γνωστές στην αγορά,μετ΄ επιτάσεως ο κ.Θεοδωρόπουλος τις διέψευδε.Δεν άργησαν όμως να επιβεβαιωθούν.Την ημέρα ωστόσο της επίσημης ανακοίνωσης ο κ.Θεοδωρόπουλος δεν έμοιαζε να είναι και ο ευτυχέστερος άνθρωπος στον κόσμο,αντιθέτως ο κ.Δασκαλόπουλος έλαμπε από χαρά.

Επί της ουσίας όμως τόσο όταν ακόμη η Vivartia ΑΕ,η νέα εταιρεία,ανήκε στους δύο επιχειρηματίες όσο κι αργότερα,όταν εντάχθηκε στον όμιλο της ΜΙG,την Chipita δεν την εγκατέλειψε- τη διηύθυνε ως διευθύνων σύμβουλος- και απ΄ ό,τι φαίνεται δεν αποχωρίστηκε και την ιδέα να την επαναποκτήσει με κάποιον τρόπο.Ελειπαν βεβαίως τα κεφάλαια- γιατί πλέον η πρώην Chipita ως δραστηριότητα της Vivartia ΑΕ είχε γίνει πολύ μεγάλη-,αλλά και οι συμμαχίες.Ετσι λοιπόν όταν αποχώρησε από τη μετοχική σύνθεση της Vivartia με 147 εκατ.ευρώ αντίτιμο φαίνεται ότι έσπευσε να αναζητήσει και να συζητήσει με τον αραβικό όμιλο Οlayan.Ισως μάλιστα η οικονομική κρίση να βοήθησε ώστε τελικά ο κ.Α. Βγενόπουλοςαπό την πλευρά της ΜΙG και ο κ.Θεοδωρόπουλος (μαζί με τον όμιλο Οlayan) από την άλλη πλευρά να φέρουν σε αίσιο τέλος μια μάλλον ανέφελη συνύπαρξη,αν κρίνει κανείς από τις δημόσιες ευχαριστίες του δεύτερου προς τον πρώτο και από την αινιγματική αναφορά ότι θα «ξανασυναντηθούν μέσα από μετοχικές ή μη συνεργασίες».

1973 δημιουργείται η εταιρεία Chipita από τους αδελφούς Γαβαλάκη.

1986 ο κ.Σπ.Θεοδωρόπουλος αποκτά το 50% της Chipita.

1989 αποκτά και το υπόλοιπο 50% της Chipita.

1990 μεταβιβάζει το 50% στην εταιρεία Εurohellenic.

1992 εισέρχεται στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ο σαουδάραβας επιχειρηματίας Κhaled Οlayan.

2005 συγχωνεύεται με τη Δέλτα και δημιουργείται η Vivartia ΑΕ.

2007 η ΜΙG αποκτά τον έλεγχο της Vivartia ΑΕ.

2010 δημιουργείται η νέα Chipita, με βασικούς μετόχους τον κ.Σπ.Θεοδωρόπουλο και τον Κhaled Οlayan.

Συμφωνία ύψους 730 εκατ. ευρώ
Ησυμφωνία για την πώληση του 100% του κλάδου αρτοσκευασμάτων και ζαχαρωδών της Vivartia στην Chipita, μια κοινοπραξία επενδυτών της οποίας ηγούνται ο όμιλος Οlayan και ο κ. Σπ. Θεοδωρόπουλος, αφορά συνολικό τίμημα 730 εκατ. ευρώ. Από αυτά τα 327 εκατ. ευρώ είναι δανειακές υποχρεώσεις που αναλαμβάνει η νέα εταιρεία.

Η μεταβίβαση θα ολοκληρωθεί τον Ιούλιο του 2010, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής απόσχισης του κλάδου από τις υπόλοιπες δραστηριότητες της Vivartia.

Δεδομένου ότι όπως λέγεται «όλα είναι ρευστά», με βάση τις μέχρι τώρα πληροφορίες, ο όμιλος Οlayan θα κατέχει το 70% της νέας εταιρείας, ο κ. Θεοδωρόπουλος το 20%, περίπου 5% μια ομάδα επιχειρηματιών τις εταιρείες των οποίων τα τελευταία χρόνια έχει εξαγοράσει η ΜΙG, μεταξύ των οποίων είναι οι κκ.

Αχ. Φώλιας, Λ. Φρέρης, Μιχ. Αραμπατζής και Στ.

Νένδος, ενώ φαίνεται να παραμένει σε εκκρεμότητα ένα ποσοστό της τάξεως του 5%.

Συγχρόνως, ο όμιλος Οlayan είναι ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτικούς ομίλους διεθνώς. Η παρουσία του στην Ελλάδα χρονολογείται από τις αρχές του 1990 και η πρώτη του συμμετοχή ήταν η Chipita, αν και δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτήν- οι CocaCola 3Ε, Flecopack, Δίας ΑΕΕΧ και η εταιρεία συστημάτων ύδρευσης Εurodrip (στην οποία έχει συμμετοχή μαζί με την Global Finance του κ. Α.

Πλακόπητα ) είναι ορισμένες από τις εταιρείες στις οποίες συμμετέχει. Μέσω της εταιρείας ΟΙCΕ ελέγχεται η συμμετοχή της σε περισσότερες από 50 εταιρείες με δραστηριότητες που εκτείνονται από τις τράπεζες ως τις τηλεπικοινωνίες σε όλο τον κόσμο. Και οι περισσότερες από τις επενδύσεις της γίνονται μέσω της εταιρείας Competrol Εstablishment.