Η μνήμη είναι κοινωνικό κατασκεύασμα, σκεφτόμουν όσο σχεδίαζα τη θεματική αυτού του άρθρου. Πώς μου ήρθε, θα μου πείτε. Ακολουθήστε με λιγάκι, κι ας κάνουμε ένα απλό πείραμα μαζί. Ας φανταστούμε ένα γιορτινό τραπέζι, ένα τραπέζι χριστουγεννιάτικο. Κρατήστε την πρώτη εικόνα που σας έρχεται στο μυαλό, αποτυπώστε την, προτού πάτε στην επόμενη παράγραφο.
Πολυτελής τραπεζαρία, σερβίτσια στημένα art de la table, διακόσμηση οριακά επαγγελματική, οπωσδήποτε κεριά. Γεύμα τριών πιάτων, κρασί καλό, πιθανώς σε αυτήν τη φαντασίωση να σκάει πού και πού ένας σομελιέ που γεμίζει τα ποτήρια. Οι συνδαιτυμόνες στην πένα, κυρίες υπέρκομψες απευθείας από το κομμωτήριο, ορκίζεστε ότι κάπου αστράφτουν και παγιέτες, το νιώθετε από την αντανάκλαση, δεν είστε σίγουροι όμως πού. Στο βάθος το τζάκι έχει φουντώσει, ο οικοδεσπότης χτυπά το μαχαίρι στο κρυστάλλινο ποτήρι για την πρόποση. Κλινγκ!
Ας ξυπνήσουμε μαζί με αυτό τον ήχο. Ποιο είναι αυτό το σπίτι; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Και, πάνω απ’ όλα, τι ακριβώς γιορτάζουν;
Φωτό: Δώρα Μάστορα
Ακολουθήστε με και πάλι. Ώρα να βγούμε από το κατασκεύασμα, να αδειάσουμε το τραπέζι από τα περιττά, να ελευθερώσουμε τη θεία Κικίτσα από τη στενή υψηλής ραπτικής τουαλέτα της. Ας γίνουμε μια κάμερα κι ας ταξιδέψουμε σε όλη τη χώρα, λαθρεπιβάτες στις πραγματικές ιστορίες των ανθρώπων, στις εικόνες που λάμπουν χωρίς γυαλιστερό περίβλημα.
Στάση πρώτη, ένα εξοχικό στην Αττική. Η επιλογή είναι μονόδρομος για το γιορτινό τραπέζι – είναι το μόνο σπίτι που μπορεί να τους χωρέσει όλους. Τρεις γενιές γυναικών μαγειρεύουν από την προηγουμένη, είτε με βάρδιες στον ένα φούρνο του είτε στα δικά τους σπίτια. Τελευταία στιγμή βγάζουν την τσίκνα με ένα γρήγορο μπάνιο, φορούν ό,τι καλύτερο μπορούν, ίσως και το ίδιο με πέρυσι –αν χωράει– και τρέχουν με το ταψί στο αυτοκίνητο. Δεν υπάρχουν καλά τραπεζομάντιλα, τα πιάτα δεν ταιριάζουν, δεν υπάρχει σετ μαχαιροπίρουνα που να φτάνει για όλους. Τα παιδιά συναντιούνται και τρέχουν στα δωμάτια, οι μεγάλοι μιλούν ταυτόχρονα, κάθονται και τσουγκρίζουν κρασί από ασκό σε χαμηλά ποτήρια. Υπήρξε ένα πένθος αυτήν τη χρονιά στην οικογένεια, όπως και ένα δύσκολο διαζύγιο. Είναι όμως μαζί και κάπως θα τα καταφέρουν. Κι αυτό από μόνο του αξίζει μια μικρή γιορτή.
Επόμενη στάση, ένα δυάρι στην επαρχία. Η γιαγιά περιμένει τον εγγονό της, άδεια από το στρατιωτικό, τον περιμένει πώς και πώς, ποιος ξέρει τι τρώει εκεί όπου τον έχουν. Χτυπά το κουδούνι, πόσο μεγάλωσε το αγόρι της, και έξω και μέσα με έναν τρόπο. Κρατά κι ένα μπουκάλι, «έφερα καλό κρασί, γιαγιά, θα το γιορτάσουμε σήμερα!». Η αγκαλιά και η μυρωδιά της γνώριμες, όπως και το αγαπημένο του ψητό. Τρυπώνουν στο τραπεζάκι της κουζίνας –του σαλονιού είναι πολύ χαμηλό–, μα δεν πειράζει, σε αυτό το κουζινάκι έχουν κάνει τις πιο ωραίες τους συζητήσεις. «Τι έφτιαξες πάλι, βρε γιαγιά;». «Να είσαι γερός, αγόρι μου, κι όλα θα γίνουν».
Στάση τρίτη, τριάρι που μοιράζονται δύο κορίτσια, σπίτι φοιτητικό. Πρώτη φορά μαγειρεύουν γιορτινά, ξεσηκώνουν συνταγές και ζητούν συμβουλές από τα σπίτια τους. Δύο αγόρια έρχονται από νωρίς, θέλουν κι αυτοί να βοηθήσουν με τις κουτάλες. Η παρέα μαζεύεται σιγά σιγά, απλώνονται στο σαλονάκι, κάθονται στα μπράτσα του καναπέ, μπορεί και στο πάτωμα, τσιμπούν με τα χέρια ή στα πλαστικά πιατάκια, το σπίτι γεμίζει τενεκεδάκια μπίρας και μουσικές και χορό και τσιγάρο και φλερτ. Θα το πάρουν το πτυχίο, θα τον βρουν το δρόμο τους. Θα μείνουν φίλοι ή θα χαθούν, αλλά αυτή η βραδιά θα μείνει.
Φωτό: Δώρα Μάστορα
Στάση τέταρτη, ένα σπίτι σε καλό αθηναϊκό προάστιο. Δύο γυναίκες, μαμά με κόρη, κάνουν κάθε χρόνο λίστα με τους ανθρώπους που ήταν κοντά τους αυτήν τη χρονιά και ανοίγουν το σπίτι όλη τη μέρα για να τους ευχαριστήσουν. Γι’ αυτό και η προετοιμασία δεν ξεκινά με τη λίστα υλικών, αλλά με τη λίστα των καλεσμένων, που στήνεται κάθε φορά ευλαβικά, σε μια μικρή εσωτερική τελετή ανασκόπησης. Η διαδικασία καταλήγει συνήθως σε σαράντα άτομα: ο σταθερός πυρήνας, οι άνθρωποι που είναι πάντα κοντά, αλλά και νέα πρόσωπα, που αυτήν τη χρονιά έγιναν σημαντικοί.
Η ανθρώπινη σύνδεση απαιτεί ευελιξία, και κάπως έτσι προσαρμόζεται κι αυτή η ετήσια γιορτή. Κι έτσι κλείνει για την τελευταία Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα γνωρίζοντας ότι θα ακολουθήσουν για όλους ταξίδια και πιο στενά οικογενειακά καλέσματα. Το σπίτι ανοίγει στις 12 το μεσημέρι και η πόρτα κλείνει όταν φύγει και ο τελευταίος καλεσμένος, συνήθως μετά τα μεσάνυχτα. Η οικοδέσποινα αρνείται να πάρει οποιαδήποτε βοήθεια, το δώρο αυτό θέλει να είναι ολοκληρωτικά από τα χέρια της. Και για να δουλέψει όλο αυτό, για να μπορέσει να είναι μαγείρισσα και οικοδέσποινα και κοινωνική πεταλουδίτσα, έχει σκεφτεί μια σοφή προετοιμασία.
Φωτό: Δώρα Μάστορα
Το τραπεζάκι της εισόδου είναι στημένο με ποτήρια: πλαστικά κολονάτα με μια ρώγα σταφύλι για το Prosecco του καλωσορίσματος, γυάλινα ψηλά και χαμηλά για τα κρασιά της συνέχειας –τα κόκκινα βρίσκονται ακριβώς από κάτω, τα λευκά στο ψυγείο–, χάρτινα καλής ποιότητας για το νερό, με την κανάτα δίπλα. Το τρίμετρο μοναστηριακό τραπέζι στρώνεται με λαδόκολλα και πάνω της αραδιάζονται επτά σειρές καναπεδάκια –στο σύνολο ξεπερνούν τα τριακόσια–, ένα installation που παίρνει κάνα δίωρο για να ολοκληρωθεί και δύσκολα σπάει, θέλει τόλμη για να πάρει κανείς την πρώτη μπουκιά. Έχει σχεδιάσει εύκολα στησίματα χωρίς πολυτελή υλικά, δεν σκοπεύει να κάνει πρωταθλητισμό, άσε που η γιορτή είναι on-a-budget. Και μέσα σε όλο αυτό, κάθε υλικό έχει τη θέση του στο αφήγημα. Στρογγυλά κράκερ του ιδίου επωνύμου με κύβο γραβιέρας που ενώνονται σε μια λεπτή γραμμή από σιρόπι περγαμόντο – η ζωή είναι γλυκόπικρη, όχι; Δροσερό αγγουράκι με τίμιο σαλάμι αέρος. Το σπιτικό ψωμάκι της με φάβα, αυτός ο συνδυασμός που, όταν τον πρωτοέκανε, έτρεχε στο σαλόνι και χειρονομούσε σαν να είχε πάρει το χρυσό μετάλλιο. Αντίβ με γκοργκοντζόλα, αχλάδι και καρύδια ή φύλλο μαρουλάκι με τονοσαλάτα – χρειάζεται και κάνα σαλατικό. Τραχανόπιτα σε κύβους, μία ακόμα πετυχημένη πρόκληση για όσους δεν άγγιζαν τον τραχανά και τώρα δεν μπορούν να σταματήσουν. Πιτούλες με σύκο από το Πήλιο και χοιρομέρι καπνιστό από την Τήνο – αν δεν φέρουμε και τους άλλους τόπους μας στο τραπέζι, έχουμε πει μόνο τη μισή ιστορία.
Φωτό: Δώρα Μάστορα
Το πρώτο κουδούνι ανοίγει την αυλαία και δίνει το σήμα να ξεκινήσει η γιορτή. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, περιφέρονται με το ποτήρι τους, βρίσκουν τη γωνιά τους μέσα στο σπίτι, ανακατεύονται με φίλους ή γνωστούς που γνώρισαν πέρυσι στον ίδιο χώρο. Κατά τις 4, η γάστρα που σιγοψήνεται στον πάνω φούρνο είναι έτοιμη και, κατά την παράδοση, η οικοδέσποινα την κατεβάζει με μουσική υπόκρουση κλαρίνα. Όσο περνά η ώρα, ο έλεγχος χάνεται, μπορεί και απλά να τον αφήνω, και γινόμαστε όλοι ένα, δεν ξέρω ποιος μαζεύει τη λαδόκολλα από το τραπέζι, ποιος τελικά βγάζει τα γλυκά, ποιος κλείνει τελευταίος την πόρτα. Αυτό που στήσαμε και φέτος έγινε μια χορογραφία από όλους για όλους: μια μικρογραφία της χρονιάς που με ένα τελευταίο φιλί στέλνουμε στο καλό, ίσα για να κάνουμε χώρο για την επόμενη.
Φωτό: Δώρα Μάστορα
Ουπς, πώς χώθηκε εδώ το πρώτο πληθυντικό; Με καταλάβατε: αυτό ήταν το δικό μας σπίτι.
Στάση πέμπτη, το δικό σας.
